Οι πληροφορίες αναφέρουν πως το πρόγραμμα εθελούσιας αποχώρησης εργαζομένων από την “Αυγή” πέρασε από τα σαράντα κύματα των τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι να μετουσιωθεί σε κεντρική απόφαση και να γίνει η σχετική ανακοίνωση. Τελικά, οι σχετικές εισηγήσεις των “τεχνοκρατών” πήραν το πράσινο φως του Αλέξη Τσίπρα, κι αυτό απαιτούσε τόλμη, ιδιαίτερα καθώς το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης οδεύει προς ένα συνέδριο με συγκρουσιακά χαρακτηριστικά στο παρασκήνιο.
Δεν είναι εύκολο να αγγίξει κανείς τις “ιερές αγελάδες” και τα στερεότυπα που συχνά αντιφάσκουν με τη λογική. Όταν, δηλαδή, το θνήσκον κρίνεται ως αναγκαίο ακόμα κι όταν ο γιατρός υπογράψει τυπικά την ληξιαρχική πράξη θανάτου. Ως εκ τούτου, η προσεκτική διατύπωση της σχετικής ανακοίνωσης ήρθε να συγκεράσει αυτό που αξιολογήθηκε ως (και) λογικό, (και) αναγκαίο, παρά την ανησυχία ορισμένων για την υπέρβαση που γίνεται με όρους αγοράς.
Αναφέρει, λοιπόν, η ανακοίνωση:
“Η ΑΥΓΗ από το 1952 μάχεται για την ενημέρωση. Σε καιρούς δύσκολους για την κοινωνία και την χώρα στάθηκε όρθια, αναδεικνύοντας την πραγματικότητα, παλεύοντας για τα δίκαια του λαού από την θέση της Αριστεράς, πρωτοστατώντας στους κοινωνικούς αγώνες. Για να παραμείνει όρθια χρειάστηκαν αγώνες και θυσίες. Άντεξε σε χαλεπούς καιρούς και απέκρουσε τις επιθέσεις εναντίον της, ενώ μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας της από τη Χούντα, επανήλθε συμμετέχοντας από την πλευρά της στους αγώνες για την κοινωνική δικαιοσύνη.
Η ΑΥΓΗ δεν είχε ποτέ προνομιακές διαφημιστικές απολαβές από δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, δεν έλαβε θαλασσοδάνεια με «αέρα» όπως άλλοι όμιλοι του ενημερωτικού χώρου, έλαβε ψίχουλα από τις «Λίστες Πέτσα» εν αντιθέσει με λαθρόβια μέσα ενημέρωσης που είναι εκλεκτά του σημερινού ενοίκου του Μαξίμου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε και παραμένει ανέκαθεν πιστός στην αρχή της διαχείρισης των οικονομικών του με άξονα την διαφάνεια. Στηρίχθηκε και στηρίζεται μόνο στην κρατική χρηματοδότηση και τις εισφορές των μελών του, δεν έλαβε ποτέ θαλασσοδάνεια από τις τράπεζες που δάνεισαν με σχεδόν 300 εκατομμύρια την ΝΔ, αποπλήρωσε μέχρι και το τελευταίο ευρώ των δανείων του.
Η πολυετής κρίση στον Τύπο, η αρχή της οποίας τοποθετείται ακόμα και πριν την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, επέφερε βαριά πλήγματα στην ΑΥΓΗ. Με την στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ και του κόσμου της Αριστεράς στάθηκε όρθια. Ωστόσο τα νέα δεδομένα που διαμορφώνονται μέσα στο περιβάλλον της πανδημίας, δημιουργούν εκ νέου συνθήκες οικονομικής ασφυξίας.
Για τους λόγους αυτούς, τίθεται σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα οικονομικής αναδιάρθρωσης της εφημερίδας, το οποίο περιλαμβάνει και τη δυνατότητα οικειοθελούς αποχώρησης εργαζομένων στην ΑΥΓΗ.
Το πρόγραμμα έχει εθελοντικό χαρακτήρα και προβλέπει ένα σημαντικό οικονομικό κίνητρο για τους εργαζόμενους που θα επιλέξουν να ενταχθούν σε αυτό. Στόχος είναι οι οικειοθελώς αποχωρούντες να έχουν την μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση. Για αυτό τον λόγο, άλλωστε, η ΑΥΓΗ επέλεξε να μην αξιοποιήσει ουδεμία από τις αντεργατικές προβλέψεις που πρόσφατα ψηφίστηκαν.
Το πρόγραμμα απηχεί τον αναγκαίο σεβασμό στους εργαζόμενους και αναγνωρίζει την προσφορά τους στην εφημερίδα. Η επιτυχία του, θα κρίνει και την επιβίωση της.
Η ΑΥΓΗ, η εφημερίδα της Αριστεράς, πρέπει να μείνει ζωντανή και να ισχυροποιηθεί.
Είναι ζήτημα πολυφωνίας, είναι ζήτημα δημοκρατίας”.
Είναι γνωστό στους παροικούντες την Κουμουνδούρου πως τα κομματικά μέσα του ΣΥΡΙΖΑ προκαλούν αφαίμαξη αρκετών εκατομμυρίων ευρώ ετησίως από την κρατική επιχορήγηση. Κάποιοι ανεβάζουν το ποσό στα 4,8 εκατ. ευρώ ετησίως. Είναι πολλά χρήματα. Πάρα πολλά.
Και είναι εξωφρενικά πολλά εάν ισχύσει ο γνωστός κανόνας του “value for money”, ήτοι τι απόδοση σε παρεμβατικότητά έχει αυτή η συνεχής επιδότηση.
Η “Αυγή” δεν είναι μόνο μια ιστορική εφημερίδα, είναι και μια χρήσιμη εφημερίδα. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι εκφράζει έναν πολιτικό χώρο. Αυτό είναι το λιγότερο. Είναι πρωτίστως χρήσιμη διότι εκπροσωπεί και αποτυπώνει μια διαφορετικότητα και τόσες σπουδαίες σκέψεις και απόψεις που απουσιάζουν από τα υπόλοιπα μέσα ενημέρωσης. Σημαντικές προσωπικότητες της Αριστεράς -και όχι μόνο- έχουν βάλει την υπογραφή τους και έχουν σηματοδοτήσει την ιστορικότητά της.
Εδώ και αρκετά χρόνια, ωστόσο, με τον κόσμο να αλλάζει και τα μίντια να μεταλλάσσονται, ο “εκμοντερνισμός” της εφημερίδας δεν έχει κατορθώσει να συγκινήσει παρά μόνο ένα πολύ μικρό μέρος των ψηφοφόρων του κόμματος. Μια απάντηση προκύπτει από την δραματική συρρίνωση του αναγνωστικού κοινού. Γιατί, φερ΄ ειπείν, να έχει μεγαλύτερη κυκλοφορία η “Αυγή”, όταν παραδοσιακές εφημερίδες χάνουν σωρρηδόν αναγνώστες; Δεν είναι, όμως, η μοναδική απάντηση. Κι αυτό διότι ένα μεγάλο μέρος πολιτών που ψηφίζουν ή συμπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ προτιμούν να διαβάζουν την “Καθημερινή”, ή ακόμα και τα ( συχνά εχθροπαθή προς τον πολιτικό χώρο) “Νέα”, για να μην αναφέρουμε το λογικό, ό,τι, δηλαδή, προτιμούν την “Εφημερίδα των Συντακτών”.
Όμως, αυτή είναι και μια βολική για ορισμένους απάντηση. Καθώς παραβλέπεται πως, παρά τις φιλότιμές προσπάθειες των διευθυντικών ομάδων των τελευταίων ετών, η εφημερίδα δημιουργεί την αίσθηση -ενίοτε την αδικεί…- πως αποτελεί ένα περίκλειστο οχυρό απόψεων που αρνείται να σταθμίσει τις διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις και τις νέες κοινωνικές και πολιτικές συμπεριφορές. Δεν πρέπει να υποτιμά κανείς την σπουδαία συνεισφορά της εφημερίδας σε μείζονα κοινωνικά θέματα -από τα εργασιακά μέχρι τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις μειονότητες, το θέμα των γυναικοκτονιών κ.ά-, από την άλλη συχνά εκπέμπεται η εντύπωση πως “ό,τι δεν είναι δικό μας, δεν μας αφορά”.
Πριν λίγο καιρό, σε πρωϊνή εκπομπή του “αδελφού” ραδιοφωνικού σταθμού “Στο Κόκκινο” φιλοξενήθηκαν μαζί ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και ο τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Ζαχαριάδης. Το “δίδυμο” έχει κονταροχτυπηθεί αρκετές φορές σε άλλα μέσα ενημέρωσης, για τον κομματικό ραδιοσταθμό, ωστόσο, αποτέλεσε ένα “event” καινοτομίας. Το αυτονόητο, δηλαδή, με όρους δημοσιογραφικής αγοράς, μετατράπηκε σε μια πολιτική “καρέτα-καρέτα”. Κακώς, διότι θα έπρεπε να είναι απλώς αυτονόητο. Υπήρξαν, μάλιστα, και αρκετοί που “ξίνισαν” επειδή ο Γεωργιάδης διέβη το συριζαϊκό άβατο. Τόσο καταλαβαίνουν.
Αυτό το περιστατικό, όμως, αποτελεί μία -μέσα σε πολλές άλλες- ένδειξη σχετικά με το τι συμβαίνει και τι θα έπρεπε να συμβαίνει. Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση ο ίδιος ο Γεωργιάδης έδωσε έμμεσα την απάντηση όταν προανήγγειλε την συνέντευξή του στον ραδιοσταθμό λέγοντας “πάμε…εκτός έδρας”. Κι αυτό διότι εξέθεσε άλλα μέσα ενημέρωσης στα οποία θεωρεί τις εμφανίσεις του “εντός έδρας”. Ο υπουργός Ανάπτυξης αφελώς υπέδειξε τη λύση: Το “Κόκκινο” μπορεί να είναι απλώς η “έδρα”. Το γήπεδο, δηλαδή, που μπορούν να ακούγονται όλες οι απόψεις, όπου δεν αποκλείται κανείς.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, όταν από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης απουσιάζουν πια οι πολιτικές εκπομπές, η πολιτική ενημέρωση και η αντιπαράθεση απόψεων- κι όταν η τελευταία γίνεται αυτό συμβαίνει με όρους κόντρας.
Το πρόγραμμα εθελουσίας αποσκοπεί στην εξυγίανση των οικονομικών της εφημερίδας. Πιθανότατα, δε, αυτή η προσπάθεια να επεκταθεί και στον ραδιοφωνικό σταθμό. Όμως, πέρα από την ορθή πολιτική οικονομικής διαχείρισης που επιχειρείται έστω και με καθυστέρηση, υπάρχει και το “δια ταύτα”. Η αντίληψη για τον τρόπο με τον οποίο ένα κομματικό μέσο πρέπει να πάψει να είναι στενά κομματικό και να υπηρετήσει την ανάγκη διεύρυνσης και προσέγγισης νέων κοινών.
Όσο και να μειωθούν τα κόστη, η επιβίωση και η ανάπτυξη απαιτούν περισσότερους αναγνώστες και περισσότερους ακροατές. Και αυτοί οι περισσότεροι δεν θα προέλθουν από τους ανησυχούντες για την ιδεολογική επιμόλυνση που μπορεί να προκαλέσει κάθε Γεωργιάδης αλλά από εκείνους που θα βρουν πιο ενδιαφέροντα τον πλουραλισμό από την μονοτονία και μονομέρεια άλλων (“συστημικών”) μέσων ενημέρωσης. Ένα κομματικό μέσο (εάν θεωρήσουμε πως έχει λόγο ύπαρξης στους καιρούς που ζούμε) θέλει περισσότερους αναγνώστες ή ακροατές, όπως ένα κόμμα θέλει περισσότερους ψηφοφόρους για να σταθεί στον πολιτικό ανταγωνισμό. Όταν, δε, το κόμμα είναι κόμμα διακυβέρνησης και εξουσίας, το ζητούμενο γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό.
Εν κατακλείδι, είναι θετικό αυτό το πρώτο βήμα σχετικά με την “Αυγή”. Αρκεί να μην είναι το τελευταίο. Και για να μην είναι θα απαιτηθούν κι άλλα. Μακριά από στερεότυπα.
Υ.Γ Στις εκλογές για τον ΕΔΟΕΑΠ, όπως και στην διοίκηση της ΕΣΗΕΑ, δημοσιογράφοι με ιδεολογικές καταβολές από τον ΣΥΡΙΖΑ συνυπάρχουν και συνδιοικούν με συναδέλφους τους που θεωρούνται (κακό πράγμα για τους δημοσιογράφους άλλα έτσι είναι…) πως πρόσκεινται στη Ν.Δ, ή το ΚΙΝ.ΑΛ. Πως κατορθώνουν να εργάζονται, να λειτουργούν και να συνδικαλίζονται οι δημοσιογράφοι μέσα από συμμαχίες και συνεργασίες και δεν είναι εφικτό κάτι ανάλογο στα κομματικά μέσα του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι μια απορία. Ίσως και μια απάντηση για την εξωστρέφεια που πρέπει να έχουν τα τελευταία. Αλλιώς η ιστορικότητα θα χάνεται μέσα στον χρόνο. Ιδιαίτερα όταν πρέπει να προσεγγίσει κανείς με νέα μέσα (διαδίκτυο, social media κ.ά) τα νέα ακροατήρια.