Η συμμετοχή των 270.000 ψηφοφόρων στην εσωκομματική εκλογή της Κυριακής είναι σίγουρα νίκη για το Κίνημα Αλλαγής. Και μπορεί να είναι ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι ήττα γιατί η συμμετοχή αυτή έχει απαραιτήτως πάγια χαρακτηριστικά μετακίνησης ψηφοφόρων. Ούτε γιατί είναι δεδομένο πως ο νέος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ θα συγκρατήσει το ρεύμα ανόδου του κόμματός του που καταγράφηκε στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις – ούτε γιατί επίκειται νεκρανάσταση του παλιού, κραταιού ΠΑΣΟΚ που θα ταράξει όντως το πολιτικό σκηνικό. Για να συμβούν όλα αυτά – εάν και εφόσον συμβούν –, το ΚΙΝΑΛ θα πρέπει να διανύσει μακρύ δρόμο ακόμη. Κι ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο πιθανότερος τελικός νικητής, θα πρέπει να γράψει πολλά πολιτικά χιλιόμετρα για να αποτελέσει πράγματι τον «αντι-Τσίπρα» της κεντροαριστεράς. Πέρα από τα creditsτου νέου και άφθαρτου, θα πρέπει να δώσει καθαρό ιδεολογικό και προγραμματικό στίγμα, να πάρει θέση σε σκληρά ανοιχτά μέτωπα , να εξηγήσει τι σημαίνει και έως που φθάνει η «πολιτική αυτονομία» – να πει με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει στην κρίσιμη στιγμή.
Η μαζική συμμετοχή όμως στις κάλπες του ΚΙΝΑΛ είναι ήττα για τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί πιστοποιεί το κενό: Το μεγάλο κενό στον χώρο της κεντροαριστεράς, τον χώρο που μετέτρεψε τον ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα του 3% σε δύναμη διακυβέρνησης και σ’ έναν από τους δύο βασικούς πόλους του πολιτικού συστήματος.
Ηταν αρκετοί από αυτόν τον χώρο, από τους ψηφοφόρους του ΣΤΥΡΙΖΑ του 2015 και του 2019, ανάμεσα στους 270.000 της Κυριακής που σηκώθηκαν από τον καναπέ για να πάνε να ψηφίσουν πρόεδρο στο ΚΙΝΑΛ. Δεν το έκαναν γιατί τους έστειλε ο ΣΥΡΙΖΑ να ψηφίσουν Παπανδρέου και να «μαυρίσουν» Λοβέρδο – και να το ήθελε, υπάρχουν βάσιμες αμφιβολίες ότι οργανωτικά μπορούσε να το κάνει. Το έκαναν διότι λειτούργησε η παραταξιακή μνήμη, όπως είπε ο – πάντα διεισδυτικός –καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής Γεράσιμος Μοσχονάς.
Και για το γεγονός ότι αυτή η μνήμη παραμένει ενεργή, και πολύ περισσότερο, για το ότι αφυπνίσθηκε, την ευθύνη την έχει ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι απίθανο, άλλωστε, κάποιοι απ’ όσους βρήκαν την Κυριακή ανοιχτές πόρτες στην Χαριλάου Τρικούπη να είχαν συναντήσει προηγουμένως τις κλειστές πόρτες της διεύρυνσης στις οργανώσεις της Κουμουνδούρου.
Όπως δεν είναι καθόλου αμελητέο και το γεγονός – παρ’ ότι η δυναμική αυτής της τάσης παραμένει ζητούμενο – ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου του ΚΙΝΑΛ στις τελευταίες δημοσκοπήσεις αντλείτο από τον ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της MRBοι εισροές προς το ΚΙΝΑΛ ήταν 4% από την ΝΔ και 7% από τον ΣΥΡΙΖΑ. (Εδώ, μπορεί δικαίως στην Κουμουνδούρου να θέτουν ζήτημα για την αξιοπιστία των δημοσκοπήσεων, αλλά δεν φταίνε μόνον οι δημοσκοπήσεις).
Εν ολίγοις, η μαζική συμμετοχή στις κάλπες του ΚΙΝΑΛ είναι η υπενθύμιση ότι ουδέποτε η ελληνική κοινωνία έγινε, αίφνης και πλειοψηφιακά, αριστερή. Και ότι επίσης το 32% που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ το καλοκαίρι του 2019 δεν είναι δεμένη, πολιτική του «προίκα».
Απλώς, ένα μεγάλο και απογοητευμένο τμήμα ψηφοφόρων του παλαιού ΠΑΣΟΚ εμπιστεύτηκε την ορμή και την υπόσχεση του Αλέξη Τσίπρα για ένα νέο προοδευτικό όραμα και μια νέα συμμαχία – «γέφυρα» μεταξύ αριστεράς και κεντροαριστεράς.
Αυτή η συμμαχία δεν παγιώθηκε. Κι ο δεσμός δεν έγινε πολιτικός γάμος.
Ο τριγμός αυτού του δεσμού ακούστηκε μέσα από τις κάλπες του ΚΙΝΑΛ. Και το μήνυμα έχει ήδη ληφθεί και από πολλά στελέχη στην Κουμουνδούρου που προβληματίζονται. Επισημαίνοντας, ότι η μαζική συμμετοχή στις κάλπες της Κυριακής κρούει «καμπανάκι» και για δύο ακόμη λόγους: Θυμίζει ότι οι ψηφοφόροι του παλαιού ΠΑΣΟΚ αφού έκαναν το άλμα το 2015 και μετακινήθηκαν από μια βαθιά παραταξιακή σχέση,εγγεγραμμένη στο πολιτικό DNAτους, μπορούν να το ξανακάνουν. Ισως πιο εύκολα απ’ ό,τι κάποιοι θέλουν να πιστεύουν – κι, ενδεχομένως, και ορισμένοι να επαναπατριστούν.
Δείχνει επίσης πως το γερασμένο πολιτικά ΠΑΣΟΚ – και εδώ πολύ περισσότερο ο ίδιος ο Νίκος Ανδρουλάκης – κινητοποίησε όχι μόνον τους ηλικιωμένους νοσταλγούς του παλιού brandαλλά και πολλούς νέους ψηφοφόρους. Στους οποίους μέχρι τώρα έχει καθαρό προβάδισμα ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά ενδέχεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για λύσεις, προτάσεις και προοπτική παρά για τοξική ιδεολογική σύγκρουση με όρους παρελθόντος.
Με αυτή την «προίκα» πια, και με αυτούς τους προβληματισμούς, ο ΣΥΡΙΖΑ, και ο Αλέξης Τσίπρας, καλούνται να πάρουν νέες αποφάσεις. Προσμετρώντας σοβαρά πλέον το υπαρκτό κενό – ή, άλλως, απλώς mindthegap…