Το γενικό θεωρητικό πλαίσιο εντός του οποίου επιχειρείται η διεξαγωγή του βιβλίου «Ισλάμ και κομμουνιστικό κίνημα στην Τουρκία κατά τον 20ό αιώνα», δομείται από την πορεία ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στην τουρκική κοινωνία κατά τον 20ό αιώνα και την ανάπτυξη εντός αυτής, του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Επομένως την ανάπτυξη αρχικά όλων των μορφών πάλης της εργατικής τάξης σε μια αστική κοινωνία από την κατώτερη οικονομική έως την ανώτερη πολιτική πάλη, και εν συνεχεία την ανάπτυξη της πολιτικής πρωτοπορίας η οποία καθοδηγεί το εργατικό κίνημα, έχοντας αντικειμενικό της σκοπό, την ανατροπή της αστικής τάξης και της εξουσίας της, με επαναστατικές διαδικασίες, το κομμουνιστικό κόμμα.
Του Αναστάσιου Φέκα
Η τουρκική κοινωνία όμως, και οφείλουμε να το διευκρινίσουμε αυτό, δεν συγκρίνεται εύκολα με τις δυτικές κοινωνίες, καθώς οι μορφές της ταξικής πάλης που λαμβάνει χώρα εντός της, χαρακτηρίζονται και διαμορφώνονται, από την παρέμβαση παραγόντων και κοινωνικών δυνάμεων όπως οι Ενοπλες Δυνάμεις, η γραφειοκρατία αλλά και το Ισλάμ, μέσω οργανώσεων και πολιτικών κομμάτων. Κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες εργαλειοποιούνται, και εργαλειοποιούν, από, και την, άρχουσα τάξη, ώστε να καταστείλουν ή να ενσωματώσουν το εργατικό κίνημα, έχοντας μεταξύ τους ταυτόχρονα όμοια και συγκρουόμενα υλικά και ιδεολογικά συμφέροντα.
Επομένως η έρευνά μας διαρθρώνεται μεταξύ των δύο κύριων ερωτημάτων. Αρχικά τους τρόπους μέσω των οποίων η πορεία ανάπτυξης του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος, κυρίως κατά την διάρκεια από την ίδρυση του σύγχρονου τουρκικού κράτους έως και τα τέλη του 20ού αιώνα, πραγματοποιήθηκε στο έδαφος μιας μουσουλμανικής κοινωνίας και ενός κοσμικού κράτους και εν συνεχεία τις διαδικασίες εντός των οποίων δημιουργήθηκε στην σύγχρονη τουρκική κοινωνία, κατά τον 20ό αιώνα, το εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα, τις συνθήκες μέσα από τις οποίες έδρασε, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία, στην διάρκεια της ταξικής πάλης της περιόδου που μελετούμε, απέκτησε, την αντιπαράθεση του με τον Κεμαλισμό και το πολιτικό Ισλάμ, την ιστορική κατάληξη της σύγκρουσης και τα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά αποτελέσματα αυτής της κατάληξης.
Περιδιαβαίνοντας λοιπόν ολόκληρο τον 20ό αιώνα, το βιβλίο καταλήγει στο ερώτημα: εξαιτίας ποιών αιτιών, ενώ υφίσταντο ώριμες, σχετικά με το παρελθόν, υποκειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες αμφισβήτησης της αστικής αστικής εξουσίας, το τουρκικό εργατικό κίνημα, κυρίως της δεκαετίας του 1970, αδυνατεί να ανατρέψει την εξουσία του ξένου και του τουρκικού κεφαλαίου στην χώρα, και αντ΄ αυτής της πιθανότητας, ηττάται με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980;
Οι αιτίες αυτού του τραγικού γεγονότος, αναζητούνται ιστορικά, επομένως στις απαρχές του κομμουνιστικού κινήματος στην Τουρκία, και των διαρκών ιδεολογικών και στρατηγικών αδυναμιών του. Θεωρείται γεγονός πως η πολιτική πρωτοπορία του εργατικού κινήματος της χώρας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας και οι υπόλοιπες αριστερές πολιτικές οργανώσεις, όπως το Εργατικό Κόμμα Τουρκίας και η Υön, οι οποίες παρενέβαιναν στο εργατικό κίνημα της χώρας, σ΄όλη την ιστορική του διαδρομή, παρέμεναν μακριά από την πραγματικότητα της κοινωνίας, στην οποία προσπαθούσαν να εκπροσωπήσουν τα ιδανικά του κομμουνισμού.
Η αποτυχία τους αυτή, ταυτισμένη με την ίδια την πορεία της τουρκικής κοινωνίας στον 20ό αιώνα, αποτυπώνονταν στον στρεβλό και συγκεχυμένο τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι κομμουνιστές, από τα πρώτα χρόνια ύπαρξης και δράσης τους στο τουρκικό κράτος, ανέλυσαν την σχέση και την συμβολή του κεμαλιστών, της γραφειοκρατίας και του στρατεύματος, στον αστικό εκσυγχρονισμό και την διαδικασία εκκοσμίκευσης της τουρκικής κοινωνίας, ενάντια στην εξάρτηση αυτής από τον δυτικό κόσμο, και την επιρροή της θρησκείας του σουννιτικού Ισλάμ σε εκείνη.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το γεγονός πως, παρά την ιδιαιτερότητα την οποία κατείχε η Τουρκία , ύστερα από την ανάληψη της εξουσίας από τους κεμαλιστές και την ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας, να αποτελεί δηλαδή την μοναδική μουσουλμανική χώρα, στην οποία η θρησκεία να καθίσταντο θεσμός, νομικά διαχωρισμένος από το κράτος, εφόσον το Ισλάμ δεν έχει θέση σε μια εκδυτικισμένη κοινωνία, όπως προσπάθησαν να μετασχηματίσουν οι κεμαλιστές την τουρκική κατά την περίοδο διακυβέρνησης τους, η σχέση είτε αντιπαλότητας είτε ιδεολογικής συμμαχίας μεταξύ Κοσμικότητας και Ισλάμ, προσδιορίζονταν από την εκάστοτε ιστορική στιγμή, και τις αντικειμενικές ανάγκες της τουρκικής αστικής τάξης, τις οποίες επέβαλλε αυτή.
Επομένως η πολιτική νίκη του Ισλάμ έναντι του Κεμαλισμού, επικυρωμένη με την άνοδο του AKP στην διακυβέρνηση της Τουρκίας, το 2002, με την εκλογική στήριξη της αστικής τάξης και των αγροτικών – μικροαστικών στρωμάτων της Ανατολίας καθώς και του προλεταριάτου των αστικών κέντρων της χώρας, ήταν το αποτέλεσμα μίας σειράς ιστορικών γεγονότων, των οποίων θεμέλιος λίθος ίσως ήταν η άνοδος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος κυρίως κατά τις δεκαετίες 1960 και 1970.
Η ήττα του τελευταίου από την κοινή δράση του Κεμαλισμού και των ισλαμικών οργανώσεων της χώρας το 1980, άφησε το περιθώριο, έπειτα από την συντριβή του κοινού τους αντιπάλου, ώστε να επέλθει η ρήξη στις σχέσεις των δύο τελευταίων, και των οικονομικών, ιδεολογικών και κοινωνικών συμφερόντων τα οποία αυτοί εκπροσωπούσαν.
Η σύγκρουση αυτή, τουλάχιστον σχετικά με τα συμπεράσματα του προαναφερόμενου βιβλίου, μέσω και της συμβολής ενός μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινωνίας σ΄εκείνη, ανέδειξε νικητή το Ισλάμ.
Αναστάσιος Φέκας, απόφοιτος του τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών