Με την αδόκητη απώλεια της Φώφης Γεννηματά και μέχρι την διπλή εσωκομματική αναμέτρηση από την οποία εξήλθε πανίσχυρος ο Νίκος Ανδρουλάκης το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ κέρδισε όση θετική δημοσιότητα δεν είχε καταφέρει να κερδίσει από τις αντίστοιχες διαδικασίες του 2017. Είναι, δε, βέβαιο πως και το επόμενο διάστημα θα βρεθεί στην προμετωπίδα, αφενός με τις πρωτοβουλίες που θα αναλάβει ο νέος αρχηγός (εκλογή προέδρου Κ.Ο, συνέδριο κ.ά), αφετέρου με τις δημοσκοπήσεις που “ζεσταίνουν τις μηχανές τους” και μπορεί εύκολα και ίσως εύλογα να προβλέψει κανείς πως θα το εκτινάξουν σε συμπαθητικά διψήφια ποσοστά. Συνέβη, άλλωστε, και πριν τέσσερα χρόνια…
Ο Νίκος Ανδρουλάκης αναλαμβάνει, λοιπόν, την ηγεσία του τρίτου κόμματος της Βουλής με σημαντικά πλεονεκτήματα:
–Έχει κερδίσει συντριπτικά έναν Παπανδρέου. Εάν ο τελευταίος επέλεξε κακώς την πολιτική αυτοχειρία ή όχι, εκθέτοντας τον εαυτό του και την “κληρονομιά” του σε μία μάχη που φαινόταν απολύτως βέβαιο πως θα την χάσει, είναι κάτι που θα το κρίνει η Ιστορία. Για το νέο αρχηγό, ωστόσο, η νίκη επί του απόλυτα εμβληματικού ονόματος της παράταξης είναι αναμφίβολα μια σκευή που ελάχιστοι διεκδικητές κομματικών “θρόνων” είχαν κατορθώσει.
–Είναι μόλις 42 χρονών, κάτι που του επιτρέπει να σχεδιάζει και να οραματίζεται σε βάθος πολιτικού χρόνου. Σε ένα εκλογικό σώμα που έχει παραδόξως ταυτίσει την ανανέωση με την ηλικία πρόκειται για ένα σημαντικό εφόδιο.
–Διαθέτει το “laissez faire” να προχωρήσει σε αλλαγές δίχως για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα να αισθανθεί την παραμικρή ενόχληση. Όποιος τολμήσει να θέσει όρους ή να επιδιώξει “διαπραγματεύσεις” μαζί του πρέπει να λάβει υπόψιν του πως ίσως βρεθεί εύκολα στην έξοδο της Χαριλάου Τρικούπη και μάλιστα χωρίς να ανοίξει ρουθούνι.
Εδώ σταματούν, όμως, τα πλεονεκτήματα και αρχίζουν σταδιακά να διατυπώνονται τα ερωτηματικά.
Θα σταθεί εφικτό να προσδιορίσει σχετικά γρήγορα την ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα της νέας “οντότητας” που όπως όλα δείχνουν θα έχει στην μαρκίζα (με τον ένα ή τον άλλο τρόπο) το όνομα ΠΑΣΟΚ; Θα προσδιορίσει πως θα εξελιχθεί ο “διμέτωπος” που περιέγραψε απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.Δ και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ; Θα υπερκεράσει με όποιο κόστος τις πιέσεις που ήδη δέχεται από κομματικά κέντρα (που στήριξαν άλλους υποψήφιους) και περσόνες του παλαιότερου ΠΑΣΟΚ που σήμερα βρίσκονται εκτός κομματικού νυμφώνος και έχουν εδώ και καιρό πάρει θέση σχετικά με την κατεύθυνση που επιθυμούν; Θα διαχειριστεί σωστά την απουσία του από τη Βουλή και τις μάχες σε επίπεδο αρχηγών, πιθανώς, μάλιστα, και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έως τις επόμενες εκλογές; Και, ακόμα, θα περιγράψει, τοποθετούμενος ο ίδιος στον χώρο, όπως έχει πει, της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, ποιες δυνητικά συμμαχίες θα μπορούσαν να προκύψουν στο μέλλον; Ή, μήπως, θα παραμείνει αυτόνομα μετέωρος αφήνοντας την όποια επιλογή για την ύστατη στιγμή που ίσως προσδιοριστεί -ίσως και όχι- από το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης με την απλή αναλογική;
Είναι βέβαιο πως μιντιακά και πολιτικά συστήματα που υποστήριξαν έμμεσα και άμεσα την υποψηφιότητά του, το έπραξαν θεωρώντας πως είναι η καλύτερη λύση για την συντήρηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου και μια ευκαιρία να μετακινηθούν πασοκογενείς ψηφοφόροι από την αξιωματική αντιπολίτευση προς το “νέο ΠΑΣΟΚ”. Τον αναδεικνύουν ήδη ως “αντι-Τσίπρα” και ως πολιτικό εργαλείο για την εκλογική συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ με στόχο να δυσκολέψει έως και να καταστεί αδύνατη η επιστροφή του στην εξουσία. Και, φυσικά, να ενισχύεται η ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η σχετική ανάλυση αποκλείει έως τώρα την πιθανότητα να επαναπατρίσει ο Νίκος Ανδρουλάκης ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που προτίμησαν να ψηφίσουν τη Ν.Δ για να φύγει ο Τσίπρας.
Μάλλον κακώς διότι σε κάθε δύο ψήφους που μπορεί να χάνει ο ΣΥΡΙΖΑ προς το πολλά υποσχόμενο αφήγημα Ανδρουλάκη, είναι πιθανό να καταγράφεται και απώλεια μιας ψήφου από τη Ν.Δ, ιδιαίτερα εάν ενισχύεται η απογοήτευση για τις κυβερνητικές πολιτικές. Όμως, οι εκπρόσωποι της παραπάνω θεωρίας φαίνεται πως έχουν αποδεχθεί τέτοιες απώλειες εφόσον η βασική (δημοσκοπική) διαφορά μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ δεν αλλοιώνεται σημαντικά.
Η “παγίδα” είναι γνωστή. Ο Νίκος Ανδρουλάκης θα πιέζεται “ευγενικά” και μέσα από μικρές επικοινωνιακές “αγιογραφίες” να εκφράσει το μέτωπο κατά του ΣΥΡΙΖΑ, θα προβάλλεται ως ηγετικό μοντέλο για μια ευέλικτη κεντροαριστερά χωρίς, όμως, αντιδεξιό πρόσημο, ίσως ωστόσο δέχεται κατά καιρούς μικρά αλλά καίρια πλήγματα εάν κριθεί πως η αντιπολιτευτικότητά του ξεφεύγει από το ανεκτό πλαίσιο. Το υπέστη, άλλωστε, τους τελευταίους μήνες πριν τον θάνατό της και η Φώφη Γεννηματά.
Ο νέος αρχηγός γνωρίζει, αναμφίβολα, όλα τα παραπάνω. Αντιλαμβάνεται πως μπορεί να έχει κερδίσει την μάχη της πολιτικής (του) ισχύος και το στοίχημα της ανανέωσης, η αυτονομία, όμως, και η ενότητα παραμένουν θέματα υπό διαπραγμάτευση. Λοβέρδος (περισσότερο) και Παπανδρέου (λιγότερο) μπορεί να είναι πλέον μικροί (ηττημένοι) μέτοχοι, χωρίς καταστατική μειοψηφία, διαθέτουν από την άλλη ερείσματα και δεν αποκλείεται να προκαλούν αναταράξεις. Παρόμοιες με αυτές που παρακολουθούμε να συμβαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Όλα τα παραπάνω θα κριθούν αρκετά γρήγορα και, πάντως, πριν από το συνέδριο (έχει προγραμματιστεί για τον Μάρτιο). Από την αντιπαράθεση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ πρέπει να παρουσιάσει ευκρινές στίγμα, το ίδιο θα συμβεί και σχετικά με μείζονα θέματα επικαιρότητας.Όσο κι αν επιχειρηθεί “χειρουργική” διαχείριση οι εντυπώσεις που θα δημιουργηθούν θα προσδώσουν εικόνα και πρόσωπο στον επικοινωνιακό ενθουσιασμό της θριαμβευτικής εκλογής.
Τούτων δοθέντων, ας αφήσουμε τον χρόνο να κυλήσει. Σημειώνοντας πως για όσα θα συμβούν στο ΠΑΣΟΚ προσεχώς θα προσδιορίζονται σε κάποιο βαθμό και από τις κινήσεις και πρωτοβουλίες των δύο μεγάλων κομμάτων. Από τις συμπεριφορές και τις “χημείες” που μπορεί να δημιουργηθούν. Ο ρυθμιστικός ρόλος του τρίτου κόμματος είναι δεδομένος. Μένει να δούμε εάν θα θελήσει να τον αναλάβει ή θα σπρώξει τα πράγματα σε ένα βολικότερο μέλλον…