Τις τελευταίες ημέρες βιώσαμε μια καταστροφή που θα επιφέρει μακροχρόνιες συνέπειες στη φύση και τους ανθρώπους. Το άρθρο αυτό επιχειρεί την ανίχνευση των ιστορικά κληρονομημένων κεντρικών διαρθρωτικών αδυναμιών που δυσχεραίνουν την αντιμετώπιση των πολύπλοκων προβλημάτωFν της ελληνικής κοινωνίας Ασφαλώς οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες και η οικολογική κρίση γενικότερα είναι μια βασική αιτία. Όμως εδώ πρέπει να επισημάνουμε κυρίως την αδυναμία να οργανωθεί αποτελεσματικά η πυροπροστασία – πυρόσβεση. Η απόφαση να δοθούν φέτος ελάχιστα κονδύλια για την πρόληψη πρέπει να κατανοηθεί κυρίως ως αποτέλεσμα ιδεοληψίας («λιγότερο δημόσιο παντού») και αδυναμίας να συνειδητοποιηθεί το τεράστιο κόστος που μπορεί να προκύψει εάν τα πράγματα δεν πάνε καλά, όπως συνέβη φέτος αλλά και όπως πολύ συχνά συμβαίνει. Η καταστροφή επήλθε σε μια χώρα αναμφίβολα λαβωμένη από την υπερδεκαετή οικονομική κρίση, τις συνέπειες της πανδημίας, αλλά και από τις διαρκείς δομικές εσωτερικές της ανεπάρκειες.. Όμως, αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας τρομάζει. Αυτό που πρέπει να μας τρομάζει είναι η αδυναμίανα αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους προκλήσεις. Αυτό που συνέβη με τις καταστροφικές πυρκαγιές είναι μια από τις πολλές εκφάνσεις του εξαιρετικά προβληματικού τρόπου με τον οποίο είμαστε οργανωμένοι και λειτουργούμε, -γεγονός που είναι ανεξάρτητο από τον επαγγελματισμό και την αυταπάρνηση που καθημερινά επιδεικνύεται στο πεδίο, επί τω έργω, από όσες και όσους -πυροσβέστες κ.ά.- συνδράμουν στην κατάσβεση των πυρκαγιών. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και κυρίως να το αλλάξουμε άμεσα.
* Ανάλυση του Λόη Λαμπριανίδη, Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας, τ. Γενικού Γραμματέα Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης, για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Βιώσαμε μια φυσική καταστροφή
H χώρα βίωσε –και εξακολουθεί να βιώνει– μια καταστροφή που προκλήθηκε από τις πυρκαγιές. Σύμφωνα με το Εθνικό Αστεροσκοπείο, 1,3 εκατ. στρέμματα έχουν ήδη μετατραπεί σε στάχτη, κυρίως στη Βόρεια Εύβοια, στην Αττική, αλλά και στην Ηλεία, τη Μεσσηνία, την Αρκαδία, τη Λακωνία – και μάλιστα φωτιές δεν έχουν σβήσει ακόμα. Ευτυχώς οι ανθρώπινες απώλειες ήταν περιορισμένες, αναμφίβολα όμως χιλιάδες συμπολίτες μας βιώνουν και θα βιώσουν για πολλά χρόνια πολύ μεγάλες δυσκολίες. Πολλοί έχουν εκτοπιστεί, έχουν χάσει το σπίτι, τη γη, το εισόδημά τους, και χιλιάδες ζώα έχουν αφανιστεί με τραγικό τρόπο.
Πρόκειται για εθνική τραγωδία, με μακροχρόνιες συνέπειες στη φύση και τους ανθρώπους. Το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη πιο τραγικό εάν δεν υπήρχε το κίνημα των εθελοντών δασοπυροσβεστών, που αυτή τη στιγμή δίνει ελπίδα και κουράγιο. Δυστυχώς, η διαχρονική αδυναμία αποτελεσματικής και ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των πυρκαγιών από την πολιτεία «τέχνας κατεργάζεται»: η οδυνηρή εμπειρία της πολύνεκρης πυρκαγιάς στο Μάτι είχε ως θετικό αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθεί ευρέως το 112 και να επιτευχθεί μια ασφαλέστερη εν γένει απομάκρυνση των κατοίκων περιοχών που βρίσκονται σε κίνδυνο. Στα αρνητικά όμως δεν μπορεί παρά να σημειώσουμε την απουσία της συχνά κρίσιμης συμβολής των τελευταίων στην κατάσβεση και ιδίως στην αποφυγή αναζωπύρωσης των πυρκαγιών, κάτι που συνέτεινε σε μεγάλο βαθμό στη μεγάλη διάρκεια και το μέγεθος των καταστροφών. Αυτό, με τη σειρά του, οδήγησε σε φαινόμενα ανυπακοής πολλών κατοίκων στις εντολές εκκένωσης των οικισμών[1]: διαπιστώνοντας την αδυναμία του κρατικού μηχανισμού, αλλά και την επικοινωνιακή διαχείριση της κρίσης (αφού ήταν ολοφάνερη η αγωνιώδης προσπάθεια της κυβέρνησης να καταδειχθεί η υπεροχή έναντι της διαχείρισης στο Μάτι), καθώς συχνά εκκενώνονταν οικισμοί χωρίς πραγματικό κίνδυνο για τη ζωή των κατοίκων, με συνέπεια όμως την αδυναμία συνδρομής τους στην πυρόσβεση (που, όπως αποδεικνύεται, δεν μπορεί να επιχειρηθεί χωρίς την ενεργό συμμετοχή των κατοίκων), πολλοί κάτοικοι πήραν την υπόθεση στα χέρια τους, απειθάρχησαν στο μέτρο εκκένωσης και παρέμειναν στα χωριά τους για να σώσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους.
Όλοι κατανοούμε πως για την αποκατάσταση θα απαιτηθούν τεράστιοι χρηματικοί πόροι και πάρα πολύς χρόνος[2]. Κυρίαρχο πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση των φαινομένων που συνοδεύουν τέτοιες καταστροφές: διάβρωση εδαφών, πλημμύρες, απώλεια της βιοποικιλότητας, έκλυση τόνων διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα και περιορισμός της δυνατότητας συγκράτησης άνθρακα από τα δασικά οικοσυστήματα για πολλά χρόνια.
Τώρα είναι η στιγμή της επούλωσης των πληγών και της αποκατάστασης όλων όσων είδαν να χάνονται τα ζώα τους και οι περιουσίες τους, αλλά και να καταστρέφεται το φυσικό τους περιβάλλον. Γιατί, όπως επισημαίνει ο Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή, 7.8.21): «Μια κουβέντα είναι ότι τα δέντρα θα ξαναφυτρώσουν και τα σπίτια θα ξαναχτιστούν […] Τα σπίτια δεν είναι σκέτοι τοίχοι και οικοσκευές. Εστίες μνήμης είναι. Οι τοίχοι, ναι, ξαναχτίζονται. Όχι τα σπίτια».
Γιατί συνέβησαν όλα αυτά
Το ερώτημα στο μυαλό όλων μας είναι γιατί συνέβησαν όλα αυτά, και μάλιστα σε μια μεσογειακή χώρα η οποία αντιμετωπίζει εδώ και δεκαετίες πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι και όπου η Μετεωρολογική Υπηρεσία είχε προειδοποιήσει πολλές ημέρες νωρίτερα για τον επερχόμενο καύσωνα. Οι απαντήσεις ποικίλλουν. Αγνοήθηκε, επί δυόμισι χρόνια, το πόρισμα της «Επιτροπής Γκολντάμερ»[3], με επικεφαλής τον διευθυντή του Παγκόσμιου Κέντρου Παρακολούθησης Πυρκαγιών, που προέβη σε μια σειρά κρίσιμων διαπιστώσεων διερευνώντας τα αίτια της τραγωδίας στο Μάτι: 45 συναρμόδιοι φορείς για την πρόληψη μιας πυρκαγιάς, 17 φορείς από 6 διαφορετικά υπουργεία αρμόδιοι για την καταστολή της, χρήσεις γης και έλλειψη ενημερωμένων σχεδίων χωροταξικών και πολεοδομικών σχεδίων, που επιδεινώνουν το φαινόμενο, έλλειψη κλίματος συνεργασίας μεταξύ Πυροσβεστικού Σώματος και Δασικής Υπηρεσίας. Και ακόμη απουσία ενιαίου σχεδιασμού αντιπυρικής προστασίας, καθώς και εγκεκριμένων και τεκμηριωμένων τοπικών αντιπυρικών σχεδίων, άναρχη και απρογραμμάτιστη δόμηση δασικών εκτάσεων και ύπαρξη ζωνών με μείξη δασών και οικισμών γύρω από μεγάλα αστικά και τουριστικά κέντρα, περιστασιακή ενημέρωση για ευαισθητοποίηση των πολιτών και αναποτελεσματική οργάνωση του εθελοντισμού, έλλειψη ενός επιστημονικού, συμβουλευτικού και συντονιστικού οργανισμού για τη συστηματική οργάνωση της διαχείρισης των πυρκαγιών στα δάση και στην ύπαιθρο κ.ά.
Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί είναι πολλές: Η καταστροφή αυτή είναι απλώς αποτέλεσμα ενός αναπόφευκτου φυσικού φαινομένου, του καύσωνα, του ανέμου, της «κλιματικής αλλαγής»[4], που μάλιστα την ίδια στιγμή εκδηλώθηκε και σε πολλά άλλα σημεία του κόσμου, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, σε μια προσπάθεια να διατηρήσουν αλώβητο το επικοινωνιακό προφίλ μιας «επιτελικής» κυβέρνησης και ενός εξαιρετικά ικανού πρωθυπουργού. Κάποιοι άλλοι προτάσσουν την ανικανότητα της κυβέρνησης, ενώ υπάρχουν και φωνές που βλέπουν και εδώ θεία δίκη,[5] συνωμοσίες (είναι αποτέλεσμα εμπρησμών και στη συνέχεια θα ξεφυτρώσουν ανεμογεννήτριες, θα οικοπεδοποιηθούν τα δάση κ.λπ.) κ.ο.κ.
Ασφαλώς οι πολύ υψηλές θερμοκρασίες και η οικολογική κρίση[6] είναι μια βασική αιτία, χωρίς βεβαίως να αγνοούμε και τις σκόπιμες πυρκαγιές-εμπρησμούς. Όμως εδώ πρέπει να επισημάνουμε κυρίως τις αστοχίες και παραλείψεις της Πολιτείας, η οποία μάλιστα υπολείπεται κατά πολύ σε σχέση με το τι κάνουν οι αναπτυγμένες χώρες[7].
Κυριαρχεί η έλλειψη γνώσης για το τι ακριβώς συμβαίνει, καθώς και επαρκούς σχεδιασμού. Η έμφαση δυστυχώς δεν είναι στην πρόληψη. Δεν στηρίζονται οι δημόσιοι μηχανισμοί πρόληψης και συντήρησης (περιορισμός των διαθέσιμων κονδυλίων, υποστελέχωση κ.λπ.), με αποτέλεσμα την αύξηση της ποσότητας της καύσιμης ύλης εξαιτίας της πλημμελούς φροντίδας των δασών. Η έμφαση δίνεται, λανθασμένα, στους μηχανισμούς καταστολής και πυρόσβεσης, και μάλιστα με ανεπαρκή συντονισμό και ανεπαρκείς πόρους[8]: κατακερματισμένο σύστημα προστασίας και ανταπόκρισης, πολυδάπανη και αναποτελεσματική καταστολή πυρκαγιών, με έμφαση στη χρήση των μέσων εναέριας πυρόσβεσης εις βάρος της πρόληψης και της αξιοποίησης των επίγειων μέσων κατάσβεσης. Παράλληλα, βέβαια, υπάρχουν και άλλα, γενικότερα, προβλήματα λόγω της εγκατάλειψης της υπαίθρου, μια και οι αγρότες λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο σαν «φύλακες της υπαίθρου».
Η απόφαση να δοθούν φέτος ελάχιστα κονδύλια για την πρόληψη ασφαλώς και θα μπορούσε να ιδωθεί ως απόρροια της δημοσιονομικής κρίσης. Είναι όμως κυρίως θέμα ιδεοληψίας («λιγότερο δημόσιο παντού») και αδυναμίας να συνειδητοποιηθεί το τεράστιο κόστος που μπορεί να προκύψει εάν τα πράγματα δεν πάνε καλά, όπως συνέβη φέτος, αλλά και όπως πολύ συχνά συμβαίνει.
Όπως επί λέξει ανέφερε ο πρωθυπουργός στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για τις πυρκαγιές, «το επιτελικό κράτος δεν σβήνει φωτιές με τη μάνικα, συντονίζει, ορίζει προτεραιότητες, αξιολογεί και επιβλέπει, παρεμβαίνει εκεί που υπάρχουν πολλές συναρμοδιότητες για να μπορεί να συντονίσει και να καθοδηγήσει». Με αυτή τη φράση του υπονοεί ότι θέλει ένα μικρό επιτελικό κράτος, που αναθέτει στον ιδιωτικό τομέα (outsourcing) ακόμη και πολύ βασικές υπηρεσίες (δασοπροστασία και πυρόσβεση εν προκειμένω, αλλά και υπηρεσίες υγείας, εκπαίδευσης κ.λπ.). Αυτό οδηγεί τελικά σε ένα κράτος που δεν γνωρίζει και δεν ελέγχει τίποτα, με τραγικά αποτελέσματα, όπως διαπιστώσαμε κατά τα δύο χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ. Κινείται δηλαδή απαρέγκλιτα σε μια νεοφιλελεύθερη αντίληψη, ξεπερασμένη, που δεν κατανοεί τις σύγχρονες εξελίξεις, οι οποίες επαναφέρουν το ισχυρό κράτος στην ημερήσια διάταξη.
Επιπλέον, επιμένει να αγνοεί τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών, στην περίπτωσή μας του πυροσβεστικού εθελοντισμού, του μη κερδοσκοπικού τρίτου τομέα, που παρεμβάλλεται μεταξύ κράτους και επιχειρηματιών, ο οποίος στην περίπτωση των πυρκαγιών είναι εξαιρετικά κρίσιμος. Αντί να επιδιώξει να τον ενισχύσει περαιτέρω, τον αγνοεί και προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα αγορά γύρω από τα δάση και τις πυρκαγιές. Το κόστος που θα προκληθεί από τη διαχείριση μέσω της αγοράς (και θα το αναλάβει βεβαίως ξανά ο δημόσιος προϋπολογισμός) θα είναι πολλαπλάσιο, ενώ το αποτέλεσμα θα είναι ασφαλώς πολύ υποδεέστερο, καθώς ούτε τα κονδύλια θα επαρκούν αλλά ούτε και οι υπηρεσίες που θα προσφέρουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες θα είναι αποτελεσματικές χωρίς καμία ανταγωνιστική αγορά. Επιπλέον, η εισαγωγή του κινήτρου του κέρδους θα αποτελέσει ασφαλές αντικίνητρο και θα λειτουργήσει υπονομευτικά προς τον εθελοντισμό, με προφανή αρνητικά – ποσοτικά και ποιοτικά– αποτελέσματα.
Υπάρχουν πολλά και βαθιά αίτια αλλά και αστοχίες που οδήγησαν στις πυρκαγιές και στη συνέχεια στην ανεξέλεγκτη εξάπλωσή τους. Όλοι μιλούν για την αναγκαιότητα της βιώσιμης ανάπτυξης και επισείουν τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής, αλλά κωφεύουν στις διαρκείς επισημάνσεις των ειδικών για τις καταστροφικές συνέπειες της εκτός σχεδίου δόμησης, πολύ συχνά κοντά ή και μέσα σε δάση. Μάλιστα, η κυβέρνηση της ΝΔ, με μια λαϊκίστικη αντίληψη, υπονόμευσε την ολοκλήρωση των δασικών χαρτών, γεγονός που ενθαρρύνει τις καταπατήσεις δασών[9].
Η άναρχη δόμηση, αλλά και η νόμιμη δόμηση μέσα σε δασικές περιοχές (και μάλιστα συχνά σε πευκοδάση), η ανεξέλεγκτη ρίψη μπάζων, η ανεπαρκής πρόβλεψη (καθαρισμός δασών από εύφλεκτα υλικά, επαρκής στελέχωση δυνάμεων κατάσβεσης με στελεχικό δυναμικό και ανθρώπους που γνωρίζουν κάθε περιοχή), ο εξαιρετικά προβληματικός τρόπος αστικής ανάπτυξης, όλα τα παραπάνω τελικά συντείνουν στην εξάπλωση της φωτιάς.
Η αδυναμία αντιμετώπισης των πυρκαγιών, απόρροια βαθύτερων αδυναμιών
Ας αφήσουμε τη λεπτομερή ανάλυση στους ειδικούς. Ο λόγος που με ωθεί να παρέμβω εδώ δεν είναι βέβαια η ειδικότητά μου, αλλά η ομοιότητα των προβλημάτων που σχετίζονται με τις πυρκαγιές και την εν γένει δασική διαχείριση με τον δικό μου τομέα ειδίκευσης: την (περιφερειακή) οικονομική ανάπτυξη. Πιστεύω ότι αυτά που βιώνουμε στην περίπτωση των πυρκαγιών είναι ένα έμπρακτο παράδειγμα, κατανοητό σε όλους, των εγγενών αδυναμιών οποιασδήποτε αναπτυξιακής δυναμικής στη χώρα.
Αυτό που συνέβη με τις καταστροφικές πυρκαγιές είναι μια από τις πολλές εκφάνσεις του εξαιρετικά προβληματικού τρόπου με τον οποίο είμαστε οργανωμένοι και λειτουργούμε, -γεγονός που είναι ανεξάρτητο από τον επαγγελματισμό και την αυταπάρνηση που καθημερινά επιδεικνύεται στο πεδίο, επί τω έργω, από όσες και όσους -πυροσβέστες κ.ά.- συνδράμουν στην κατάσβεση των πυρκαγιών. Αυτό πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και κυρίως να το αλλάξουμε άμεσα.
Στις επόμενες παραγράφους λοιπόν θα αναφερθώ σε κάποια βασικά συμπεράσματα ενός πρόσφατου βιβλίου μας[10], καθώς η εμπειρία στη Γενική Γραμματεία Ιδιωτικών Επενδύσεων του Υπουργείου Οικονομίας & Ανάπτυξης την περίοδο 2015-2019 μας επέτρεψε να ξανασκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται δημόσιες πολιτικές στην Ελλάδα – συμπεράσματα που δυστυχώς βλέπουμε να επιβεβαιώνονται και υπό το πρίσμα της παρούσας κρίσης.
Συγκεκριμένα, σημειώναμε εκεί πως ο σχεδιασμός δημόσιων πολιτικών στην Ελλάδα προσομοιάζει σε ένα μείγμα βραχυπρόθεσμου, ιδίως μικρο-ορθολογισμού, κληρονομημένων από το παρελθόν πρακτικών, που δεν επιτρέπουν το σχεδιασμό τομών και ρήξεων, με μια ισχυρή διάσταση ανορθολογισμού και «χαοτικών» χαρακτηριστικών, ιδίως στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Είναι σαφές ότι και στην περίπτωση της δασοπυρόσβεσης τα ίδια χαρακτηριστικά κυριαρχούν, και σε αυτά εστιάζει η έκθεση Γκολντάμερ. Όπως επανειλημμένα επισημαίνεται από πολλούς ειδήμονες, οι κυβερνήσεις διαχρονικά απέτυχαν να ακολουθήσουν συνειδητά σχεδιασμένες δημόσιες πολιτικές, καθώς η χώρα κυβερνάται «εική και ως έτυχεν»[11]. Στο βιβλίο μας παραθέσαμε μια σειρά εμποδίων στην αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας, τα οποία μπορούμε με χαρακτηριστική ευκολία να υποστηρίξουμε ότι δυσχεραίνουν και την πυρόσβεση και την εν γένει δασοπροστασία, γι’ αυτό και τα μεταφέρουμε σχεδόν αυτούσια:
– Η εμμένουσα αδυναμία του κράτους, με την ευρύτερη έννοιά του (κυβέρνηση, κόμματα, Βουλή κ.λπ.), αλλά και της εν στενή εννοία Δημόσιας Διοίκησης.
– Η διαχρονική αδυναμία σκέψης και η απουσία τόλμης. Απουσία μιας «συλλογικής αναλυτικής δυνατότητας» ως διαχρονικό κεντρικό χαρακτηριστικό της κυβερνητικής λειτουργίας της χώρας. Διαρκής αδυναμία του ελληνικού κράτους να σκεφτεί στρατηγικά, καθώς στερείται δυνατοτήτων οργανωμένης πρόσληψης και ανάλυσης της πραγματικότητας και βεβαίως τεκμηριωμένης μεταρρύθμισής της βάσει δεδομένων (evidence based policies).
– Το κράτος μας ήταν και παραμένει ένα ανίσχυρο κράτος, που άγεται και φέρεται από ιδεολογίες, συμφέροντα και αδράνειες, χωρίς προγραμματική δυναμική. Απαιτείται λοιπόν μια «διοικητική» και μια «αναπτυξιακή επανάσταση», που θα προχωρήσει με τόλμη και επινοητικότητα, βασισμένη στα υπαρκτά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Η απουσία συνέχειας στη Δημόσια Διοίκηση, η απουσία σχεδιασμού που καταστρώνεται, αξιολογείται, αναθεωρείται, και που θα επέτρεπε την ουσιαστική βελτίωση της κρατικής λειτουργίας παντού (άρα, και στη δασοπροστασία ειδικότερα), είναι αποφασιστική για την εν γένει καχεξία μας.
– Χρειάζεται επομένως αναβάθμιση του σχεδιασμού δημόσιας πολιτικής σε μια κατεύθυνση που θα επιχειρεί να ανταποκριθεί συνεκτικά (ολοκληρωμένος σχεδιασμός) σε κεντρικές κοινωνικές προκλήσεις (π.χ. κλιματική κρίση –και εδώ ειδικότερα δασοπροστασία–, οικονομικές – κοινωνικές – περιφερειακές ανισότητες). Απαιτούνται λοιπόν νέες κυβερνητικές δομές, η θεσμοποίηση μιας νέας κουλτούρας συνεργασίας και σχεδιασμού στους ανθρώπους της Διοίκησης, αλλά κυρίως κοινωνικοπολιτικές συμμαχίες και συναινέσεις και ενεργοποίηση της κοινωνίας των πολιτών στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση του μέλλοντος – κάτι που δυστυχώς η τρέχουσα κυβέρνηση για λόγους ιδεολογικούς, ενδεχομένως και συμφερόντων, αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να αντιληφθεί.
Τι πρέπει να γίνει
Η κυβέρνηση, πολύ σωστά, προσπαθεί να αντιδράσει άμεσα και να προσφέρει οικονομική βοήθεια στους πληγέντες, κατανοώντας πως πρέπει να γίνουν σχέδια για την ανάπτυξη των περιοχών που έχουν πληγεί και βέβαια πως πρέπει να βελτιωθεί δραστικά το σύστημα Πολιτικής Προστασίας γενικότερα. Ζήτησε μάλιστα και τη συμβολή των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης.
Όλα αυτά φαίνεται να κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, θα ήθελα όμως να κάνω δυο κρίσιμες επισημάνσεις. Πρώτον, ο πρωθυπουργός πρότεινε τη σύσταση επιτροπής για τη μεσο-μακροχρόνια ανάπτυξη της Β. Εύβοιας, σπεύδοντας μάλιστα να ορίσει τον επικεφαλής, καθ’ όλα αξιόλογο, χωρίς όμως καμία πρότερη συνεννόηση με την αντιπολίτευση και με την τοπική κοινωνία. Μάλιστα, στη συνέχεια υπονόμευσε αυτή την επιτροπή ορίζοντας υπουργό παρά τω πρωθυπουργώ για τη διαχείριση των σχετικών κονδυλίων.
Δεύτερον, προέκρινε στις αναδασώσεις των καμένων εκτάσεων να εφαρμοστεί αυτό που αποκαλεί «μοντέλο του “αναδόχου αναδάσωσης”», δηλαδή να δοθούν κίνητρα για την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα. Δημιουργείται έτσι μια νέα επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία, πέραν όσων προαναφέραμε για την αμφίβολη αποτελεσματικότητά της, το δυσβάστακτο δημοσιονομικό κόστος και την αλλοίωση του εθελοντικού ήθους, αναρωτιέται με τρόμο κανείς πώς θα εφαρμόζει τα επιχειρηματικά σχέδια για την περαιτέρω ανάπτυξη των υπηρεσιών που προσφέρει. Μήπως εδώ τουλάχιστον ο «νόμος του Σε»[12] θα βρει τη δικαίωση του;
Η πρόσφατη καταστροφή επήλθε σε μια χώρα αναμφίβολα λαβωμένη από την υπερδεκαετή οικονομική κρίση, τις επιπτώσεις της πανδημίας κ.λπ. Σε μια χώρα αντιμέτωπη με βαθιά προβλήματα στην οικονομική της διάρθρωση και με ένα τεράστιο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (στο τέλος Νοεμβρίου ήταν 371 δισ., δηλαδή 228% του ΑΕΠ), που μάλιστα ήταν το δεύτερο πιο διευρυνόμενο χρέος στον κόσμο. Και σε μια διεθνή συγκυρία όπου η κλιματική κρίση, οι κοινωνικές ανισότητες και η ένταση στις σχέσεις των ΗΠΑ με την Κίνα[13] κυρίως και δευτερευόντως με τη Ρωσία μπορεί να οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και, τέλος, σε μια συγκυρία όπου υπάρχει διαρκής υποχώρηση της οικονομικοπολιτικής θέσης της ΕΕ.
Όμως αυτό δεν είναι κάτι που πρέπει να μας τρομάζει. Σχεδόν όλες οι χώρες και οι περιοχές αντιμετώπισαν κάποια στιγμή στην ιστορία τους οικονομική κρίση ή φυσικές καταστροφές (πυρκαγιές, σεισμούς, πλημμύρες κτλ.). Αυτό που πρέπει να μας τρομάζει είναι η αδυναμία να αντιμετωπίζουμε τέτοιου είδους προκλήσεις.
Στη σημερινή συγκυρία υπάρχουν πολλοί διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ, το «μαξιλάρι» των 37 δισ. που άφησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ) που μπορούν να βοηθήσουν να σχεδιαστεί μια ουσιαστική αλλαγή πορείας προς μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη. Επομένως, το πρόβλημα της ορθής κατανομής τους καθίσταται οξύτερο. Αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου προγραμματισμού για τη χώρα, και βέβαια για τις συγκεκριμένες περιοχές που επλήγησαν, ώστε να τεθούν οι προτεραιότητες και οι τρόποι αντιμετώπισής τους μετά από εκτενή διαβούλευση[14]. Αναμφίβολα, χρειάζεται δυνατότητα ενσωμάτωσης της επιστημονικής γνώσης για την κατανόηση των προβλημάτων και των επιλογών για την επίλυσή τους.[15] Δεν υπάρχουν περιθώρια για επικοινωνιακά κόλπα, χρειάζεται συνεννόηση με τα πολιτικά κόμματα αλλά και με τις δυνάμεις τις κοινωνίας.
Η χώρα μας και γενικότερα η Μεσόγειος, βρίσκεται δυστυχώς στην παγκόσμια αρνητική πρωτοπορία των κλιματικών μεταβολών σύμφωνα και με την πρόσφατη σχετική έκθεση του ΟΗΕ, οπότε τα περιθώρια καθυστερήσεων που διαθέτουμε ελαχιστοποιούνται. Η πατρίδα μας οφείλει να ηγηθεί των προσπαθειών για την κλιματική αλλαγή, συνάπτοντας κατάλληλες συμμαχίες και ενεργοποιώντας υπνώττοντα ανακλαστικά, ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για την επιβίωση της. Αυτή η προσπάθεια υπερβαίνει κατά πολύ τις δυνάμεις αλλά και την διάρκεια κάθε κοινοβουλευτικής κυβέρνησης, με αυξημένο εκ των πραγμάτων το ρόλο της εθνικής αντιπροσωπείας, έτσι ώστε η δασοπροστασία να αποκτήσει μόνιμα και επιστημονικά τεκμηριωμένα χαρακτηριστικά, ενώ βέβαια κρίσιμη θα πρέπει να αποβεί επί του προκειμένου και η συμβολή της κοινωνίας των πολιτών, σε θέση συνοδηγού, αντίθετα ακριβώς με τις τρέχουσες προθέσεις για την εκχώρηση αυτής της θέσης στην ιδιωτική επιχειρηματική πρωτοβουλία, η οποία μόνο πολύ συμπληρωματικό ρόλο -και αν- μπορεί να διαδραματίσει επ΄αυτού.
Πρέπει να αναδειχθεί ένας συνδυασμός ισχυρής πολιτικής βούλησης και κοινωνικής συναίνεσης (αλλά και κατ’ ελάχιστον πολιτικής συνεννόησης) για την επίτευξη των απαραίτητων μεγάλων αλλαγών. Η αξιωματική αντιπολίτευση, και γενικότερα η αντιπολίτευση, έδειξε να κατανοεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη να αντιμετωπιστούν τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν σε αυτή την καταστροφή. Αναμένουμε από τη σημερινή κυβέρνηση να προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση, και να δράσει μόνο μετά από τον ενδελεχή διάλογο με την κοινωνία και τα πολιτικά κόμματα.
[1] Γιατί κατάλαβαν πως η «εντολή –αντί του «σχεδίου – εκκένωσης»- καταλήγει σε «εντολή εγκατάλειψης».
[2] Σημειώνουμε ενδεικτικά πως το κόστος των πυρκαγιών της Καλιφόρνιας το 2018 για μια καμένη έκταση περίπου 7,7 εκατ. στρεμμάτων ήταν σχεδόν 150 δισ. δολάρια (Nature – sustainability shorturl.at/artFW).
[3] https://ecopress.gr/wp-content/uploads/porisma.pdf
[4] Ας θυμηθούμε όμως πως η «κλιματική αλλαγή» δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά ανθρωπογενές. Η ανθρώπινη παρέμβαση την προκαλεί, και μόνο με ανθρώπινη παρέμβαση μπορεί να σταθεροποιηθεί ή, σε κάποιες περιπτώσεις, και να αντιστραφεί.
[5] Π.χ. ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ σε άρθρο του συσχετίζει τη νομοθεσία υπέρ των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων –ως ύβρι, που έφερε την κάθαρση– με τη μορφή των καταστροφικών πυρκαγιών.
[6] Η Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) Climate Change 2021: the Physical Science Basis, που εγκρίθηκε στις 9.8.21 από 195 κυβερνήσεις-μέλη, είναι άκρως ανησυχητική. Επισημαίνει πως πολλές από τις αλλαγές που παρατηρούνται στο κλίμα είναι προφανείς σε χιλιάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, και μερικές από τις αλλαγές που έχουν ήδη δρομολογηθεί –όπως η συνεχιζόμενη άνοδος της στάθμης της θάλασσας– θα είναι μη αναστρέψιμες για εκατοντάδες έως χιλιάδες χρόνια.
[7] Όπως σημειώνει ο πρώην υπουργός Γ. Μαγκριώτης: «Το πιο βασικό εργαλείο των ευρωπαϊκών χωρών είναι η πρόληψη, όπως και ο σωστός συντονισμός των δημόσιων υπηρεσιών, τα συγκροτημένα και εκπαιδευμένα τμήματα των εθελοντών και φυσικά γενικά και ειδικά σχέδια, άμεσα εφαρμόσιμα και γνωστά στους ανθρώπους που θα επωμισθούν την ευθύνη της υλοποίησής τους» (shorturl.at/lprQU).
[8] Δεν μπορούμε εδώ να αγνοήσουμε και την κακή κατανομή τους, όπως π.χ. εκφράστηκε μέσα από τη δημιουργία αστυνομίας για τα πανεπιστήμια, όταν η πρόσληψη αντίστοιχου αριθμού πυροσβεστών και εν γένει εργαζομένων στη δασική προστασία θα είχε πολλαπλάσια οφέλη, ή πάλι αν σκεφτούμε τα εκατομμύρια που δόθηκαν στα ΜΜΕ εν είδει ενίσχυσης, υποτίθεται, για την ενημέρωση περί πανδημίας και την άρνηση παραχώρησης ακόμα και του ενός δεκάτου του αιτηθέντος ποσού για πυροπροστασία, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται αναγκαστικά πλέον ο Προϋπολογισμός με ποσά έως και εκατονταπλάσια από όσα είχαν αρχικά ζητηθεί.
[9] Το 2015 δασικοί χάρτες υπήρχαν μόλις για το 1% της έκτασης της χώρας. Τον Μάιο του 2019 είχε αναρτηθεί το 55% της έκτασής της σε δασικούς χάρτες και είχε κυρωθεί το 44%. Σύμφωνα με τον προγραμματισμό της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, το 2020 θα είχε ολοκληρωθεί η ανάρτηση όλων των χαρτών της χώρας και θα είχε κυρωθεί η συντριπτική τους πλειοψηφία. Όμως η κυβέρνηση της ΝΔ ακύρωσε ουσιαστικά όλους τους δασικούς χάρτες για να «αναμορφωθούν» και να αναρτηθούν εκ νέου.
[10] Γεωργόπουλος Δ., Λαμπριανίδης Λ. (2021). Θέλουμε ανάπτυξη; Μια βιωματική εμπειρία με ιστορικές και θεωρητικές αναφορές, εκδόσεις Ποταμός.
[11] Τη χαρακτηριστική αυτή φράση πρωτοχρησιμοποίησε πιθανόν το 1886 ο «εθνικός» μας ιστορικός Κ. Παπαρρηγόπουλος, αναφερόμενος γενικά στον τρόπο διαχείρισης της χώρας κατά τα χρόνια μετά το θάνατο του Καποδίστρια, για να επανέλθουν συχνά σ’ αυτόν και μεταγενέστεροι, όπως π.χ. το 1913 ο Βλάγκαλης, μεγάλος οικονομικός παράγοντας της εποχής, που έγραφε: «Εάν ήθελε τις να χαρακτηρίσει δι’ ενιαίου γενικού χαρακτηρισμού τον λόγο της αποτυχίας της ανάπτυξης, θα ηδύνατο να είπει ότι η καθόλου έλλειψις συστήματος … η απουσία σχεδίου μελετημένου, η εική και ως έτυχε συμπτωματική πρόνοια, ο τυφλός εμπειρισμός, ο συμπτωματισμός, υπήρξε … ο σκόπελος καθ’ ου το ζήτημα της ενθαρρύνσεως της εθνικής βιομηχανίας ισχυρώς προσέκοψε», και λίγο πιο μετά, το 1920, ο Καλιτσουνάκης, καθηγητής οικονομικών και υπουργός Οικονομίας. Είναι πραγματική πρόκληση να χρησιμοποιηθεί η φρασεολογία του Βλάγκαλη για τις τρέχουσες επισημάνσεις ανεπαρκειών για τις πυρκαγιές, δεν θα χρειαζόταν σχεδόν καμία αλλαγή…
[12] Τον υπενθυμίζουμε: η προσφορά δημιουργεί τη ζήτησή της, και επομένως δεν τίθεται θέμα γενικής υπερπαραγωγής. Και βεβαίως εδώ η προσφορά είναι η παρουσία των δασικών πυρκαγιών…. Κάθε αγορά γενικότερα επιδιώκει την επέκταση και μεγέθυνσή της, τα κεφάλαια που επενδύονται εκεί επιδιώκουν την αέναη συσσώρευσή τους. Ποια θα είναι όμως η αναπτυσσόμενη αγορά επί του προκειμένου, αν όχι η αύξηση των πυρκαγιών; Και ποια θα είναι, συνεπώς, τα κίνητρα των εταιριών που θα συμμετέχουν: η αποτελεσματική πρόληψη ή η εκ των υστέρων καταστολή;
[13] Εξαιτίας της διαδικασίας απεμπλοκής (decoupling) από την οικονομική εξάρτηση από την Κίνα.
[14] Η αποτυχημένη κατανομή πόρων έγινε ιδιαίτερα εμφανής με τις πυρκαγιές. Αντί να διατεθούν «προμηθεϊκά» μερικά εκατομμύρια που ζητήθηκαν, θα διατεθούν «επιμηθεϊκά» ποσά που θα προσεγγίσουν ή θα υπερβούν το δισεκατομμύριο.
[15] Είναι χαρακτηριστικές οι επισημάνσεις με τις οποίες η WWF καταρρίπτει διάφορους μύθους, όπως ότι πρέπει να ξεκινήσει δενδροφύτευση αμέσως ή ότι πρέπει να βγάλουμε τα πεύκα και να βάλουμε άλλα δέντρα (https://shortest.link/Eae0).
25.08.2021