Στις 3 Νοεμβρίου, ο πρωθυπουργός βρισκόταν στην αίθουσα των κοινοβουλευτικών συντακτών στην Βουλή, όταν ρωτήθηκε για την (τότε) έξαρση των κρουσμάτων του κορονοϊού.
Τότε τα κρούσματα ήταν 6.141 και ο δείκτης θετικότητας κάτω από το όριο ασφαλείας του 4%. Ο πρωθυπουργός απάντησε λέγοντας ότι «το σημαντικό δεν είναι ο αριθμός των κρουσμάτων – αυτό που μας απασχολεί περισσότερο είναι η θετικότητα και λιγότερο ο απόλυτος αριθμός των κρουσμάτων».
Χθες, με 36.246 και ο δείκτης θετικότητας ήταν 24,75%. Την Κυριακή επίσης ήταν 22,4%. Ο πρωθυπουργός δεν είχε τίποτα να απαντήσει επ’ αυτού, η κυβέρνηση δεν είπε εάν πρέπει και τώρα να μας απασχολεί ο δείκτης θετικότητας και κανένας εκ των επίσημων επιστημονικών συμβούλων της δεν εξήγησε στον κόσμο που οφείλεται η εκτίναξή του. Από το Μαξίμου διαμηνύθηκε απλώς ότι αποτελεί ειλημμένη πολιτική απόφαση να ανοίξουν κανονικά στις 10 Ιανουαρίου τα σχολεία, άνευ επιστημονικής τεκμηρίωσης για το εάν υπάρχει ή δεν υπάρχει ρίσκο.
Την Πρωτοχρονιά επίσης, στο μήνυμά του για το νέο έτος ο πρωθυπουργός είπε ότι η παραλλαγή Ομικρον δεν σαρώνει μόνον την Ελλάδα, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. «Όλα τα κράτη», είπε, «αντιμετωπίζουν αυτό το δυναμικό φαινόμενο. Με δεκάδες χιλιάδες κρούσματα, αλλά και λιγότερες νοσηλείες».
Χθες, με βάση τα στοιχεία του ΕΟΔΥ η Ελλάδα είχε 36.246 νέα κρούσματα. Η Γαλλία, με πληθυσμό επταπλάσιο από την Ελλάδα, είχε 67.641. Η Ιταλία, με εξαπλάσιο πληθυσμό, είχε 68.052, ενώ η Πορτογαλία και η Τσεχία με πληθυσμό ίδιο με την Ελλάδα ειχαν αντίστοιχα 10.554 και 1.930 κρούσματα. Και η Ολλανδία με πληθυσμό σχεδόν διπλάσιο από την χώρα μας είχε 14.536 κρούσματα– όσα σχεδόν είχε μόνον η Αττική.
Αρα δεν αντιμετωπίζουν «όλα τα κράτη», με την ίδια ένταση, το ίδιο «δυναμικό φαινόμενο». Η Ελλάδα, με βάση τα στοιχεία του ECDC, είναι στην πρώτη δεκάδα παγκοσμίως σε αριθμό ημερήσιων κρουσμάτων – κατ΄αναλογία πληθυσμού – και στην πρώτη πεντάδα στην Ευρώπη. Και με βάση τα στοιχεία του Reuters και της Refinitv την τελευταία εβδομάδα η Ελλάδα είχε αύξηση κρουσμάτων 350%, η Ιταλία και η Πορτογαλία 164% και η Γαλλία 130%. Η μέση αύξηση σε όλη την Ευρώπη ήταν 65%. Δηλαδή, στην Ελλάδα η αύξηση των κρουσμάτων είναι εξαπλάσια του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Ούτε επ’ αυτού όμως υπήρξε απάντηση, εξήγηση και τεκμηρίωση από τον πρωθυπουργό, την κυβέρνηση και τους επιστημονικούς συμβούλους της. Ουδείς θεώρησε, ούτε θεωρεί, αναγκαίο να εξηγήσει εάν φταίνε τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού, εάν το πρόβλημα είναι δημογραφικό, εάν φταίει ότι δεν έκλεισαν δραστηριότητες – ή αν φταίει εν τέλει ο κακός μας ο καιρός.
Το ίδιο είχε συμβεί και όταν οι δείκτες θνητότητας στην Ελλάδα εκτοξεύτηκαν – και παραμένουν – στα υψηλότερα επίπεδα σε όλη την Ευρώπη. Ουδείς εξήγησε ποτέ γιατί συμβαίνει αυτό.
Κάτι πήγε να μας πει ο καθηγητής Τσόδρας με την μελέτη για τις ΜΕΘ, πολλά προσπάθησε να μας εξηγήσει και να φωνάξει ο καθηγητής Θεόδωρος Λύτρας που συνυπέγραψε την ίδια μελέτη, αλλά ο αρμόδιος υπουργός Επικρατείας μας είπε μόνον ότι η έρευνα ήταν «ήσσονος σημασίας». Και οι υπόλοιποι μας λένε απλώς… don’t’ look up: Δεν είναι η πανδημία που μας σαρώνει αλλά η «καταστροφολογία» και η «ηττοπάθεια». Δεν νοσούμε, μπορεί να είναι η ιδέα μας. Κι εάν νοσήσουμε δεν θα κινδυνεύσουμε – κι εάν κινδυνεύσουμε, εν πάση περιπτώσει, δεν θα φταίνε οι ΜΕΘ που δεν υπάρχουν, ούτε το έλλειμμα πολιτικού σχεδιασμού, θα φταίει το έλλειμμα ατομικής ευθύνης.
Για το έλλειμμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης δεν λέει κανείς τίποτα. Κι ας είναι εκείνο που σαμποτάρει, και διαβρώνει βαθιά, κάθε ατομική και κοινωνική ευθύνη.
Το περιέγραψε ίσως με απόλυτη ακρίβεια, χωρίς να έχει απαραιτήτως στο μυαλό του την Ελλάδα και αναφερόμενος στα λάθη όλου του δυτικού κόσμου απέναντι στην πανδημία, ο δρ Μάικ Ράιαν του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας – ο άνθρωπος που είναι επικεφαλής του ΠΟΥ για τις υγειονομικές κρίσεις και παρακολουθεί εξ αρχής την διαχείριση της Covid 19.
«Είναι τραγικό», λέει σε συνέντευξή του στο επιστημονικό περιοδικό STAT:
«Είναι τραγικό να βλέπουμε ότι υπάρχουν εκατομμύρια άνθρωποι στο βόρειο ημισφαίριο που δεν εμβολιάζονται επειδή δεν εμπιστεύονται τις κυβερνήσεις τους. Οποιοι κι εάν είναι οι λόγοι γι αυτό, είτε γιατί οι κυβερνήσεις δεν κατάφεραν να χτίσουν εμπιστοσύνη, είτε γιατί η αξιοπιστία υπονομεύθηκε από την παραπληροφόρηση – όλα αυτά θα τα κρίνουν οι ιστορικοί και οι κοινωνιολόγοι του μέλλοντος.
Εάν όμως θέλουμε να προετοιμαστούμε για τις πανδημίες του μέλλοντος, ας κατανοήσουμε ότι δεν είναι όλα ζήτημα τεχνολογίας και έξυπνων μηχανών. Μπροστά στις πανδημίες του μέλλοντος έχουμε πολύ περισσότερο ανάγκη από μια κοινωνική λύση απ’ όσο μια τεχνολογική λύση. Διότι αντιμετωπίζουμε έναν κατακερματισμένο κόσμο, κατακερματισμένες κοινωνίες. Aντιμετωπίζουμε μια βαθιά και παρατεταμένη ρήξη εμπιστοσύνης»…