Αγωνίστηκε, μάτωσε, πάλεψε, αντιστάθηκε, ένωσε και δίχασε. Εγραψε τις μουσικές της ζωής μας. Εκανε τέχνη την εθνική μας ψυχή, μελοποίησε την ήττα και την νίκη του λαού, μας συγκλόνισε, μας απογείωσε και, κάποτε, μας θύμωσε. Λύτρωσε και λυτρώθηκε μέσα από τις μεγάλες αντιφάσεις – τις αντιφάσεις της εποχής του, τις αντιφάσεις τις δικές του και της Αριστεράς.
Ο,τι κι εάν έγινε, κι ό,τι κι εάν έκανε, o Mίκης Θεοδωράκης διάλεξε να φύγει ως κομμουνιστής. Στο τέλος γύρισε στα «Μεγάλα Μεγέθη». Τα είπε όλα στην επιστολή που είχε αφήσει, ως ύστερη παρακαταθήκη, από τον περασμένο Οκτώβρη στον γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα.
«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Έτσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομουνιστής», του έγραψε.
Τα υπόλοιπα, μπορεί και να τα είχε πει ο Μίμης Ανδρουλάκης, ένας άνθρωπος που έζησε τον Μίκη όσο λίγοι. Κλείνοντας το βιβλίο του, το «Σαλός Θεού – Ο Μυστικός Μίκης» γράφει ότι κάποτε, στα 93 του χρόνια πια, τον ρώτησε εάν θα άλλαζε κάτι από την πορεία του.
Ο Μίκης δεν απάντησε, πέρασε λέει λίγη ώρα, και μετά τον άκουσε να μονολογεί: «Δεν ξέρουν πόσο δύσκολο είναι να είσαι ταυτόχρονα δημιουργός, στις κορυφές της τέχνης, και ταυτόχρονα μαχόμενος πολιτικός πρώτης γραμμής».
Ο ίδιος ο Μίμης Ανδρουλάκης είχε επίσης πει ότι «”Σαλός Θεού” είναι ο Μίκης. Ο Τρελός του Θεού. Αυτός που αντλεί το δικαίωμα από τα αδικημένα πλάσματα του Θεού για να σταθεί ως ίσος προς ίσον απέναντι σε όποια εξουσία, απέναντι στον ίδιο το Θεό.»
«Ο Μίκης», έλεγε, «είναι στροβιλισμός. Ενας ιλλιγγιώδης στροβιλισμός που δεν ξεχωρίζεται η πολιτική, ο έρωτας, το μυθολογικό, το παιγνιώδες στοιχείο. Κι είναι μέγας αλληγορικός. Προσέξτε, όταν ακούτε τις δηλώσεις του ποτέ μην τις παίρνετε της μετρητής. Λέει ότι δεν λέει. Και δεν λέει ότι λέει.
Για μένα ο Μίκης είναι ο τυφλός Οιδίπους επί Κολωνώ της εποχής μας».
Αυτό τον στροβιλισμό είναι που χρωστάμε, και θα χρωστάμε για πάντα, στον Μίκη.
Του χρωστάμε γιατί μαζί του έφερε, και πήρε, «μια εποχή που η αριστερά ήξερε ότι η τέχνη λέει το ανείπωτο», όπως έγραψε ο Νίκος Κοτζιάς.
Του χρωστάμε γιατί ακόμη κι οι πιο μεγάλες του αντιφάσεις ήταν μια τρέλα ελευθερίας. Και γιατί πάντα, ακόμη και στις πιο μεγάλες στιγμές της δημιουργίας του, ήταν ο συνθέτης των μαζών και του λαού και όχι μιας, μυημένης ή μη, ελίτ.
Πάνω απ’ όλα του χρωστάμε για εκείνο που έγραψε ο Φοίβος Δεληβοριάς, περιγράφοντας μια κουβέντα και μια διαδρομή μαζί του.
«Γυρνώντας στο σπίτι του», έγραψε, «περνώντας απ’του Μακρυγιάννη, μου διηγήθηκε –έτσι όπως ποτέ δεν τα έγραψε- τα δικά του Δεκεμβριανά. Είχε πάλι τόση ζωντάνια και τόσο παράπονο ο λόγος του, που αισθάνθηκα σα να παίζω στο φινάλε του «Αποκάλυψη Τώρα». Σα να είμαι με τον -μεγαλύτερο από τη Ζωή- συνταγματάρχη Κουρτς και να προσπαθώ να αποκρυπτογραφήσω το νόημα της ανείπωτης ελευθερίας του, της βουτηγμένης στο αίμα και στην ομορφιά. Όταν το βράδυ γύρισα στο σπίτι μου, αισθανόμουν πως η όποια ελευθερία των σημερινών επιλογών μου, η Δημοκρατία στην οποία ζούσα, έγραφα και ανέπνεα, οφειλόταν στην τρελή θυσία της γενιάς του».
Γονατίζουμε, υποκλινόμαστε και ευγνωμονούμε. Και χάρις στην γενιά του Μίκη πάντα ελπίζουμε ότι «όπου να ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»…