Υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι τυφλός, ακόμη κι αν η όρασή σου λειτουργεί κανονικότατα.
Μπορείς να κλείνεις τα μάτια.
Μπορείς να τα έχεις ανοιχτά και να κάνεις ότι δεν βλέπεις.
Μπορείς να βλέπεις, αλλά να εμποδίζεις την πληροφορία να φτάσει στον εγκέφαλο.
Μπορεί, τέλος, η πληροφορία να φτάνει στον εγκέφαλο, αλλά να τον εμποδίζεις να την αξιολογήσει.
Ξέρετε όλοι ότι η δουλειά μου είναι τα γεγονότα. Δεν έχει σημασία αν τα καταγράφω απλώς, τα «ψάχνω» ή τα αναλύω με το δικό μου τρόπο, παραμένουν γεγονότα.
Όταν τα καταγράφω προσπαθώ να είναι όσο πιο ακριβής και τεκμηριωμένη γίνεται η καταγραφή.
Όταν τα αναλύω με το δικό μου τρόπο, ακολουθώ πιστά τη σκέψη του Έκο, ο οποίος είχε πει ότι «ο δημοσιογράφος οφείλει να έχει άποψη για τα γεγονότα, αρκεί να το καθιστά σαφές στον αναγνώστη ότι αυτό που λέει είναι η άποψή του».
Προσπαθώ να το κάνω, να το καθιστώ σαφές εννοώ.
Σε κάθε περίπτωση, πάνω απ’ όλα παραμένουν τα γεγονότα, τα οποία έχουμε εκπαιδευτεί εμείς στη δουλειά μου να τα βλέπουμε αποστασιοποιημένα και κλινικά, όπως ο γιατρός τον ασθενή του. Το αν το κάνουμε, είναι άλλη κουβέντα.
Είτε μας αρέσουν και βολεύουν την κοσμοθεωρία μας είτε όχι, αυτά παραμένουν εκεί, πεισματικά και ακλόνητα, να σου υπενθυμίζουν ότι η αλήθεια είναι μια: Συνέβη κάτι συγκεκριμένο· όσο κι αν το στρογγυλέψεις από δω, το τριμάρεις από κει, το ζυμώσεις παραπέρα, αυτό το χαβά του, έγινε και το ξέρεις.
Από χθες ο βράδυ έχουμε μάθει και μαθαίνουμε διαρκώς όλο και περισσότερα πράγματα για τα γεγονότα του Περάματος.
Δεν τα μαθαίνουμε απλώς επειδή κάποιος μας τα είπε: Τα βλέπουμε μπροστά μας, τα ακουμε, είμαστε στη ντίτζιταλ εποχή, όλο και κάποιος «ενοχλητικός» θα σηκώσει το κινητό και θα καταγράψει την πραγματική πραγματικότητα. Την ατριμάριστη, την αστρογγύλευτη.
Έχω εμπλακεί σε μερικές συζητήσεις από εκείνη τη στιγμή, μέσα εδώ, στις οποίες συμβαίνει το εξής καταπληκτικό:
Βάζεις στον άλλον να δει το βίντεο, ας πούμε, και συμπεριφέρεται σα να μην υπάρχει.
Του λές, υπάρχει καταγραφή των γεγονότων και συμπεριφέρεται σα να μην το είπες.
Του λες, υπάρχουν οδηγίες και πρωτόκολλα τα οποία ορίζουν το και το, πάρτα και γραπτά και συμπεριφέρεται σα να μην υπάρχουν.
Και συνεχίζει να λέει τα δικά του.
Είναι σα να μιλάς στο απόλυτο κενό.
Πιθανώς μιλάς όντως στο απόλυτο κενό, αυτό το κενό μεταξύ πραγματικότητας και διανοίας το οποίο δημιουργείται όταν κάποιος αρνείται να ΔΕΙ την αλήθεια.
Ή να την επεξεργαστεί.
Ή να την αποδεχθεί, νοτ ιμπόρταντ, το ίδιο είναι.
Το βρίσκω κάπως τρομακτικό αυτό στο ντίτζιταλ έιτζ, διότι πες κάποτε καθένας πίστευε ότι ήθελε, ντοκουμέντα δεν υπήρχαν, αλλά σήμερα;
Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει σε όλο το φάσμα όταν η ιδεοληψία κατακυριεύει τον άνθρωπο, όμως εμένα με αφορά μια συγκεκριμένη:
Η κανονικοποίηση της ιδεοληψίας ως πραγματικής πραγματικότητας στην Ελλάδα του σήμερα σημαίνει ότι μπορεί δέκα οπλισμένοι αστυνομικοί να παραβιάζουν ότι κανόνα υπάρχει και μερικούς που δεν υπάρχουν, να συμπεριφέρονται σαν τάγμα ατάκτων και να κάνουν σουρωτήρι μέσα στον αστικό ιστό ένα αυτοκίνητο με τρεις άοπλους κι εσύ να λες «όλα σωστά τα έκαναν».
– Μα, δεν τα έκαναν. Δις ματς γουί νόου. Να, δες, δεν τα έκαναν σωστά.
– Όχι, τα έκαναν.
Και πιστεύεις ότι τα έκαναν, παρά τις περί του αντιθέτου πληροφορίες και καταγραφές, διότι μέσα στο μυαλό σου ΘΑ ΗΘΕΛΕΣ να είναι σωστός ο τρόπος με τον οποίον τα έκαναν.
Πόσοι είναι οι συμπολίτες μας που βλέπουν με αυτή τη διαταραγμένη ματιά τα γεγονότα;
Πολλοί. Πολύ περισσότεροι από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Είναι εκείνοι που βρίζουν ανερυθρίαστα τους «γύφτους» από ποστ σε ποστ.
Είναι εκείνοι που θεωρούν ότι κάθε «παραβατικός» πρέπει να εκτελείται πριν κινηθεί.
Είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι οι ίδιοι είναι προστατευμένοι επειδή είναι νομοταγείς, διότι η ιστορία δεν τους διδάσκει ΤΙΠΟΤΑ.
Είναι εκείνοι που στην αστυνομική βία βλέπουν προστασία των εαυτών τους από κάθε λογής «άλλο», κάθε τι ξένο προς αυτούς.
Είναι εκείνοι, τέλος, οι μπόλικοι, που επί χρόνια έκρυβαν το γεγονός ότι η Δημοκρατία και η Ισονομία ίσως τελικά δεν τους αρέσουν και πολύ, αλλά ήταν ντροπή να πεις ανοιχτά ότι είσαι φασίστας και ρατσιστής μετά τη Δικτατορία.
Τώρα όμως δεν είναι πλέον ντροπή και όλοι αυτοί οι μπόλικοι δεν έχουν ανάγκη πια να προσποιουνται τους δημοκρατικους και τους προοδευτικούς.
Τωρα πάμε ολοταχώς όπισθεν σε μια κοινωνική κατάσταση στην οποία ο φασισμός και ο ρατσισμός είναι κανονικά πράγματα, το επιτρέπει η κοινωνία, το επιτρέπει και η πολιτική κατάσταση, η κυβέρνηση δηλαδή για να είμαι πιο συγκεκριμένη, η οποία ενσωμάτωσε ακροδεξιά στοιχεία με μεγάλη φυσικότητα και τα αφήνει να παίζουν μπάλα με τεράστια άνεση σε όλο το γήπεδο, στη χειρότερη μπορεί να σφυρίξει κανα φάουλ άμα πια βγάλουν πιστόλι και πυροβολήσουν το αμυντικό χαφ στο πόδι, όλα τα άλλα επιτρέπονται.
Κανονικοποιήθηκε όλο αυτό που παλεύαμε σε όλη την Ευρώπη να σκοτώσουμε επί δεκαετίες. Ο φασισμός, η μισαλλοδοξία, ο ρατσισμός, η κρατική βία σε όλες της τις μορφές, ο αυταρχισμός, η αστυνομοκρατία.
Κανονικοποιήθηκε εδώ και παντού σχεδόν.
Μόνο που εδώ κανονικοποιείται χωρίς καμία αντίσταση πλέον και σε αυτό ευθύνεται και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος
α. με τη διακυβέρνησή του «λύσαξε» τους δεξιους και
β. κάθεται και πετάει χαρταετό ως κόμα εξουσίας που είναι πλέον, έχοντας χάσει κάθε επαφή με τη λαϊκή βάση και τα κάθε λογής κινήματα.
Που πάμε;
Σε έναν κόσμο «1984» φοβάμαι.
Η πραγματικότητα δεν θα έχει πλέον καμία σημασία, παρά μόνο η ερμηνεία της από την κυβερνώσα τάξη και όσους την υποστηρίζουν τυφλά.
Τα γεγονότα θα πάψουν να είναι γεγονότα.
Η Δημοκρατία θα πάψει να είναι αυτονόητη.
Η αλήθεια θα πάψει να είναι σημαντική.
Ο ρατσισμός και ο φασισμός θα πάψουν να είναι κακά πράγματα.
Σε έναν κόσμο τυφλό.
Από επιλογή.
Κι όλο αυτό ειναι η γνώμη μου
Πρώτη δημοσίευση στο Facebook