Πήγα στο κομμωτήριο. Και μετά κάθισα σε ένα αγαπημένο παράθυρο να πιω μια, δυο, εξήντα δυο μπυρες.
Έξω κάθεται κόσμος.
Κι άλλος κόσμος περνάει.
«Γεια σας, είμαστε παιδιά με ειδικές ανάγκες, θέλετε ένα γούρι;», λέει ο νεαρός άντρας με το κόκκινο γιλέκο που έχει επάνω του κάτι ακατάληπτα πυκνογραμμένα πράγματα• κανεις δεν αγοράζει, φεύγει βιαστικά, πρέπει να πουλήσει.
Οι άνθρωποι στα τραπέζια συνομιλούν αμέριμνοι. «Κουβεντιάζουν», ισως, ισως και όχι.
Ισως διακόπτει ο ένας τον άλλον για να πει το δικό του.
«Θελουμε να πάμε εκδρομή, πουλάμε αυτό το ημερολόγιο», λέει ένας άλλος νεαρός• κανεις δεν αγοράζει, φεύγει λιγότερο βιαστικά, δείχνει πιο τίμιο αυτό, «κουβεντιάζεται» αλλά δεν πείθει.
Ο Ντίνος κουβαλάει μια μπουκάλα με αέριο για τις σόμπες, με κερνάει μια μπυρα, «αντέχεις;», «ναι, αντέχω».
«Είμαστε για τα τυφλά παιδιά, θέλετε να δώσετε κάτι;», όχι δεν θέλουν.
Τυφλοί είμαστε όλοι. Απλώς οι περισσότεροι δεν το ξέρουμε κύριε.
Περνάει ο σερβιτόρος, «συγνώμη, κάποιοι δουλεύουν», περνάει μια κυρία με χριστουγεννιάτικα κερατάκια, περνάνε όλοι, περνάνε όλα, τι σκατα έχει πάει λάθος με το είδος;
Τιποτα, απολύτως τιποτα. Όλα σωστά.
Παίζει Μόμπι.
(Φωτό Μ.Δ.)