Νοτιοδυτικά της Κρήτης η αφρικανική πλάκα βυθίζεται κάτω από την ευρασιατική πλάκα την οποία και ανυψώνει το νησί στο βάθος των αιώνων.
Σεισμολόγοι, γεωφυσικοί, γεωλόγοι μελετούν τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία και κάνουν ειδικές μελέτες στις τεκτονικές πλάκες βρίσκοντας διαρκώς νέα στοιχεία. Το σίγουρο είναι πως συμφωνούν στην εκτίμηση πως οι τρεις μέγα σεισμοί του 365μ.Χ., του 1303 και του 1856 “τσαλάκωσαν” τον πυθμένα της Μεσογείου, ανύψωσαν μέχρι και 9 μέτρα το δυτικό κομμάτι της Κρήτης ενώ ο πρώτος προκάλεσε τσουνάμι που ισοπέδωσε τα παράλια της Αιγύπτου, της Τυνησίας αλλά και άλλων χωρών της Μεσογείου.
Ο μεγαλύτερος σεισμός στην ιστορία της Κρήτης (πριν γίνει Κρήτη) έγινε αιώνες πριν, αλλά ήταν τόσο ισχυρός που προξένησε ανυπολόγιστες καταστροφές, τσουνάμι αλλά και ανύψωση της δυτικής πλευράς του κατά 9 μέτρα.
Συγκεκριμένα, ο σεισμός στην Κρήτη το 365 μ.Χ. έλαβε χώρα κατά την ανατολή του Ηλίου τις 21 Ιουλίου 365 με επίκεντρο κοντά στις ακτές της δυτικής Κρήτης.
Ο σεισμός υπολογίζεται ότι είχε μέγεθος μεγαλύτερο από 8 στην κλίμακα Ρίχτερ, περίπου μεταξύ 8,3 και 8,7 ρίχτερ, γεγονός που τον κατατάσσει ως τον ισχυρότερο σεισμό που έχει καταγραφεί στη Μεσόγειο.
Ο σεισμός προκάλεσε εκτεταμένες καταστροφές στην κεντρική και νότια Ελλάδα, στην Λιβύη, στην Μικρά Ασία και την Αίγυπτο.
Σχεδόν όλες οι πόλεις της Κρήτης καταστράφηκαν από το σεισμό. Το σεισμό ακολούθησε ένα τσουνάμι που προξένησε καταστροφές σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στο Δέλτα του Νείλου και την Αλεξάνδρεια, όπου σκότωσε χιλιάδες και έφτασε σχεδόν 3 χιλιόμετρα στην ενδοχώρα.
Επίσης προκάλεσε την ανύψωση της δυτικής Κρήτης μέχρι και 9 μέτρα. Ο σεισμός είχε μεγάλο αντίτυπο στους ανθρώπους στο τέλος της αρχαιότητας και αναφέρεται από μεγάλο αριθμό έργων διαφόρων συγγραφέων.
Ο σεισμός προκάλεσε τσουνάμι το οποίο προξένησε πολλές καταστροφές σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, ιδίως στην Κρήτη και το δέλτα του Νείλου.
Στην νοτιοδυτική Κρήτη τα κύματα από το σεισμό υπολογίζεται ότι είχαν ύψος 12 μέτρων.
Το ύψος των κυμάτων ήταν μεγάλο και στο δέλτα του Νείλου, όπου υπολογίζεται ότι στην Αλεξάνδρεια έφτασε τα 9,5 μέτρα, ενώ σε γειτονικές πόλεις 7,1, 4,9 και 2 μέτρα.
Στην Αλεξάνδρεια τα νερά αρχικά υποχώρησαν και έτσι κάτοικοι της πόλης πήγαν να μαζέψουν ψάρια και άλλα ζώα εκεί όπου πριν ήταν η θάλασσα. Τα νερά επέστρεψαν με τόσο μεγάλη ορμή ώστε μετέφεραν μεγάλα πλοία στις οροφές σπιτιών, ενώ άλλα πλοία βρέθηκαν σχεδόν τρία χιλιόμετρα στην ενδοχώρα.
Ο Αμμιανός Μαρκελλίνος υπολόγισε πως περίπου 10.000 άνθρωποι πέθαναν μόνο στην Αλεξάνδρεια.
Αναλυτικά ο Μαρκελλίνος αναφέρει:
Tρομερή καταστροφή ξέσπασε ξαφνικά σ΄ολόκληρο τον (τότε γνωστό) κόσμο, παρόμοια της οποίας δεν βρίσκει κανείς πουθενά, ούτε στους θρύλους ούτε στα αληθινά ιστορικά γεγονότα. Λίγο μετά το πρώτο φως της αυγής, αφού προηγήθηκαν βροντές και αστραπές, ολόκληρη η Γη συνταράχθηκε. Η θάλασσα αποσύρθηκε και τα νερά της τραβήχτηκαν σε τέτοια έκταση ώστε ο βυθός της αποκαλύφθηκε. Μπορούσε, έτσι, κανείς να δει χωμένα βαθιά στη λάσπη πολλά θαλάσσια όντα και πολλές οροσειρές και κοιλάδες που, ενώ ήταν πάντοτε σκεπασμένες με νερό, έγιναν ορατές καθώς έπεφταν πάνω τους για πρώτη φορά οι ακτίνες του ήλιου.
Πολλά πλοία εξώκειλαν και πολλοί άνθρωποι περιπλανώνταν στα λίγα νερά που έμειναν μαζεύοντας ψάρια και άλλα θαλάσσια όντα, αλλά τα θαλάσσια κύματα επανήλθαν υπερυψωμένα και όρμησαν πάνω στα αβαθή νερά, στα νησιά και σε εκτεταμένες στεριές ισοπεδώνοντας πολλά κτίρια ή οτιδήποτε συναντούσαν στο δρόμο τους. Τεράστιες ποσότητες νερού φόνευσαν, κατά την επιστροφή τους, πολλές χιλιάδες ανθρώπων. Όταν η μανία των νερών κόπασε, φάνηκαν μερικά κατεστραμμένα πλοία και πτώματα ναυαγών. Μερικά μεγάλα πλοία είχαν εκσφενδονιστεί από το κύμα στις στέγες σπιτιών, όπως συνέβη στην Αλεξάνδρεια, και άλλα σε απόσταση μέχρι δύο μίλια μέσα στην ξηρά.
Η καταστροφή που προκλήθηκε στην Αλεξάνδρεια ήταν τέτοια, ώστε η ημερομηνία του σεισμού αναφερόταν μέχρι τα τέλη του 6-ου αιώνα ως η «ημέρα του τρόμου».
Η καταστροφή του Ηρακλείου
Ο δεύτερος μεγάλος σεισμός που καταγράφηκε στην Κρήτη ήταν το 1303 την αυγή της 8ης Αυγούστου. Είχε εκτιμώμενο μέγεθος περίπου 8 Ρίχτερ και προκάλεσε μεγάλο τσουνάμι που προκάλεσε σοβαρές ζημιές και απώλειες ζωών στην Κρήτη και στην Αλεξάνδρεια. Ο σεισμός και το τσουνάμι καταγράφονται ως έχοντα καταστροφικές επιπτώσεις στο Ηράκλειο της Κρήτης. Λεπτομερείς πληροφορίες διατίθενται από αναφορές εκπροσώπων του Ηρακλείου (τότε λέγονταν Κάντια ή Χάνδακας) προς την ενετική διοίκηση, γραμμένες την ημέρα του σεισμού και είκοσι ημέρες αργότερα. Περιγράφουν την έκταση των ζημιών στα κύρια δημόσια κτίρια του Χάνδακα και κάστρα σε ολόκληρο το νησί. Οι εκθέσεις αναφέρουν επίσης ότι τα περισσότερα θύματα ήταν γυναίκες και παιδιά, χωρίς να δίνουν αριθμούς.
Ζημιές στο κάλυμμα της Μεγάλης Πυραμίδας
Υπήρξαν επίσης μαζικές πλημμύρες στην Αλεξάνδρεια. Πολλά πλοία καταστράφηκαν, μερικά από αυτά έφτασαν τα 3 χιλιόμετρα ενδοχώρα. Η πόλη λιμάνι της Άκρα, στις ακτές της Λεβαντίνης, επηρεάστηκε επίσης, κτίρια καταστράφηκαν και οι άνθρωποι πέθαναν. Στην Αίγυπτο ο σεισμός προκάλεσε σοβαρές ζημιές στο Κάιρο, αποσυναρμολογώντας μεγάλο μέρος καλύμματος από λευκό ασβεστόλιθο της Μεγάλης Πυραμίδας και πτώση μιναρέδων σε πολλά τζαμιά. Στην Αλεξάνδρεια τα τείχη της πόλης καταστράφηκαν κυρίως και ο Φάρος της Αλεξάνδρειας υπέστη σοβαρές ζημιές.
Το τόξο μεταξύ Κρήτης και Ρόδου
Αν και η ακριβής τοποθεσία του επίκεντρου είναι αβέβαιη, είναι γενικά αποδεκτό ότι ο σεισμός διέρρηξε το ανατολικό τμήμα του ελληνικού τόξου μεταξύ Κρήτης και Ρόδου. Ο σεισμός προκάλεσε ζημιές σε μεγάλη έκταση, συμπεριλαμβανομένων της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Ρόδου, του Καΐρου, της Άκρας, της Δαμασκού, της Αντιόχειας και της Κύπρου και έγινε αισθητή τόσο μακριά όσο η Κωνσταντινούπολη, 1.000 χιλιόμετρα και πιθανώς την Τύνιδα (1.500 χιλιόμετρα). Το ακριβές μέγεθος είναι άγνωστο, αλλά εκτιμάται ότι ήταν περίπου 8.0 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ.
30 Σεπτεμβρίου 1856: 7,7 Ρίχτερ ισοπεδώνουν το Ηράκλειο – Σκοτώθηκαν 538
Ξημέρωμα Κυριακής 30 Σεπτεμβρίου 1856, χτύπησαν την Κρήτη 7,7 Ρίχτερ! Συνολικά σε όλο το νησί βρήκαν το θάνατο 538 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 637. Κυρίως επλήγη το Ηράκλειο, όπου ήταν το επίκεντρο.
Από τα 3.620 σπίτια 18 μόνο έμειναν όρθια και κατοικήσιμα. Ισοπεδώθηκε το χωριό Βούτες, όπου σκοτώθηκαν 42 άνθρωποι, ενώ νεκροί υπήρξαν ακόμη και γύρω από τα Χανιά.
Ήταν 2.45’ της νύκτας του Σαββάτου προς την Κυριακή, όταν η πολιτεία και οι ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες αλλά και τον τρόμο της Τουρκοκρατίας κάτοικοι, πετάχτηκαν πανικόβλητοι από το χτύπημα του Εγκέλαδου. Δεν πρόλαβαν όλοι να βγουν από τα χαμόσπιτα της πόλης. Εκατοντάδες σκοτώθηκαν από την τρομερή δόνηση που διήρκεσε 3 λεπτά της ώρας!
Συνολικά σε όλη την Κρήτη βρήκαν το θάνατο 538 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 637, σύμφωνα με τα στοιχεία του Νικολάου Σταυράκη, του κατόπιν γενικού γραμματέα της διοίκησης του νησιού, ο οποίος, δεκάχρονο παιδί, έζησε το σεισμό και τραυματίστηκε μάλιστα.
Η δόνηση ήταν από τις σφοδρότερες που χτύπησαν ποτέ το νησί. Οι Βασίλης και Κατερίνα Παπαζάχου στο βιβλίο τους για τους σεισμούς της Ελλάδας υπολόγισαν ότι το μέγεθός του ήταν 7,7 ρίχτερ και το επίκεντρο το Ηράκλειο. Γι αυτό και η πόλη μέτρησε τόσες καταστροφές, εκτός από τους νεκρούς: από τα 3.620 σπίτια 18 μόνο έμειναν όρθια και κατοικήσιμα. Ισοπεδώθηκε το χωριό Βούτες, όπου σκοτώθηκαν 42 άνθρωποι, ενώ νεκροί υπήρξαν και γύρω από τα Χανιά.
Στο Ηράκλειο, το μέγαρο του Μουσταφά Πασά, που ήταν ξύλινο, δεν έπαθε ζημιές κι ο Τούρκος αξιωματούχος το μετέτρεψε σε νοσοκομείο για την περίθαλψη των τραυματιών. Τα μαγαζιά της αγοράς, που ήταν ξύλινα και χαμηλά κτίσματα, δεν καταστράφηκαν από τη δόνηση. Όμως προκλήθηκε πυρκαγιά από την τριβή των σπίρτων, λόγω της δόνησης, και αποτεφρώθηκαν 48 από αυτά.
Οι βενετσιάνικοι ναοί, που οι Τούρκοι τους είχαν μετατρέψει σε τζαμιά, έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές. Ο Άγιος Τίτος, το Βεζίρ-Τζαμί της Τουρκοκρατίας, γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε το 1869, μετά την επανάσταση, με διαταγή του Μεγάλου Βεζύρη Ααλή – Πασά. Ο φιλόλογος Λευτέρης Αλεξίου σε ένα ιστορικό κείμενο του 1948 στα «Νέα Χρονικά», σημειώνει ότι ο Ααλής έδωσε τη διαταγή της ανοικοδόμησης του Αγίου Τίτου, που πήρε πλέον τη σημερινή του μορφή, ως αντίρροπο του μεγαλοπρεπούς ναού του Αγίου Μηνά τον οποίο οι Έλληνες οικοδομούσαν από το 1862.
Σοβαρές ζημιές έπαθε και ο ναός του Αγίου Μηνά, η παλιά και πολύ μικρότερη εκκλησία που υπήρχε στην ίδια σημερινή θέση, ενώ σώθηκε η Δημοτική Σχολή, στην οποία κατέφυγαν για να σωθούν πολλές χριστιανικές οικογένειες που έμειναν άστεγες. Ο Λ. Αλεξίου σημειώνει ότι το κτίριό της βρισκόταν βόρεια του Αγίου Μηνά, όπου και κατά τον 20ο αιώνα λειτουργούσε σχολείο, και κατεδαφίστηκε πιθανότατα πριν την κατοχή «χωρίς αποχρώντα λόγο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά.
Στο μεγάλο σεισμό του 1856 έπεσαν ακόμη τα τελευταία λείψανα της μονής του Αγίου Φραγκίσκου, που οι Τούρκοι είχαν μετατρέψει σε Χουνκιάρ (αυτοκρατορικό) τζαμί. Βρισκόταν στη θέση όπου χτίστηκε το πρώτο μουσείο της πόλης και όπου σήμερα υπάρχει το αρχαιολογικό μουσείο. Το βενετσιάνικο μοναστήρι, που είχε «τραυματιστεί» και από άλλους σεισμούς, με πρώτο αυτό του 1508, χάθηκε οριστικά εκείνο το βράδυ του 1856 και μόνο μερικές θολές φωτογραφίες του παρελθόντος αλλά και σκίτσα καλλιτεχνών της εποχής υπάρχουν για να μας το θυμίζουν.
Όπως αναφέρει ο Giuseppe Gerola στο έργο του «Βενετικά μνημεία της Κρήτης» (τόμος 2ος) που κυκλοφόρησε το 1993 στα ελληνικά σε μετάφραση του Στέργιου Σπανάκη, «αφού κατερειπώθηκε ο ναός με το σεισμό με το σεισμό του 1856, κατεδαφίστηκε ολοκληρωτικά από την Τουρκική Κυβέρνηση, ύστερα από το 1867, είτε για να χρησιμοποιήσει τα μάρμαρα στο καινούργιο Βεζίρ τζαμί (σ.σ. τον Άγιο Τίτο), είτε για να τα πουλήσει (σ.σ. πολλά στοιχεία, πέτρες ή μάρμαρα, χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια στο κτίσιμο άλλων κτισμάτων στο Ηράκλειο), είτε για να χρησιμοποιήσει τις πέτρες για τη λιθόστρωση της πλατείας των Τριών Καμαρών».
Από όλο το κτίριο διατηρήθηκε ένα μικρό οίκημα, το οποίο μάλλον χρησίμευε ως οστεοφυλάκιο της μονής στη νότια άκρη της εγκάρσιας καμάρας, το οποίο έγινε τζαμί με το όνομα Φατίχ Σουλτάν Μεχμέτ ή Χουνκιάρ. Υπήρχε και στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, μέχρι την ανέγερση του σημερινού αρχαιολογικού μουσείου, όταν και κατεδαφίστηκε.
Πιθανώς κατά τον ίδιο σεισμό εξαφανίσθηκε και ό,τι είχε απομείνει από το Δουκικό Ανάκτορο του Χάνδακα, όπως αναφέρει ο Στυλιανός Αλεξίου(«Κρητικά Χρονικά», τ. Ι, 1960). Η κατοικία του Δούκα της Κρήτης, που βρισκόταν απέναντι από τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, ήταν κατερειπωμένη από το 1815, όπως γράφει ο Πρακτικίδης,
Κατέρρευσαν, ακόμη, οι στρατώνες του Αγίου Γεωργίου και η θολωτή Βενετσιάνικη Πύλη των Ακτάρικων, το παλιό Voltone των Ενετών.
Καταστροφές σε όλη την Κρήτη
Σε όλο το νησί η δόνηση ήταν καταστροφική, αλλά ιδιαίτερα στην πόλη του Ηρακλείου και τα κοντινά χωριά. Όπως αναφέρει ο Σταυράκης, έπαθαν ζημιές 11.317 σπίτια, από τα οποία 6.512 καταστράφηκαν εντελώς. Όπως προαναφέρθηκε, οι νεκροί ήταν 538 και οι τραυματίες 637. ο μεγάλος αριθμός των νεκρών σε σχέση με τους τραυματίες σχετίζεται με το γεγονός ότι τα σπίτια του Μεγάλου Κάστρου, όπου υπήρξε και ο μεγάλος αριθμός των θυμάτων, ήταν είχαν βαριές σκεπές οι οποίες, κατά την πτώση τους, συνέθλιβαν τους κατοίκους.
Βαρύ φόρο αίματος πλήρωσαν οι Βούτες, καθώς σκοτώθηκαν 42 κάτοικοι, ενώ δεν έμεινε όρθιος ούτε ενός μέτρου τοίχος, όπως λέει ο Σταυράκης. Σχεδόν εντελώς καταστράφηκαν ακόμη τα χωριά Καλέσα, Πετροκέφαλο, Πενταμόδι, Άγιος Μύρων, Κιθαρίδα, Ασίτες, ενώ σοβαρές καταστροφές σημειώθηκαν στην Επισκοπή Πεδιάδος και στα Αϊτάνια. Πολλά προβλήματα σημειώθηκαν ακόμη στις επαρχίες Μεραμβέλλου και Ιεράπετρας.
Στα Χανιά έπαθαν ζημιές σχεδόν όλα τα σπίτια, κατέρρευσαν όμως λίγα. Σοβαρές καταστροφές σημειώθηκαν στους στρατώνες, στο στρατιωτικό νοσοκομείο και στο τέμενος Χουνκιάρ της πόλης. Νεκροί υπήρξαν σε περιοχές γύρω από τα Χανιά, ενώ μέσα στην πόλη μόνο τραυματίες.
Στην Κίσσαμο μια τοποθεσία βυθίστηκε και δημιουργήθηκε λίμνη απ΄ όπου αναδυόταν μυρωδιά θειαφιού.
Στο Ρέθυμνο σχεδόν όλα τα σπίτια υπέστησαν καταστροφές, αλλά δεν υπήρξε νεκρός.
Ο Άη Γιώργης Απανωσήφης
Το ξημέρωμα της Κυριακής 30 Σεπτεμβρίου γκρεμίστηκε από το σεισμό και η εκκλησία της μονής Άη Γιώργη Απανωσήφη. Ο Εμμ. Πετράκις στα «Κρητικά Χρονικά» (τ.Ι΄, 1956) αναφέρει το περιστατικό και παρουσιάζει ένα αυτοκρατορικό φιρμάνι για την ανοικοδόμηση του ναού. Όταν ο ναός της μονής κατέρρευσε, οι μοναχοί με αναφορά τους στην Ιψηλή Πύλη, μέσω του Πατριαρχείου, ζήτησαν να τον ξαναχτίσουν.
Στις 5 Μαρτίου 1862 εκδόθηκε σουλτανικό φιρμάνι, απευθυνόμενο προς τον Καϊμακάμη του Σαντζακίου Χάνδακος (ας πούμε, το σημερινό νομάρχη) Τεβφίκ πασά, στο οποίο αναφερόταν:
«Επειδή μία ρωμαίικη εκκλησία, κειμένη εις την επαρχίαν Μονοφατσίου (σ.σ. αυτή ήταν η διοικητική υπαγωγή της περιοχής, τότε ), υπό το όνομα Άγ. Γεώργιος Απανωσήφη, κατέρρευσε, λόγω του επισυμβάντος τελευταίως σεισμού και η εκκλησία αυτή έχει μήκος 28 και πλάτος και ύψος πήχεων (τεκτονικών).
Επειδή υπεβλήθη αίτησις εκ μέρους των κατοίκων της, ήτις προσήχθη εκ μέρους του Πατριαρχείου, υπέρ ανεγέρσεώς της ως έχει και εζήτησαν την έκδοσιν αυτοκρατορικής διαταγής (ρουχσάτ), χορηγείται η άδεια όπως ανοικοδομηθεή, εις ας διαστάσεις ανωτέρω αναφέρεται και όπως ουδείς έξωθεν εμποδίση την ανέγερσιν της».
Για το σεισμό της 30 Σεπτεμβρίου 1856 υπάρχει ενθύμηση στον Κώδικα 10 της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδος των Τζαγκαρόλων, που αποτελεί μετόχι του Αγίου Όρους στις Μουρνιές Χανίων. Η ενθύμηση («Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών», έτος Θ΄, 1932) η οποία ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών σε 1500, αναφέρει:
«1856: Σεπτεμρίου 30: Κυριακή ξημέρομα εις τας ενέα ώρας της Νυκτός έκαμε ένα τρομερόν Σεισμόν και εβάσταξε έως τρία λεπτά, όσθε οπού το κάστρο το Μεγάλου δεν έμιναν, παρά τριάντα τρι σπύθια γερά και εχάθησαν άνθρωποι χίλη πεντακόσι∙ ομοίως και ένα χορίον εβούλισε παντάπασης εις αυτό το μέρος∙ εις δε τα Χανιά εχάλασαν μερικά σπίθια και εκκλησίαις εχάλασαν και τζαμιά έπεσαν κάτο, και η αγία Μονή εν ταις Μουρνιαίς εχάλασε και τα περισσότερα σπύθια εράγισαν».
Ο Ελευθέριος Πλατάκης αναφέρει ότι ο Παπά Χατζής από το Καστέλλι της Φουρνής σημείωσε τα ακόλουθα στο εξώφυλλο ενός εκκλησιαστικού βιβλίου, της Οκτωήχου, της εκκλησίας του, αναφέροντας τις 9 παρά τέταρτο ως ώρα που χτύπησε ο Εγκέλαδος. Χρησιμοποίησε, δηλαδή, την τουρκική ώρα, που συμπίπτει με τις 2.45 π.μ που έγινε η δόνηση.
«1856, Σεπτεμβρίου 30, ημέρα Κυριακής ξημέρωμα 9 παρά κάρτο έγινε ένας σεισμός και εχάλασε το Μεγάλο Κάστρο. Όλα τα σπίτια, μονάχα ολίγα εργαστήρια εμείναν αι τα βασιλικά κονάκια όπου εράγισαν αλλά δεν έπεσαν.
Τα χωριά του Μαλεβυζού όλα τα περισσότερα και Γεράπετρο το Καστέλλι και το Κάτω Χωριό της Γεραπέτρου και τα περισσότερα χωριά και το Μεγάλο Μοναστήρι, τα κελία και το Κάτω Χωριό της Φουρνής και οι Λίμνες, το περισσότερο όμως και η… επλακώθηκαν άνθρωποι και στο Μεγάλο Κάστρο καθώς πληροφορούμεθα 500 και… εις δε τα άλλα χωριά του Κάστρου σαντζάκι άλλοι τόσοι και ο Θεός να φυλάττει τον κόσμον, αμήν».
Ο σεισμός και ο Βελή πασάς
Ο ιστορικός και δημοσιογράφος Ιωάννης Μουρέλλος στην «Ιστορία της Κρήτης» (τόμος τρίτος, 1934) περιέγραψε τα του σεισμού, αναφερόμενος και στην παρουσία του τότε διοικητή Κρήτης, του σκληρού και αιμοσταγούς Βελή Πασά:
“Τότε ακριβώς, στις 30 Σεπτεμβρίου 1856, γίνηκε ο μεγάλος σεισμός της Κρήτης κι ο λαός εκτός απ’ το θρήνο της καταστροφής του, θρηνούσε και τα μελλούμενα, γιατί τον πήρε για κακό και φρικτό οιωνό συνδυάζοντάς τον με τις διαθέσεις του Βελή πασά.
Κι άλλοτε είχαν γίνει σοβαροί σεισμοί στην Κρήτη, όπως την εποχή του Νέρωνος το 66 μ.Χ., την εποχή του Δεκίου το 251 μ.Χ., που κατέστρεψαν πολλές πόλεις της Κρήτης και περισσότερο απ’ όλες την Κνωσό. Το 365 άλλος τρομερός σεισμός κατέστρεψε κι αφάνισε ολόκληρες πολιτείες της Κρήτης. Και το 1303 και το 1508 έγιναν μεγάλοι σεισμοί.
Στον τελευταίο αυτό σεισμό όπως τον περιγράφει ο Δούξ της Κρήτης Ιερώνυμος Δονάτος σκοτώθηκαν τριάντα χιλιάδες άνθρωποι. Τότε κατεστράφηκε η Σητεία κι η Ιεράπετρα, κι εχάλασαν όλα τα σπίτια του Χάνδακα εκτός από πέντε. Στο 1810, όπως εγράψαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, έγινε μεγάλος σεισμός κι εσκοτώθηκαν στο Ηράκλειο τρεις χιλιάδες. Το 1856 την εποχή του Βελή πασά, πάλι το Ηράκλειο έπαθε τη μεγαλύτερη καταστροφή, όπως μας διηγείται ο ιστορικός Νικόλ. Σταυράκης, που πληγώθηκε τότε παιδί ακόμα δέκα χρονών. Από τα 3620 σπίτια του Ηρακλείου, μόνο 18 απόμειναν, και μια φωτιά στο Μεϊντάνι που’ καψε 48 καταστήματα συνεπλήρωσε την καταστροφή.
Σκοτώθηκαν 538 άνθρωποι κι επληγώθηκαν 637. Τότε κατεστράφη και το Βεζίρ Τζαμί, δηλαδή ο Μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Τίτου, και ο παλιός ναός του Αγίου Φραγκίσκου, που ‘χε γίνει Χουγκιάρ Τζαμί. Τόσο δυνατός ήταν ο σεισμός του 1856, ώστε κι η θολωτή Βενετσιάνικη Πύλη των Ακτάρικων, το παλιό Voltone κατέπεσε και άμα ξημέρωσε η άλλη μέρα, όλη η πολιτεία ήταν ένας τραγικός σωρός ερειπίων, που σκέπαζε πάνω από χίλιους νεκρούς και πληγωμένους.
Ενας θρήνος και μια ατέλειωτη οιμωγή ήταν ξεχυμένα στην Πολιτεία κι οι άνθρωποι τρελοί από πόνο και αγωνία, προσπαθούσαν σκάφτοντας και με τα νύχια τους ακόμα να ξεθάψουν τους δικούς των, που άκουαν τις οιμωγές και τους στεναγμούς των κάτω από τα ερείπια, για να δουν αν θα τους πρόκαναν ζωντανούς.
Η τρομερή αυτή καταστροφή δεν είχε περιορισθεί μόνο στο Ηράκλειο. Έφερε μεγάλες καταστροφές σ’ όλες τις πολιτείες και τα χωριά κι η δυστυχία των ραγιάδων ευρήκε κι άλλο τρομερό παράγοντα στη στυγνή φτώχεια που επακολούθησε”.
Ο Στέφανος Ξανθουδίδης («Χάνδαξ – Ηράκλειον, ιστορικά σημειώματα», 1964) έγραψε για το φοβερό σεισμό: «Η πόλις την πρωίαν της 1ης Οκτωβρίου 1856 ήτο άμορφος όγκος λίθων και ξύλων και χωμάτων και ευκολώτερον εβάδιζε τις δια μέσου των οικιών παρά δια των οδών, αι οποίαι είχον σκεπασθή τελείως»
Μεγάλες ήταν οι καταστροφές και στα νησιά κοντά στην Κρήτη, ενώ υπήρξαν και πολλοί νεκροί. Στη Ρόδο σκοτώθηκαν 60 άνθρωποι, στην Κάρπαθο 20, στην Σαντορίνη 6-7. Νεκροί υπήρξαν ακόμη στην Αμοργό, ενώ ο σεισμός έγινε αισθητός στη Ζάκυνθο, την Κέρκυρα, τη Σμύρνη, τη Δαμασκό της Συρίας, την Αίγυπτο. Στο Ισραήλ και το Λίβανο παρατηρήθηκε τσουνάμι, όπως αναφέρουν ο Βασίλης και η Κατερίνα Παπαζάχου.
Πηγές: USGS (29 Μαρτίου 2010). «Tectonic Summary of Greece», Κοκολάκης Μανώλης (2011-04-05). «Σενάριο για τσουνάμι στην Κρήτη», Amr Z. Hamouda (Αύγουστος 2010). «A reanalysis of the AD 365 tsunami impact along the Egyptian Mediterranean coast», Beth Shaw (2012). «The AD 365 Earthquake: Large Tsunamigenic Earthquakes in the Hellenic Trench», Eleftheria E. Papadimitriou, Vassilios G. Karakostas (Ιούνιος 2008), wikipedia.org, «Rupture model of the great AD 365 Crete earthquake in the southwestern part of the Hellenic Arc»