Με το βλέμμα στραμμένο στη Ουάσιγκτον όπου αναχωρεί ο Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, για να υπογράψει την ερχόμενη Τετάρτη τη νέα πενταετής συμφωνία αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, βρίσκεται η Κυβέρνηση.
Μετά από, άλλη μια, ελλιπή συμφωνία, αμυντικής συνεργασίας αυτή τη φορά με την Γαλλία, η Ελλάδα υπογράφει για πρώτη φορά την ανανέωση της αμοιβαίας αμυντικής συνεργασίας πενταετούς διάρκειας με τις ΗΠΑ, μετά βαΐων και κλάδων.
Είθισται να υπογράφονται τέτοιες διμερείς συμφωνίες, που οι περισσότερες εξασφαλίζουν πωλήσεις στο ένα συμβαλλόμενο μέρος, ενώ το άλλο θεωρεί ότι αναβαθμίζει την άμυνα του, συνήθως για «κατασκευασμένους» εχθρούς.
Η Ελλάδα δεν έχει έναν «κατασκευασμένο» εχθρό, αλλά έναν πραγματικό που προκαλεί και απειλή και δεν είναι άλλη από την Τουρκία. Ή τουλάχιστον έτσι θέλουν να την παρουσιάζουν.
Παρατηρώντας την παγκόσμια σκηνή, τα δίδυμα της «έντασης» βρίσκονται διάσπαρτα παντού. Ακόμα και εντός της ειρηνικής Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν χώρες που έχουν όμοια ή παρεμφερή ζητήματα διαφορών όπως Ελλάδα και Τουρκία.
Πολλές φορές, «διαφορές», κατασκευασμένες ή και ενισχυόμενες από τις «μεγάλες» δυνάμεις, είτε μέσω ακροδεξιών εθνικιστικών κινημάτων είτε με απευθείας παρεμβάσεις, έτσι για να διατηρείται η ατμόσφαιρα «ζεστή».
Τόσο η αποικιοκρατία, όσο και ο ψυχρός πόλεμος αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία αυτών των εστιών έντασης σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, απλά και μόνο για να υπάρχει παρέμβαση αλλά και «επιμέλεια» από τους ισχυρούς σε κράτη «δορυφόρους».
Δεν θα μπορούσε να λείπει η Ελλάδα απ’ αυτό το παιχνίδι, όντας η μόνη χώρα της Βαλκανικής εκτός της Σοβιετικής επιρροής. Μετά τη Βρετανία που αποχώρησε από την Ελλάδα, αλλά όχι από την Κύπρο μέχρι το ’60, οι ΗΠΑ έγιναν ο «πατερούλης» της χώρας.
Ένας «πατερούλης» που φυσικά μόνο το συμφέρον του κοιτούσε και όχι τις ανάγκες που είχε το «παραπαίδι» του. Από τη μια να βρίσκεται στο μαλακό υπογάστριο της Σοβιετικής απειλής κι από την άλλη να δημιουργεί την ανάγκη στην Ελλάδα να εξοπλίζεται όλο και περισσότερο για να μπορεί να αμυνθεί από την κομμουνιστική απειλή.
Όσον αφορά την ένταση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι μια πιο περίπλοκη περίπτωση που έχει πολλούς μύθους και λιγότερες αλήθειες, όμως δεν έπαυε και δεν παύει να παραμένει απειλή. Το πόσο πραγματική είναι δεν είναι επί του παρόντος.
Το παρελθόν κι όσα είχαν συμβεί πριν από μερικές δεκαετίες μοιάζει να επαναλαμβάνεται ως άλλο ένα κακό σενάριο. Παρότι και εν μέσω της οικονομικής κρίσης η Ελλάδα ήταν πάντα εντάξει στις «υποχρεώσεις» της απέναντι στο ΝΑΤΟ, η δεκαετής αποχή από αγορές στρατιωτικών εξοπλισμών, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τις βιομηχανίες οπλικών συστημάτων ανά την υφήλιο.
Η πραγματικότητα ήταν σκληρή. Από την μια υπήρχε η οικονομική αδυναμία από την ελληνική κυβέρνηση για αγορές και από την άλλη υπήρχε ένα αριστερό κόμμα στην εξουσία όχι και τόσο σύμφωνο με εξοπλισμούς και αμυντικές δαπάνες.
Η αναβάθμιση των F-16 που είχε συμφωνηθεί μεταξύ Τσίπρα και Τράμπ, άνοιξε την όρεξη στην επόμενη κυβέρνηση του Μπάιντεν, που πλέον είχε να συνομιλήσει με μια κυβέρνηση ενός προβλέψιμου συμμάχου, έτοιμου να σπρώξει χρήμα και να κατεβάσει «σώβρακα» όπως λένε στο χωριό μου.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν έδειξε το πρόσωπο της πολύ νωρίς. Τα ήσυχα βράδια επί εποχής Τραμπ, εξελίσσονται σε εφιάλτες με εκατόμβες νεκρών ενώ η ευθεία αντιπαράθεση με Μόσχα και Πεκίνο, της Ουάσιγκτον, θα επιφέρει, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ακόμα μεγαλύτερη ένταση στη διεθνή σκηνή.
Στο πλαίσιο αυτό για τις ΗΠΑ, η Ελλάδα δεν είναι ένας σύμμαχος, αλλά ένα πιόνι που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ενδεχομένως να θυσιαστεί ανά πάσα στιγμή, απλά και μόνο εξυπηρετώντας τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η τόσο στενή σύνδεση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, της αφαιρεί τον απαραίτητο ζωτικό χώρο για να συνάψει επωφελής διμερείς συμφωνίες με χώρες εκτός αμερικανικής επιρροής. Όσο ο εναγκαλισμός και η εξάρτηση μεγαλώνουν για την Ελλάδα, τόσο πιο αδύναμη γίνεται στη διεθνή σκηνή.
Καλές οι συμφωνίες με την Γαλλία και τις ΗΠΑ, όμως ίσως οι κυβερνώντες θα πρέπει να σκεφτούν πιο σοβαρά τις επιπτώσεις που έχουν αυτές για την Ελλάδα, όχι μόνο τώρα, αλλά πολύ περισσότερο στο μέλλον, όταν δεν θα μας έχουν και τόση ανάγκη οι «φίλοι» μας.