Τι είδους απελπισία σπρώχνει έναν άνθρωπο να γαντζώνεται πάνω σε ένα απογειούμενο αεροπλάνο που τρέχει με εκατοντάδες χιλιόμετρα την ώρα με την αυταπάτη πως έχει μερίδα στο ευοίωνο μέλλον της «απόδρασης» από τον τόπο που γεννήθηκε; Πως να το συλλάβει και να το ερμηνεύσει ο μέσος ευρωπαίος τηλεθεατής που καταναλώνει εικόνες και αφηγήσεις μιας επέλασης με τα κληροδοτημένα εργαλεία της δυτικοκεντρικής κανονικότητας του; Ποια θρυαλλίδα ανάβει και συν-κινεί τις ψηφιακές κοινότητες γεμίζοντας τις σελίδες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης με κραυγάζοντα ανθρωπισμό;
Του Παντελή Προμπονά
Οι οπλοφόροι ισλαμιστές που φωτογραφίζονται στο «παλάτι» – σύμβολο της δυτικότροπης κοσμικής διακυβέρνησης στη Καμπούλ, οι σιδηροδέσμιες γυναίκες που επιστρέφουν στη «φυσική» τους θέση κάτω από το καπίστρι του σίγουρου αρσενικού, οι άτακτες δυνάμεις που «διασφαλίζουν» την ασφάλεια μαζεύοντας ως κτερίσματα τα χρυσοπληρωμένα απομεινάρια των δυτικών πολεμικών βιομηχανιών δεν αποτελούν εικόνα από ένα «απρόβλεπτο» μέλλον που ούτε οι πανίσχυρες μυστικές υπηρεσίες δε μπορούσαν να προβλέψουν ούτε φυσικά κάποιου είδους έκτακτη συνθήκη.
Αντιθέτως συνιστούν απαραίτητες πολιτισμικές αναπαραστάσεις του «απόλυτου κακού», μια αντίστιξη με τον κατασκευασμένο δυτικό εαυτό και τις δημοκρατίες του που μπορεί να αρδεύει τα αφηγηματικά σχήματα του πολιτικού και πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, της αποικιοκρατίας και του οριενταλισμού που ακόμα και σήμερα συγκροτούν εκούσια ή ακούσια τον κυρίαρχο λόγο στα μέσα ενημέρωσης και τη δημόσια σφαίρα.
Το «χωράφι του απόλυτου κακού» είναι μια μετακινούμενη χωρικότητα που εδαφοποιεί τον κίνδυνο και σκηνογραφεί τις μάχεις του κακού. Μια τεχνολογία βίας και εξαπάτησης ανθεκτική στο χρόνο γιατί ταυτίζεται διαρκώς με την εξαίρεση, με την εκτροπή από τον οικείο χρόνο του πολιτικού σώματος που τη νομιμοποιεί. Στο «χωράφι του απόλυτου κακού» δεν είναι επίδικο η κυριαρχία αλλά η διαμόρφωση μιας χρονικής και χωρικής συνθήκης που θα καταστήσει διανοητές και υλοποιήσιμες μια σειρά τεχνολογίες διακυβέρνησης οι οποίες στο δυτικό κόσμο προσκρούουν στις νομικές θεσμίσεις και τις ηθικές διαστάσεις από τις οποίες κανονικοποιούνται.
Κι όταν η αξία χρήσης αυτής της χωρικότητας σταματήσει να υφίσταται μετονομάζεται, μετασχηματίζεται και εν τέλει μετεγκαθίσταται στο επόμενο σημείο ενδιαφέροντος. Και αυτό ακριβώς ζούμε σήμερα.
Η επέλαση των «βαρβάρων» συμφωνήθηκε εδώ και μήνες από τις διοικήσεις Τραμπ και Πούτιν στον Λευκό Οίκο και το Κρεμλίνο. Οι δικαιωματικές ευαισθησίες των «συμμαχικών» κυβερνήσεων θα εξαντληθούν στις μετεγκαταστάσεις μερικών χιλιάδων συνεργατών τους και το «ανθρωπιστικό» καθήκον θα μεταφραστεί σε κάμποσα εκατομμύρια χρηματοδοτήσεων σε όμορες χώρες για να στεγάσουν σε φυλακές και καταυλισμούς εκατομμύρια ανθρώπους προκειμένου να μη βρούνε τρόπο να περάσουν στην Ευρώπη. Κι αν μερικές χιλιάδες από αυτούς καταφέρουν -παρ’ ελπίδα- να προσεγγίσουν τα σύνορα της Ευρώπης τότε θα μετατραπούν σε λαθρανθρώπους και θα επινοηθούν επιμελημένοι κανονισμοί και εύγλωττες γραφειοκρατικές εκφράσεις για να τους καταστήσουν σαφές πως είναι ανεπιθύμητοι.
Δεν υπάρχει απόδραση απ’ το «χωράφι του απόλυτου κακού». Σα να πλάστηκαν οι άνθρωποι απ’ το Θεό τους για να φτάνουν ως ψίθυροι και εικόνες βαρβάρων στις ιστορίες που αφηγούνται οι Ευρωπαίοι κατακτητές τους στα παιδιά τους αν δε τρώνε το καλομαγειρεμένο φαγητό τους ένα μεσημέρι. Κι αν πιστέψαν πως οι στρατιώτες αποτελούσαν κάποια δίοδο για μια άλλη ζωή πιο ελεύθερη από αυτή που μεγαλώσανε, ήρθε ο χρόνος για να καταλάβουν την εκκωφαντική αναλωσιμότητα τους τους μπροστά στη βία του πολέμου. Κι όσες ιστορίες απόδρασης από αυτό κι αν εξιστορήσουν τα δυτικά μέσα με ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις δε παύουν να συνιστούν ιστορίες αναπαραγωγής αυτής της ζοφερής πραγματικότητας.
Το ριζοσπαστικό ισλάμ και τα θεοκρατικά καθεστώτα του δεν αποτελούν το αντίπαλο δέος της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά διαλεκτικό της ζεύγος, ένα προϋποτιθέμενο για να συγκροτηθεί το πολιτικό της σώμα, ένα εργαλείο για να επεκταθεί η οικονομική επιρροή της, ένας διαρκής κίνδυνος για να ρυθμιστούν οι τεχνολογίες ασφάλειας της, μια διαφορά για να υπάρχει η ταυτότητα της.
Τι είδους απελπισία σπρώχνει έναν άνθρωπο να γαντζώνεται πάνω σε ένα απογειούμενο αεροπλάνο που τρέχει με εκατοντάδες χιλιόμετρα την ώρα με την αυταπάτη πως έχει μερίδα στο ευοίωνο μέλλον της «απόδρασης» από τον τόπο που γεννήθηκε; Η βιωμένη αβίωτη συνθήκη του παλαιού καθεστώτος και η διάψευση της κατασκευασμένης ήττας της. Η απελπισία όταν δεν έχει τίποτα να χάσει. Μόνος, αναλώσιμος και απελπισμένος. (Άλλη) μια διαθέσιμη εικόνα για την ηδονοβλεψία της βίας σε livestream.
* O Παντελής Προμπονάς είναι υπ. διδάκτορας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Πρώτη δημοσίευση: Αυγή