Με λένε Αχμέτ Λιόσα. Κάποτε ήμουν Αλβανός και ήμουν περήφανος γι’ αυτό. Κάποτε ήμουν Μουσουλμάνος και ευτυχής που πίστευα στο Θεό. Κάποτε ήμουν καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο των Τιράνων και απολάμβανα το παιγνίδι με τη γνώση, καθώς και τη συμμετοχή μου σ’ ένα κύκλο εκλεκτών. Κάποτε ταξίδευα με τη γυναίκα και τα παιδιά μου στην Ευρώπη και επέστρεφα, καμιά φορά μετά από μήνες, χαρούμενος στην ασφάλεια των ανθρώπων και του περιβάλλοντος που γνώριζα.
Τώρα δεν υπάρχει Αλβανία κι αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο κακό.
Τώρα δεν υπάρχει Θεός, κι αν υπάρχει δε θέλω να τον ξέρω. Δεν υπάρχει πια Φυσική, δεν υπάρχει γνώση, δεν υπάρχουν Τίρανα, δεν υπάρχει Ευρώπη. Δεν υπάρχουν πια η γυναίκα και τα παιδιά μου κι εγώ δεν έχω κανένα μέρος, για να λαχταράω τη επιστροφή μου. Το μόνο που έμεινε, είναι αυτή η στενή Κοιλάδα με τα Νερά. Στην πραγματικότητα μια φυλακή, από την οποία δε μπορούμε να φύγουμε, γιατί έξω από αυτήν η ζωή είναι δραματική. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά πρέπει να την υπερασπιζόμαστε μέρα και νύχτα, με νύχια και με δόντια, από αυτούς που φτάνουν ως τα σύνορα της Κοιλάδας μας, αναζητώντας το πολυτιμότερο στοιχείο για την επιβίωση, το νερό. Αυτό που απόμεινε σ’ εμάς τους τυχερούς, αν έχει νόημα η λέξη, της Καταστροφής.
Δεν υπάρχει πια καθαρό νερό, σχεδόν πουθενά. Έχουμε ακούσει από αυτούς που φτάνουν ως εδώ ότι σε ολόκληρα τα Βαλκάνια έχει άλλα καμιά δεκαριά μικρά μέρη όλα κι όλα, όπως το δικό μας, με πόσιμο νερό. Τα ίδια στην Ιταλία, στην Κεντρική Ευρώπη, παντού. Όσοι έχουν επιβιώσει εκεί έξω πίνουν νερό από τα ποτάμια, μολυσμένο με ό,τι μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Και πεθαίνουν σαν τις μύγες, γεγονός που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση, καθώς δεν υπάρχει πια κανένας που να ενδιαφέρεται για ο,τιδήποτε άλλο, πέρα από την προσωπική του επιβίωση. Όσοι έχουν την υπομονή και τα μέσα να βράζουν το νερό πριν το πιούν, γλιτώνουν για λίγο από τις μολυσματικές ασθένειες, αλλά πώς να αποφύγουν τη ραδιενέργεια;
Η αλήθεια είναι ότι κι εμείς δεν ξέρουμε αν έχουν μολυνθεί με ραδιενέργεια τα χώματα και τα νερά μας. Προς το παρόν, τέσσερα χρόνια μετά, δεν έχουμε ακόμα ενδείξεις, δηλαδή καρκίνους, πέρα από το συνηθισμένο αριθμό για ένα πληθυσμό δέκα χιλιάδων ανθρώπων. Το σημαντικότερο, τα εκατόν δέκα παιδιά που γεννήθηκαν στο μεταξύ, ήταν απολύτως φυσιολογικά, εννοώ χωρίς δυσπλασίες. Έξω από την Κοιλάδα σπάνια γεννιέται φυσιολογικό μωρό, αλλά ακόμα και τότε έχει ελάχιστες πιθανότητες να επιβιώσει. Ορισμένοι είναι υπερβολικά αισιόδοξοι και φτιάχνουν θεωρίες ότι η σύσταση των πετρωμάτων στα γύρω βουνά απορρόφησε τη ραδιενέργεια και διάφορες παρόμοιες ανοησίες. Στην αρχή προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι δεν υπάρχουν κλειστές πόρτες για τη ραδιενέργεια, αλλά μετά σκέφτηκα ότι η ελπίδα, έστω και ψεύτικη, είναι εξαιρετικά σημαντική για την επιβίωση. Και συμφώνησα, ότι τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της Κοιλάδας την προστατεύουν. Αμέσως, κυκλοφόρησε σε όλους η χαρούμενη είδηση «ο καθηγητής είπε…»
Πριν την Καταστροφή, στην κοιλάδα ζούσαν εικοσιπέντε χιλιάδες άνθρωποι, μοιρασμένοι στα έξι χωριά και τους εννιά οικισμούς. Δεν ήταν πλούσιο το μέρος, αλλά οι άνθρωποι τα κατάφερναν, καλλιεργώντας τη λίγη εύφορη γη και βόσκοντας τα κοπάδια τους στα γύρω βουνά. Σκέφτομαι πως, αν είμαστε σήμερα εικοσιπέντε χιλιάδες, θα ήταν αδύνατο να τραφούμε. Αλλά, τις πρώτες μέρες, πολλοί έφυγαν θέλοντας να μάθουν για την τύχη των δικών τους που ζούσαν έξω από την Κοιλάδα και δεν επέστρεψαν ποτέ. Πολλοί χάθηκαν τα δύο πρώτα χρόνια, στις άγριες επιδρομές των απέξω, που ήθελαν το νερό, πριν οργανώσουμε αποτελεσματικά την άμυνά μας. Πολλοί δε μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις δυσκολίες της νέας κατάστασης και πέθαναν. Άλλοι αυτοκτόνησαν. Ακόμα και τώρα, δεν είναι λίγοι αυτοί που σηκώνονται και φεύγουν, παρόλο που δεν έχουν δει κανέναν να επιστρέφει. Το Συμβούλιο δεν τους εμποδίζει, με το σκεπτικό ότι αν μείνουν με το ζόρι, θα κάνουν περισσότερη ζημιά με τη γκρίνια τους, παρά καλό.
Ωστόσο, η κατάσταση έχει κάπως ισορροπήσει. Το τελευταίο τρίμηνο είχαμε τριάντα γέννες και μονάχα είκοσι έξι απώλειες κάθε είδους (φυσικοί θάνατοι, διαφυγές, ευθανασίες, νεκροί σε συμπλοκές με εισβολείς). Ήταν η πρώτη φορά που το ισοζύγιο ήταν θετικό, εδώ και τέσσερα χρόνια. Αλλά είναι εξαιρετικά εύκολο να ανατραπεί η αναλογία, ανά πάσα στιγμή, και να επιτρέψουμε στα καταθλιπτικά δεδομένα των προηγούμενων τριμήνων.
Το Συμβούλιο που διοικεί την Κοιλάδα έχει καταλάβει ότι χρειάζεται να υπάρχει πάντοτε μια κρίσιμη μάζα πληθυσμού, που θα μπορεί να την υπερασπίζεται, αλλά τυχόν υπερβολική αύξηση θα είναι καταστροφική. Γι’ αυτό παίρνει ορισμένα σκληρά μέτρα, με τα οποία συμφωνούν όλοι. Κανένας απ’ τους απέξω δεν έχει δικαίωμα να μπει στην Κοιλάδα, πολύ περισσότερο να μείνει σ’ αυτή. Οι ανταλλαγές γίνονται αποκλειστικά στη Νεκρή Ζώνη. Καμιά οικογένεια δεν έχει το δικαίωμα να συντηρεί ανάπηρο άτομο, σωματικά ή πνευματικά ή κατάκοιτο υπέργηρο. Τα μη αρτιμελή βρέφη υφίστανται αμέσως ευθανασία. Και επειδή, λόγω των μεγάλων απωλειών σε νέους άντρες, πολλές νέες γυναίκες έμειναν δίχως σύντροφο, αποφασίστηκε η υποχρεωτική πολυγαμία. Δε χρειάστηκε να τονιστεί το «υποχρεωτική», γιατί όλοι, ακόμα και αυτοί που εξακολουθούν να επισκέπτονται τα τζαμιά και τις εκκλησίες των χωριών, αντιλαμβάνονται ότι χωρίς παιδιά η Κοιλάδα είναι καταδικασμένη.
Αν εξαιρέσει κανείς τις υποχρεώσεις της άμυνας, η οποία είναι η πρώτη μας έννοια και στην οποία συμμετέχουμε όλοι, άντρες και γυναίκες, όσοι μπορούμε να κρατήσουμε το καλάσνικοφ στο χέρι, ασχολούμαστε με την καλλιέργεια. Δεν υπάρχει σπιθαμή γης ακαλλιέργητη. Δεν υπάρχει ακάλυπτος χώρος, εκτός από τους δρόμους, σε ολόκληρη την Κοιλάδα, που μη φυτεύεται. Ούτε καν οι στέγες των σπιτιών. Το νερό μας σώζει. Αναγκαστήκαμε να καταργήσουμε την κτηνοτροφία, γιατί δεν υπάρχει η δυνατότητα εισαγωγής ζωοτροφών. Συντηρούμε λίγα ζώα, για το γάλα των παιδιών. Αλλά, η γεωργική παραγωγή είναι τόση που μας επιτρέπει την επιβίωση. Την τελευταία χρονιά μάλιστα μπορέσαμε να κρατήσουμε και απόθεμα, όσπρια κυρίως, στις αποθήκες.
Επειδή οι κάτοικοι της Κοιλάδας ήταν στην πλειοψηφία τους γεωργοί και κτηνοτρόφοι κατάφεραν να προσαρμοστούν σχετικά γρήγορα στις νέες συνθήκες. Δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα. Δεν υπάρχουν καύσιμα, κανένα αυτοκίνητο δε μπορεί να κινηθεί, οι καρότσες των αγροτικών είναι σπαρμένες με φασόλια και φακές. Δεν υπάρχουν τηλέφωνα, ούτε κινητά ούτε σταθερά. Δεν υπάρχει τηλεόραση και ραδιόφωνο, ούτε τυπώνονται εφημερίδες. Δεν υπάρχει παγκόσμιος ιστός.
Είναι αδύνατον να ζήσουμε χωρίς τον έξω κόσμο, στη στενή μας φυλακή. Χρειαζόμαστε αυτά που δε μπορούμε να παράγουμε οι ίδιοι. Όπλα και πυρομαχικά, πρώτα απ’ όλα. Ρούχα και παπούτσια. Σκεύη για το μαγείρεμα. Καύσιμη ύλη, δηλαδή ξύλα και κάρβουνα. Τα στοιχειώδη έπιπλα, καρέκλες τραπέζια, κρεβάτια. Οικοδομικά υλικά. Εργαλεία για τις καλλιέργειες και για τα μαστορέματα και πολλά άλλα. Μας τα φέρνουν καραβάνια εξαθλιωμένων εμπόρων, που τριγυρίζουν εδώ και κει στις έρημες πόλεις και τα χωριά και μαζεύουν ό,τι χρήσιμο υπάρχει και μπορεί να μας ενδιαφέρει. Καμιά φορά κάνουν λάθη. Μια ομάδα κουβάλησε, κάποτε, ως εμάς έξι σάκους με βιβλία, από τα παλαιά, τα χάρτινα. Δεν τα θέλαμε, τελικά τα πήραμε για καύσιμη ύλη. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι λίγο άγραφο χαρτί και ξύλινα μολύβια. Κι αυτά όχι για τώρα, αλλά μπας και τα χρειαστούμε στο μέλλον. Αν υπάρξει μέλλον.
Στην αρχή είμαστε πολύ επιφυλακτικοί με τους εμπόρους. Πολλές φορές, εκεί που παζαρεύαμε, τράβηξαν τα καλάσνικοφ και άνοιξαν πυρ ομαδόν, θέλοντας να βάλουν χέρι στα γκούμια με το νερό, που γυάλιζαν στην είσοδο της Κοιλάδας. Την πρώτη και την τρίτη φορά τα κατάφεραν, αλλά έκαναν το λάθος να μπουν μέσα στην Κοιλάδα, για πλιάτσικο. Δε γλίτωσε κανείς τους. Τώρα έχουμε οργανώσει καλά την άμυνά μας, με σκοπιές, περιπολίες αλλά και γερά συρματοπλέγματα και ναρκοπέδια σε όλες τις διαβάσεις, ακόμα και στα μονοπάτια των βουνών. Κανείς δε μπορεί να περάσει μέσα. Ούτε κι εμείς μπορούμε να βγούμε, χωρίς οδηγό. Το χειρότερο είναι ότι δε μπορούμε να σεργιανάμε στα βουνά, εξαιτίας των ναρκών. Αλλά, όπως έχουν έρθει τα πράγματα, το χειρότερο είναι αυτό που προσπαθούμε να αποφύγουμε, με κάθε τρόπο: η εξόντωσή μας και η κατάληψη της Κοιλάδας των Νερών, από τους απέξω.
Το νερό περισσεύει. Καλλιεργούμε και ποτίζουμε ολόκληρη την κοιλάδα, ακόμα και τα περβάζια των παραθύρων. Πουλάμε μεγάλες ποσότητες στους εμπόρους, που καταφθάνουν καθημερινά στη Νεκρή Ζώνη. Κρατάμε πάντοτε γεμάτες τις υπόγειες δεξαμενές που κατασκευάσαμε. Όλα τα πηγάδια της κοιλάδας, αυτά που υπήρχαν και αυτά που ανοίξαμε, είναι γεμάτα. Κι όμως, δεν έχουμε καμιά ένδειξη ότι τα νερά λιγοστεύουν. Αυτό έκανε μερικούς να σκεφτούν μήπως πρέπει να επιτρέψουμε στους απέξω να φτιάξουν μόνιμους καταυλισμούς και να τους τροφοδοτούμε εμείς με νερό, για τους ίδιους και για καλλιέργειες. Για να επιβιώσουν περισσότεροι άνθρωποι. Το συζητήσαμε και συμφωνήσαμε όλοι ότι θα ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο για την Κοιλάδα, καθώς σε λίγο καιρό θα μαζευόντουσαν όλοι οι επιζήσαντες έξω από την πόρτα μας και το αποτέλεσμα θα ήταν να μην αντέξουμε την πίεση. Το αφήσαμε.
Η χειρότερη στιγμή μας ήταν στο τέλος της πρώτης χρονιάς, όταν ξέσπασε η εσωτερική διαμάχη, για το ποιος θα ελέγχει τους εισερχόμενους πόρους, δηλαδή τα προϊόντα που ανταλλάσσαμε με το νερό. Ως τότε, την ευθύνη την είχαν οι παλιοί ιθύνοντες και ειδικά ο δήμαρχος της περιοχής. Οι κάτοικοι ξεσηκώθηκαν όταν διαπίστωσαν ότι τα περισσότερα υλικά και τα καλύτερα εργαλεία μοιράζονται κατά σύστημα στους εκλεκτούς του δημάρχου. Οι τελευταίοι απάντησαν δυναμικά, αλλά αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Τετρακόσιοι εξήντα νεκροί, μέσα σε ένα απόγευμα. Όταν εξοντώθηκε ο δήμαρχος, τα παιδιά του και οι φανατικοί υποστηρικτές του, δημιουργήθηκε το Συμβούλιο, που διοικεί την Κοιλάδα. Δεν υπάρχουν πια αδικίες μεταξύ μας. Όχι γιατί είμαστε όλοι οπλισμένοι, αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να μας οδηγήσει σε γενικευμένη, εύκολη αλληλοεξόντωση. Αλλά γιατί καταλάβαμε ότι η επιβίωση του καθενός και των δικών του εξαρτάται από την επιβίωση της Κοιλάδας. Και η επιβίωση της Κοιλάδας απαιτεί απόλυτη ισονομία μεταξύ μας. Είναι γελοίο, ίσως, αλλά χρειάστηκε να έρθει το τέλος του ανθρώπινου πολιτισμού για να το πετύχουμε. Κι αυτό αποκλειστικά μέσα στα ασφυκτικά όρια της Κοιλάδας και χάρη στο νερό.
Οι μεγαλύτεροι ζούμε σε μόνιμη κατάθλιψη. Αναλογιζόμαστε αυτά που χάσαμε. Αναλογιζόμαστε τον πολιτισμό μας, που χάθηκε στην άβυσσο. Αναλογιζόμαστε τους δικούς μας. Σκεφτόμαστε το μέλλον, που δεν υπάρχει. Οι νεότεροι φαίνονται καλύτερα προσαρμοσμένοι, αλλά μοιάζουν εντελώς διαφορετικοί. Δεν είναι παράξενο, είναι εντελώς διαφορετικός ο κόσμος που μεγαλώνουν.
Υπερασπιζόμαστε αποτελεσματικά την ύπαρξή μας, εδώ και τέσσερα χρόνια. Αλλά, τελευταία, βλέπω να έρχονται όλο και λιγότεροι έμποροι ως την είσοδο της Κοιλάδας, με όλο και λιγότερα εμπορεύματα. Ο έξω κόσμος φαίνεται να εξαντλείται. Μας μιλάνε για επιδημίες, που θερίζουν τους επιζήσαντες. Ζουν σαν τρωγλοδύτες, σκοτώνονται μεταξύ τους, πεθαίνουν από αρρώστιες και πείνα. Τι θα γίνει όταν δε θα υπάρχουν πια άνθρωποι για να ζητάνε το νερό μας, προσφέροντάς μας ό,τι έχουμε εμείς ανάγκη; Τι θα γίνει όταν εξαντληθούν τα αποθέματα που δημιουργούμε; Θα αναγκαστούμε να βγούμε εμείς έξω από την Κοιλάδα του Νερού. Και ως τώρα, κανένας από αυτούς που βγήκαν δεν επέστρεψε.