Το 2019, ομοσπονδιακοί ερευνητές στο Ουισκόνσιν είχε επιδοθεί στο κυνήγι ανδρών που πίστευαν ότι συμμετείχαν σε κύκλωμα εμπορίας και σεξουαλικής κακοποίησης ανήλικης. Το κορίτσι είχε εξαφανιστεί εκείνη τη χρονιά, αλλά εμφανίστηκε ισχυριζόμενη ότι είχε απαχθεί και είχε πέσει θύμα σεξουαλικής επίθεσης, σύμφωνα με ένταλμα έρευνας το οποίο είδε το Forbes.
Σε μια προσπάθεια να συλλάβουν τους δράστες, οι ομοσπονδιακοί ερευνητές στράφηκαν στην Google, ζητώντας από τον τεχνολογικό κολοσσό να τους παράσχει πληροφορίες για οποιονδήποτε είχε αναζητήσει στο διαδίκτυο το όνομα του θύματος, το όνομα της μητέρας του με δύο διαφορετικούς τρόπους γραφής και την διεύθυνσή του για διάστημα 16 ημερών κατά τη διάρκεια του χρόνου.
Αφού της ζητήθηκε να παράσχει όλους τους σχετικούς λογαριασμούς Google και τις ηλεκτρονικές διευθύνσεις (IP) όσων έκαναν αυτές τις αναζητήσεις, η Google παρείχε τα στοιχεία στα μέσα του 2020, αν και τα δικαστικά έγγραφα δεν αποκαλύπτουν για ποιο αριθμό χρηστών έστειλε στοιχεία στην κυβέρνηση η εταιρεία.
Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση του λεγόμενου εντάλματος για “λέξεις-κλειδιά”, ενώ με βάση τον αριθμό των όρων που αναζητήθηκαν, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες σχετικές έρευνες που έχουν ζητηθεί.
Πριν την αποκάλυψη για το συγκεκριμένο ένταλμα, είχαν γίνει δημοσίως γνωστά μόνο δύο εντάλματα έρευνας με “λέξεις-κλειδιά”. Στην πρώτη περίπτωση, που αποκαλύφθηκε το 2020, το ένταλμα ζητούσε πληροφορίες για οποιονδήποτε είχε αναζητήσει στο διαδίκτυο τη διεύθυνση θύματος εμπρησμού που ήταν μάρτυρας σε υπόθεση κατηγορίας σε βάρος του τραγουδιστή R Kelly για εγκληματική δραστηριότητα. Στη δεύτερη, που έγινε γνωστή το 2017, αποκαλύφθηκε ότι δικαστής από τη Μινεσότα υπέγραψε ένταλμα ζητώντας από την Google να παράσχει πληροφορίες για οποιονδήποτε έψαξε στο διαδίκτυο το όνομα θύματος απάτης στην πόλη Έντινα, όπου διεπράχθη το έγκλημα.
“Ψάρεμα” πιθανών υπόπτων
Παρότι η Google λαμβάνει χιλιάδες σχετικές “διαταγές” κάθε χρόνο, το ένταλμα “λέξεων-κλειδιών” είναι μία από τις “διαταγές” που έχουν αποτελέσει αντικείμενο ευρέων αντιπαραθέσεων. Σε πολλές περιπτώσεις, η κυβέρνηση έχει συνήθως ήδη έναν συγκεκριμένο λογαριασμό Google για τον οποίο αναζητά πληροφορίες και έχει αποδείξεις ότι αυτός ο λογαριασμός συνδέεται με κάποιο έγκλημα.
Αλλά τα εντάλματα όρων αναζήτησης είναι ουσιαστικά αποστολές “ψαρέματος”, καθώς οι αρχές ελπίζουν να παγιδεύσουν πιθανούς υπόπτους των οποίων την ταυτότητα δεν γνωρίζει η κυβέρνηση. Δεν διαφέρει από τα λεγόμενα “εντάλματα γεωγραφικής περιμέτρου”, όπου οι αρχές ζητούν από την Google να παράσχει πληροφορίες για οποιονδήποτε βρίσκεται στην περιοχή ενός εγκλήματος μια δεδομένη χρονική περίοδο.
“Όπως συμβαίνει με όλα τα αιτήματα επιβολή του νόμου, έχουμε μια αυστηρή διαδικασία που έχει σχεδιαστεί ώστε να προστατεύει το απόρρητο των χρηστών μας, υποστηρίζοντας παράλληλα το σημαντικό έργο των δυνάμεων επιβολής του νόμου”, σχολίασε με αφορμή την πρόσφατη αποκάλυψη εκπρόσωπος της Google.
Οι ανησυχίες
Η τελευταία αυτή περίπτωση, άλλωστε, καταδεικνύει ότι η Google συνεχίζει να συμμορφώνεται με τέτοιου είδους αμφιλεγόμενα αιτήματα, παρά τις ανησυχίες που εκφράζονται για τη νομιμότητά τους αλλά και την πιθανότητα να βρουν τον μπελά τους αθώοι άνθρωποι που έτυχε να αναζητήσουν σχετικούς όρους στο διαδίκτυο.
Με βάση την οπτική της κυβέρνησης, στο Ουισκόνσιν, το πεδίο εφαρμογής του εντάλματος έπρεπε να είναι αρκετά περιορισμένο ώστε να αποφευχθεί αυτή η πιθανότητα: ο αριθμός των ατόμων που αναζήτησαν συγκεκριμένα ονόματα, διεύθυνση και αριθμό τηλεφώνου εντός του χρονικού πλαισίου ήταν πιθανό να είναι μικρός.
Ωστόσο, οι ειδικοί επί θεμάτων προστασίας της ιδιωτικότητας ανησυχούν για το “προηγούμενο” που θέτουν αυτού του είδους τα εντάλματα και για την πιθανότητα οποιαδήποτε τέτοια εντολή να παραβιάζει την προστασία από αναίτιες έρευνες, δικαίωμα που απορρέει από την Τέταρτη Τροπολογία του αμερικανικού Συντάγματος. Εκφράζονται επίσης ανησυχίες σχετικά με θέματα που σχετίζονται με την ελευθερία του λόγου, δικαίωμα που προστατεύεται από την Πρώτη Τροπολογία, δεδομένου ότι υπάρχει η πιθανότητα να προκαλέσει ανησυχίες στους χρήστες της Google ότι οι ταυτότητές τους θα μπορούσαν να “παραδοθούν” στην κυβέρνηση απλώς και μόνο λόγω των αναζητήσεών τους.
“Το ‘ψάρεμα” μέσω της βάσης δεδομένων του ιστορικού αναζήτησης της Google επιτρέπει στην αστυνομία να εντοπίσει άτομα μόνο με βάση αυτό που μπορεί να σκέφτηκαν, για οποιονδήποτε λόγο, κάποια στιγμή στο παρελθόν. Πρόκειται για εικονικό ‘ψάρεμα’ μέσω των ενδιαφερόντων, των πεποιθήσεων, των απόψεων, των αξιών και των φιλικών σχέσεων, παρόμοιο με το ‘διάβασμα του μυαλού’ που παρέχει η μηχανή του χρόνου της Google”, επισημαίνει η Jennifer Granick, σύμβουλος επιτήρησης και ασφάλειας στον κυβερνοχώρο της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Ελευθεριών (ACLU).
“Αυτή η παλαιότερα ανέφικτη τεχνική απειλεί τα δικαιώματα που απορρέουν από την Πρώτη Τροπολογία και αναπόφευκτα θα πλήξει αθώους ανθρώπους, ειδικά αν οι όροι των λέξεων-κλειδιών δεν είναι μοναδικοί και το χρονικό πλαίσιο δεν είναι ακριβές. Την κατάσταση επιδεινώνει το γεγονός ότι αυτήν τη στιγμή η αστυνομία κάνει (σ.σ. έρευνες) κρυφά, κάτι που άρει τη δυνατότητα δημόσιας συζήτησης και ρύθμισης”, προσθέτει.
Η υπόθεση του Ουισκόνσιν υποτίθεται ότι θα παρέμενε κρυφή. Το ένταλμα ήρθε στο φως της δημοσιότητα απλώς και μόνο επειδή αποσφραγίστηκε κατά λάθος από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο. Το Forbes εξέτασε το έγγραφο πριν σφραγιστεί ξανά, αλλά δεν το δημοσιεύει ούτε παρέχει πλήρη στοιχεία της υπόθεσης για να προστατεύσει τις ταυτότητες του θύματος και της οικογένειάς του. Η δε έρευνα βρίσκεται σε εξέλιξη, δύο χρόνια μετά τη διάπραξη των εγκλημάτων, ενώ το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν σχολίασε καν το αν ασκήθηκαν ή όχι κατηγορίες.
Το Forbes κατάφερε να εντοπίσει ένα ακόμη ένταλμα “λέξεων-κλειδιών” που δεν είχε γίνει γνωστό, το οποίο εξεδώθει στη Βόρεια Περιφέρεια της Καλιφόρνια, τον Δεκέμβριο του 2020, αν και η ύπαρξή του αναφέρεται μόνο στο πινάκιο του δικαστηρίου. Δυνητικά και αυτό θα μπορούσε να αφορά πολύ κόσμο. Η εντολή, που επί του παρόντος είναι σφραγισμένη, έχει τον τίτλο “Αίτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες για Ένταλμα Αναζήτησης Λογαριασμών Google που σχετίζονται με Έξι Όρους Αναζήτησης και Τέσσερις Ημερομηνίες Αναζήτησης”.
Εν τω μεταξύ, μέσω τέτοιων ενταλμάτων η κυβέρνηση μπορεί να μάθει πολύ περισσότερες πληροφορίες και όχι μόνο τις ταυτότητες των λογαριασμών Google και τις διευθύνσεις IP.
Στην υπόθεση του Ουισκόνσιν, η κυβέρνηση ήλπιζε ότι η Google θα μπορούσε επίσης να παράσχει τα “CookieIDs” που ανήκαν σε οποιονδήποτε χρήστη έκαναν τις αναζητήσεις. Αυτά τα CookieIDs “είναι αναγνωριστικά που χρησιμοποιούνται για την ομαδοποίηση όλων των αναζητήσεων που πραγματοποιούνται από μια συγκεκριμένη συσκευή, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αυτού του είδους οι πληροφορίες επιτρέπουν στους ερευνητές να εξακριβώσουν, ακόμη και όταν ο χρήστης δεν είναι συνδεδεμένος σε λογαριασμό Google, εάν το ίδιο άτομο μπορεί να έχει πραγματοποιήσει πολλές σχετικές αναζητήσεις”, γράφει η κυβέρνηση στο ένταλμα.
Το ένταλμα έρευνα έχει, όμως, και μια ακόμη ανησυχητική πτυχή: η κυβέρνηση είχε τότε δημοσιοποιήσει το όνομα του θύματος απαγωγής, το προφίλ της στο Facebook (δεν είναι πλέον προσβάσιμο), τον αριθμό του τηλεφώνου της και τη διεύθυνσή της, κίνηση που πιθανότατα παραβιάζει την ιδιωτικότητα ανηλίκου.
Η κυβέρνηση έχει σφραγίσει πλέον το σχετικό έγγραφο, αν και ειδοποιήθηκε για τον κίνδυνο διαρροής μόνο αφότου το Forbes ζήτησε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου σχετικό σχόλιο από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Αυτό το λάθος -της αποκάλυψης της ταυτότητας ανήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης σε δικαστικά έγγραφα- συνηθίζεται τα τελευταία χρόνια. Όπως και στην τελευταία περίπτωση, το FBI και το υπουργείο Εσωτερικής Ασφάλειας συνήθως επιλέγουν ψευδώνυμα και ακρωνύμια για τα θύματα, αλλά στη συνέχεια δημοσιεύουν τον πλήρη σύνδεσμο του προφίλ των ανηλίκων στο Facebook, που περιέχει το όνομα του ανηλίκου.
Στο φως και άλλα παρόμοια εντάλματα
Μετά τη δημοσίευση του παρόντος άρθρου, η Jennifer Lynch, διευθύντρια δικαστικών διαφορών για υποθέσεις επιτήρησης στο Electronic Frontier Foundation (EFF), ενημέρωσε για τρία ακόμη εντάλματα “λέξεων-κλειδιών” προς την Google, τα οποία χρησιμοποιήθηκε στο πλαίσιο της έρευνας για τις κατά συρροή βομβιστικές επιθέσεις στο Ώστιν το 2018, που προκάλεσαν τον θάνατο δύο ανθρώπων.
Τα εντάλματα δεν απασχόλησαν ευρέως εκείνη την εποχή, ωστόσο φαίνεται ότι ήταν ακόμη πιο ευρεία από τα προαναφερθέντας, ζητώντας διευθύνσεις IP και πληροφορίες για λογαριασμούς Google ατόμων που αναζήτησαν στο διαδίκτυο διάφορες διευθύνσεις και ορισμένους όρους που σχετίζονται με την κατασκευή βομβών, όπως “εκρηκτικά μικρής έκρηξης” και “βόμβες σωλήνα”.
Εν τω μεταξύ, παρόμοια εντάλματα εκδόθηκαν και προς τις Microsoft και Yahoo για πληροφορίες από τις δικές τους μηχανές αναζήτησης.
Όσο για τα δεδομένα που “παρέδωσαν” οι εταιρείες τεχνολογίας στους ομοσπονδιακούς ερευνητές, αυτές οι πληροφορίες παραμένουν απόρρητες.
Μπορείτε να δείτε τα εντάλματα προς το Google εδώ, εδώ και εδώ, ενώ τα εντάλματα προς Microsoft και Yahoo βρίσκονται εδώ και εδώ.