Τις πρώτες 48 ώρες από τη νίκη του Νίκου Ανδρουλάκη στον πρώτο γύρο της εσωκομματικής μάχης διαδοχής στο ΚΙΝ.ΑΛ, η “ανάλυση” που διατυπώνεται από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εστιάζεται στην πανωλεθρία που υπέστησαν οι δημοσκοπήσεις. Σωστό αλλά μάλλον άσχετο. Πρόκειται περισσότερο ως ένδειξη αμηχανίας ή αναμονής μέχρις ότου διαμορφωθούν οι συνθήκες, ή, χειρότερα, σε μια προσπάθεια προεξόφλησης της διάψευσης των δημοσκοπήσεων (που υπέστησαν την πανωλεθρία σχετικά με το ΚΙΝ.ΑΛ), οι οποίες όπως προέβλεπαν την επικράτηση του Ανδρέα Λοβέρδου έτσι επιμένουν ότι η Ν.Δ προηγείται με περίπου δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
Από την άλλη, κύκλοι που πρόσκεινται στην Κουμουνδούρου με έντονη δραστηριότητα και στα social media απαξιώνουν τον νικητή του πρώτου γύρου ως δημιούργημα του πασοκικού κομματικού σωλήνα και πολιτικό τέκνο του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ακόμα κι αν θεωρηθεί κι’ αυτό σωστό, τι ακριβώς είναι που προκαλεί έκπληξη; Σε ένα πολιτικό σύστημα όπου κυριαρχούν εδώ και πολλά πολλά χρόνια τα πολιτικά τζάκια και οι κομματικές επετηρίδες, γιατί επιλεκτικά αναδεικνύονται τα κομματικά ένσημα του ευρωβουλευτή και η δεινότητά του στον χειρισμό της διαλέκτου των μηχανισμών και της εσωκομματικής ίντριγκας;
Είναι περίεργο, μάλιστα, όταν αυτό το “επιχείρημα” το χρησιμοποιούν δημοσίως ακόμα και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διότι παραπέμπει σε “αυτομαστίγωμα”. Δεν ήταν, άλλωστε, βουτιά στην κομματική επετηρίδα της Αριστεράς η ανάδειξη του πολύ νέου, τότε, Αλέξη Τσίπρα; Ή μήπως προήλθε από την Μεγάλη του Λαού Σχολή και δεν είχε διαβεί ποτέ τις πόρτες των κομματικών συνάξεων και των συνιστωσών; Εάν ο Ανδρουλάκης ήταν πολιτικό τέκνο του Βενιζέλου, ο πρώην πρωθυπουργός δεν ήταν στα πρώτα βήματά του πρόταση ανανέωσης του Αλαβάνου; Ανάλογη πορεία είχε αρχικά με τον νικητή της Κυριακής στο ΚΙΝ.ΑΛ. Μια πορεία, όμως, που με την χαρισματικότητά του και την σκληρή (αυτο)εκπαίδευση κατόρθωσε να της προσδώσει χαρακτηριστικά κοινωνικού ρεύματος, τέτοια ώστε να παραλάβει έναν ΣΥΡΙΖΑ του 3% και πολύ σύντομα να τον μετατρέψει σε κόμμα εξουσίας και την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς. Δεν σημαίνει αυτό πως ο νικητής της Κυριακής στο ΚΙΝ.ΑΛ, εφόσον επιβεβαιώσει την κυριαρχία του στον δεύτερο γύρο, έχει εξασφαλισμένη ανάλογη πορεία με τον Αλέξη Τσίπρα (πρακτικώς κάτι τέτοιο φαντάζει απίθανο, οι συγκρίσεις, δε, εξαντλούνται μόνο στα παραπάνω), όμως, δεν είναι αυτός ο λόγος για να τον απορρίπτει κανείς.
Άστοχες και άτοπες τέτοιες προσεγγίσεις, λοιπόν. Οι αρχηγοί και οι πρωθυπουργοί της μεταπολίτευσης προήλθαν είτε μέσα από τους διαδρόμους της οικογενειοκρατίας (τζάκια), είτε μέσω της ανέλιξης στα κομματικά όργανα και την θητεία σε μηχανισμούς. Το πρώτο είναι αναμφίβολα προβληματικό, το δεύτερο είναι σε μεγάλο βαθμό αναγκαίο. Ως προς το πρώτο η Ελλάδα κρατά γερά τα σκήπτρα σε ολόκληρη την Ευρώπη (τρεις πολιτικές οικογένειες που αθροιστικά κυβερνούν τα 2/3 της τελευταίας 50αετίας- για να μην βυθιστούμε στην παλαιότερη πολιτική ιστορία), ως προς το δεύτερο είναι κάτι που το συναντάμε στα περισσότερα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα.
Η μομφή, λοιπόν, στον Ανδρουλάκη δεν μπορεί να εστιάζεται στο κομματικό παρελθόν του, αλλά στο σημερινό ιδεολογικό και πολιτικό του πρόσημο και, κυρίως, στο εάν έχει τις δυνατότητες και την στρατηγική να παραγάγει πολιτικό αποτέλεσμα για το κόμμα του και ευρύτερα εάν μπορεί να συνεισφέρει στην κινητικότητα και την ανανέωση του πολιτικού συστήματος. Ως προς αυτά θα κριθεί.
Μέχρι τότε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει να αναλύει τις συνθήκες στο πεδίο της πραγματικότητας. Διότι, εν τέλει, όσοι “τρολάρουν” το παρελθόν του Ανδρουλάκη θα έπρεπε να το αντιπαραθέτουν με την φλόγα στο τζάκι των Παπανδρέου. Και εν κατακλείδι, όπως έλεγε ο Ντενγκ Σιάο-Πινγκ (αν και την εισήγαγε πρώτος ο Μάο Τσε Τουνγκ) ” Δεν έχει σημασία αν η γάτα είναι άσπρη ή μαύρη, αρκεί να πιάνει ποντίκια”.
Διότι, εάν και όταν φτάσει η ώρα να επιβεβαιώσεις το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης δεν θα ξινίσεις τα μούτρα επειδή ο Ανδρουλάκης υπήρξε “λοχαγός” του (όποιου) Βενιζέλου. Αλλιώς, μένεις μόνος σου στη γωνία επαιρόμενος για την αγωνιστική σου καθαρότητα…