Οι δημοτικές εκλογές που διεξήχθησαν την Κυριακή στη Βόρεια Μακεδονία, ήταν ένα ηχηρό χαστούκι στο Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ζόραν Ζάεφ, που είδε να έχει σημαντικές απώλειες στον πρώτο γύρο των δημοτικών εκλογών.
Σύμφωνα με τα πρώτα αποτελέσματα που ανακοίνωσε η εκλογική επιτροπή, το αντιπολιτευόμενο δεξιό VMRO-DPMNE φαίνεται να κερδίζει από τον πρώτο γύρο αρκετούς μεγάλους δήμους της χώρας, όπως το Πρίλεπ και το Στιπ, ενώ προηγείται με σημαντική διαφορά σε άλλους δήμους.
Όσον αφορά τον Μητροπολιτικό Δήμο των Σκοπίων, η εύκολη επικράτηση που έβλεπαν όλοι για τον υποψήφιο του Σοσιαλιστικού Κόμματος μοιάζει να μην επαληθεύεται και ο δεύτερος γύρος θα αποτυπώσει την βούληση των πολιτών.
Η αλήθεια είναι ότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ζόραν Ζάεφ και το δεξιό VMRO-DPMNE σε εκλογική δύναμη δεν έχουν κάποια μεγάλη διαφορά. Παρότι το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οι ρίζες που έχει η δεξιά στον κρατικό μηχανισμό και τη χώρα είναι βαθιές.
Στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις τόσο για τον προεδρικό θώκο το 2019, όσο και τις βουλευτικές το 2020, η διαφορά τους ήταν στα όρια του στατιστικού λάθους.
Μόνο 4.200 ψήφοι ήταν η διαφορά στον πρώτο γύρο των Προεδρικών εκλογών το 2019, υπέρ του σημερινού Προέδρου Πεντάροφσκι, που στον δεύτερο γύρο κατάφερε να πάρει τις εκλογές με διαφορά σχεδόν 60.000 ψήφων.
Στις δε κοινοβουλευτικές εκλογές του 2020, η διαφορά μεταξύ του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Ζάεφ και του δεξιού VMRO-DPMNE του Μίτσκοσκι άγγιξαν τις 12.000 ψήφους.
Αυτές οι μικρές διαφορές που καταγράφονται σε ψήφους, υποδηλώνουν και την ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού στη χώρα.
Αν και ουσιαστικά οι δημοτικές εκλογές δεν καθορίζουν τη κυβερνητική πολιτική, το αποτέλεσμα τους μπορεί να προκαλέσει εξελίξεις και πολιτική αστάθεια. Κάτι που κάθε άλλο παρά ευχάριστο είναι για τον Ζόραν Ζάεφ.
Αν και είναι νωρίς για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα, χωρίς τον δεύτερο γύρο των δημοτικών εκλογών να έχει ολοκληρωθεί, κάποια ζητήματα παραμένουν αγκάθι στον κυβερνητικό συνασπισμό.
Το πρώτο ζητούμενο για τους πολίτες είναι η διαφθορά, που δεν χτυπήθηκε από την κυβέρνηση του Ζάεφ όσο θα επιθυμούσαν κι όσο τους είχε υποσχεθεί ο σημερινός Πρωθυπουργός.
Δεύτερον η δυσκολία της αύξησης του ατομικού εισοδήματος, σε ανεκτά επίπεδα για την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών, παρότι έγιναν αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, παραμένει η μεγάλη γκρίνια στην κοινωνία.
Τρίτον η κακή διαχείριση της πανδημίας του κορωνοϊού, που όμως δεν είναι μόνο ευθύνη της κυβέρνησης, αλλά και της ΕΕ, άφησε το αποτύπωμα της στην κοινή γνώμη. Κερασάκι σ’ αυτή την αποτυχία η φωτιά που ξέσπασε σε λειωμένη κατασκευή νοσηλείας ασθενών με Covid και τον θάνατο 14 ασθενών στις αρχές Οκτωβρίου.
Τέταρτον εξίσου σημαντικό, το βουλγαρικό βέτο ενάντια στην έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, που δεν κατέστη δυνατόν για τον Ζάεφ, να μπορέσει να ξεπεράσει αυτόν τον σκόπελο, ισορροπώντας μεταξύ του ρεαλισμού και της εθνικοφροσύνης.
Τέλος η αδιαφορία από την πλευρά της ΕΕ, για τα Δυτικά Βαλκάνια, που συνεχίζει να τα αφήνει εκτός της Ένωση, ενισχύοντας έτσι την ακροδεξιά και γκρεμίζοντας τις προσδοκίες που ενίσχυσε η πολιτική Ζάεφ.
Η συσσώρευση αυτών των προβλημάτων, σε μια δύσκολη πανδημική περίοδο, ενδεχομένως να οδήγησε τους πολίτες να «μαυρίσουν» τους υποψήφιους του κόμματος του Ζάεφ, στον πρώτο γύρο στέλνοντας ένα μήνυμα στον Πρωθυπουργό.
Ο δεύτερος γύρος θα δώσει τη δυνατότητα να βγουν πιο ασφαλή συμπεράσματα για την πολιτικό μέλλον της κυβέρνησης στη Βόρεια Μακεδονία.
Βέβαια, να μην ξεχνάμε ότι οι δημοτικές εκλογές, εμπεριέχουν περισσότερο προσωπικά χαρακτηριστικά από ότι κομματικά και οι υποψήφιοι παίζουν πολύ μεγαλύτερο ρόλο από τις κομματικές υποστηρίξεις.
Όμως είναι δεδομένο ότι επηρεάζουν την κοινή γνώμη τα όποια αποτελέσματα των εκλογών.
Με πολλές χώρες στην περιοχή να βρίσκονται σε πολιτική κρίση, η είσοδος άλλης μιας χώρας στη ίδια δίνη, μόνο ευχάριστο δεν θα είναι και για την Ελλάδα.