Υπάρχει μια ερώτηση που κάνουν όλο και πιο συχνά τις τελευταίες μέρες τα στελέχη του «πρωινού καφέ» του Μαξίμου, στις κατ΄ιδίαν συνομιλίες τους με δημοσιογράφους – φίλα προσκείμενους στην ΝΔ -, επιχειρηματίες και παράγοντες της αγοράς.
Η ερώτηση είναι «πως θα έβλεπες τις εκλογές τον Μάιο;» και μπορεί και να αποκτά άλλη διάσταση μετά την χθεσινοβραδυνή εξαγγελία του πρωθυπουργού για εσπευσμένη, νέα αύξηση του κατώτατου μισθού.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στην συνέντευξή του στον ΑΝΤ1 και τον Νίκο Χατζηνικολάου, δήλωσε ότι η δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού – μετά το 2% που εφαρμόστηκε από την 1η Ιανουαρίου – θα γίνει τον Μάιο και όχι τον Ιούλιο όπως αρχικά είχε προαναγγελθεί και θα είναι «σημαντικά μεγαλύτερη» από την πρώτη.
Η επίσπευση της αύξησης του κατώτατου μισθού – κατά 6% σύμφωνα με τις πληροφορίες – έχει πολιτικό παρασκήνιο. «Κλείδωσε» σε τηλεδιάσκεψη που έγινε την Τρίτη υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη, με την συμμετοχή του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα, του αναπληρωτή υπουργού Θεόδωρου Σκυλακάκη, του υπουργού Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη, των Γιώργου Γεραπετρίτη, Ακη Σκέρτσου, Σπήλιου Λιβανού και του κυβερνητικού εκπροσώπου Γιάννη Οικονόμου. Η σύσκεψη ήταν φορτισμένη, με τον Χρήστο Σταϊκούρα να μην κρύβει τον θυμό του για το γεγονός ότι ο Αδωνις Γεωργιάδης είχε σπεύσει, χωρίς καμία συζήτηση και χωρίς καμία συνεννόηση, να ανοίξει παράθυρο για μείωση ΦΠΑ στα είδη διατροφής προς αντιστάθμιση του κύματος των ανατιμήσεων και της έκρηξης του πληθωρισμού.
Ο υπουργός Οικονομικών, με στοιχεία και αριθμούς, είπε ότι μια τέτοια μείωση ΦΠΑ, ακόμη και στην συντηρητική της εκδοχή που θα αφορούσε μόνον τα βασικά τρόφιμα, θα είχε δημοσιονομικό κόστος πάνω από 1 δις ευρώ. Και εξήγησε μια σειρά από λόγους που δεν επιτρέπουν τέτοια δημοσιονομικά ρίσκα στην συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Οι λόγοι αυτοί συνοψίζονται στην απρόβλεπτη έκβαση και διάρκεια της πανευρωπαϊκής ενεργειακής κρίσης – που επιβάλει και νέες παρεμβάσεις αντιστάθμισης της έκρηξης του κόστους του φυσικού αερίου και του ρεύματος -, στην επίσης άδηλη εξέλιξη της πανδημίας και, κυρίως, στους παράγοντες που σηματοδοτούν δομική στροφή και μεταβολή στο διεθνές χρηματοοικονομικό σκηνικό.
Πρόκειται για τους εξής δύο κρίσιμους παράγοντες: Το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος με την στροφή των μεγάλων κεντρικών τραπεζών σε αυξήσεις επιτοκίων και περιοριστική νομισματική πολιτική, και το τέλος της ευελιξίας στους κανόνες για το χρέος και τα ελλείμματα στην Ευρώπη που θα έρθει με το κλείσιμο της χρονιάς.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι τελειώνει η εποχή του φθηνού χρήματος. Η Ελλάδα, ειδικά μετά το τέλος του 2022, δεν θα έχει πια την διέξοδο του εγγυημένου και φθηνού δανεισμού από την ΕΚΤ, ενώ το κόστος δανεισμού της χώρας ήδη ανεβαίνει ακολουθώντας την παγκόσμια τάση μετά την προαναγγελία της αμερικανικής Fed για επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων.
Σημαίνει επίσης ότι ήδη στενεύουν και τα δημοσιονομικά περιθώρια καθώς από το 2023 η Ευρώπη θα επιστρέψει στους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας – έστω και με κάποιες ήπιες μεταβολές – για τα ελλείμματα και το χρέος.
Πολιτικά, σημαίνει απλά ότι ήδη στενεύουν τα περιθώρια και για προεκλογικές παροχές και θα στενέψουν πιθανώς ακόμη περισσότερο το 2023.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χρήστος Σταϊκούρας έθεσε αυτό το πολιτικο-δημοσιονομικό πλαίσιο στο Μαξίμου, όπως δεν είναι η πρώτη φορά που έκανε καθαρό ότι οι όποιες δυνατότητες υπάρχουν στον προϋπολογισμό για φιλολαϊκά μέτρα αρκούν για να υπηρετήσουν την μία μόνον πλευρά του διλήμματος: ‘Η επιδοτήσεις και μέτρα στήριξης για την ενεργειακή κρίση και την πανδημία ή μειώσεις φόρων. Και τα δύο μαζί δεν γίνονται. Επιπλέον, οι επιδοτήσεις κοστίζουν λιγότερο από την μείωση των φόρων και μπορούν να ανασταλούν με μικρότερο πολιτικό κόστος όταν παρέλθει η διεθνής κρίση. Εάν πέσουν οι τιμές του ρεύματος μπορεί να σταματήσει η επιδότηση στους λογαριασμούς της ΔΕΗ, εάν μειωθεί όμως ο ΦΠΑ στα καύσιμα ή τα τρόφιμα δύσκολα μπορεί να αυξηθεί ξανά χωρίς πολιτική ζημιά.
Αυτή την φορά ωστόσο, η σύσκεψη του οικονομικού επιτελείου βρέθηκε ενώπιον κι ενός επιπλέον καθαρού πολιτικού ζητούμενου από το Μαξίμου: Την ανάγκη να υπάρξει οπωσδήποτε, και άμεσα, κάποιο φιλολαϊκό μέτρο που θα «σπάσει» το κύμα της κοινωνικής δυσφορίας για την ακρίβεια και θα τονώσει την εικόνα της κυβέρνησης – μια εικόνα, στην οποία οι δημοσκοπήσεις αποδίδουν πια καθαρή φθορά.
Εκεί επελέγη και αποφασίστηκε η επιτάχυνση της αύξησης του κατώτατου μισθού. Δεν έχει δημοσιονομικό κόστος καθώς την επωμίζονται οι επιχειρήσεις – οι οποίες στηρίχτηκαν από το κράτος στην πανδημία -, αντισταθμίζει τις εισοδηματικές απώλειες των εργαζομένων από την έκρηξη του πληθωρισμού και τονώνει το κοινωνικό προφίλ της κυβέρνησης: Αντικρούει το επιχείρημα ότι είναι η κυβέρνηση των ελίτ.
Επιπλέον, η αύξηση του κατώτατου μισθού από 1η Μαίου διαμορφώνει ευνοϊκό πολιτικό σκηνικό εάν και εφόσον η πανδημία επιτρέψει να ανοίξει εκείνο το «εκλογικό παράθυρο» που αναζητά η κυβέρνηση για τις πρόωρες κάλπες. Εδώ, έχει ενδιαφέρον και το δεύτερο, το follow up, ερώτημα που θέτουν τα μέλη του «πρωινού καφέ» του Μαξίμου στους συνομιλητές τους: Ποια θα ήταν ο αποδεκτός λόγος που θα μπορούσε να επικαλεστεί η κυβέρνηση για να πάει στις πρόωρες κάλπες; Οι απαντήσεις, πιθανώς, προσεχώς…