Δύο είναι τα κεντρικά ζητούμενα του επικείμενου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Με τι είδους πολιτικό πρόγραμμα θα πολιτευθεί τα επόμενα χρόνια και τί μορφή κόμματος θα έχει.
Του Χριστόφορου Βερναρδάκη
Ας τα δούμε αναλυτικά:
Να μιλάμε απλώς για «κρίση» ή για καπιταλιστική αναδιάρθρωση;
Η περίοδος που διανύουμε δεν είναι μια απλή περίοδος κρίσης. Είναι τυπική ιστορική φάση καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.
Η καταστροφή μεγάλου μέρους παραγωγικών δυνάμεων και επιχειρήσεων (μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, τεχνολογικός εξοπλισμός, ακίνητα και εγκαταστάσεις) που συντελείται αυτήν τη στιγμή – μαζί με τηνεπακόλουθη καταστροφή πολύ μεγάλου μέρους της μισθωτής εργασίας – είναι η ευκαιρία των “αγορών” και των λιμναζόντων κεφαλαίων για μια νέα συσσώρευση κεφαλαίου και μια νέα κερδοφορία. Αυτή ακριβώς η διαδικασία εξελίσσεται αυτήν τη στιγμή, όχι μόνο στην Ελλάδα βεβαίως.
Η καπιταλιστική αναδιάρθρωση είναι πάντοτε «βίαιη». Γιατί είναι ταχύτατη και αφορά ριζική αναδιάρθρωση των κοινωνικών τάξεων. Τι συμβαίνει σήμερα στη χώρα; Συμπίεση μικρού και μεσαίου εμπορίου, εξώθηση εκτός εργασίας μεγάλης μερίδας ελεύθερων επαγγελματιών, εκκαθάριση οικονομικών κλάδων όπως η Εστίαση, καταστροφή της μικρής – μεσαίας ακίνητης περιουσίας μέσω του νέου Πτωχευτικού Κώδικα.
Παράλληλα,εξελίσσεται με ραγδαίο τρόπο η αναδιάρθρωση της εργασίαςμε τη γενικευμένη ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίαςκαι την άτυπη θεσμοθέτηση υποκατώτατων μισθών σε μια σειρά από κατηγορίες μισθωτών. Το 80% των μισθωτών στον ιδιωτικό τομέα ζει αυτήν τη στιγμή σε μια κατάσταση οιονεί ανεργίας.
Η αναδιάρθρωση εκτείνεται όμως και έξω από τη σφαίρα των τυπικών οικονομικών σχέσεων. Στην Εκπαίδευση, π.χ.,ο στρατηγικός στόχος της αναδιάρθρωσης είναι να ενισχύσει το μηχανισμό ταξικής επιλογής που για ιστορικούς λόγους δεν είχε γίνει κατορθωτό μετά τη δεκαετία του ’60. Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός ως ανοικτός μηχανισμός κοινωνικής κινητικότητας πρέπει να αντικατασταθεί από ένα μη-δημοκρατικό εκπαιδευτικό μηχανισμό, με στόχο την αναπαραγωγή κοινωνικών ελίτ και διαρκή φίλτρα απόρριψης που κατανέμουν τους εκπαιδευόμενους σε κατώτερες θέσεις του καταμερισμού εργασίας.
Οι πολιτικές διαχείρισης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης απαιτούν επίσης ισχυρή πυγμή εκ μέρους του φορέα που τις διαχειρίζεται και τις οργανώνει, δηλαδή του αστικού κράτους. Γι’αυτό και η καταστολή δεν είναι μια «έκτακτη καταφυγή», αποτελεί πια ιδεολογικό μοτίβο της δεξιάς Κυβέρνησης.
Για όλους αυτούς τους λόγους η σημερινή περίοδος δεν χαρακτηρίζεται απλώς από «κρίση της Δημοκρατίας», όπως θα ήθελε ένας απλοϊκός φορμαλισμός. Δεν πρόκειται, επίσης, για μια απλή οικονομική κρίση, όπως θα ήθελε ένας συστημικός οικονομισμός. Αυτόπου συντελείται σήμερα είναι μια ολική αλλαγή της μορφής του Κράτους, που στον πυρήνα τηςβρίσκεται η αντικατάσταση των «κλασικών» κέντρων λήψης αποφάσεων της αστικής δημοκρατίας (κοινοβούλιο, κόμματα, κορυφές εκτελεστικής εξουσίας και δημόσιας διοίκησης) από εξωθεσμικούς «παίκτες», δηλαδή μια ειδική συγχώνευση οικονομικών συμφερόντων (χρηματοπιστωτικό σύστημα / κοινωνικάlobbies / πολιτικές – οικονομικέςελίτ).
Το λεγόμενο «πρόβλημα δημοκρατίας» ανάγεται ουσιαστικά στο μετασχηματισμό του κράτους σε χώρο που συμπυκνώνει τις μεταλλάξεις της σχέσης κεφάλαιου – εργασίας.Γι’αυτό και δεν είναι εύκολο ούτε να το διαχειριστεί κανείς από την πλευρά των λαϊκών συμφερόντων ούτε να εκδημοκρατικοποιηθεί χωρίς μια βαθύτατη επίγνωση των ριζικών μετασχηματισμών που απαιτούνται.
Επομένως, είναι λάθος να βλέπουμε τη σημερινή κυβερνητική πολιτική είτε ως «αναποτελεσματική» είτε ως «αδύναμη να λύσει προβλήματα» είτε ως «ανίκανη». Αντίθετα,δεν έχει υπάρξει Κυβέρνηση που να είχε τόσο συστηματική επίγνωση και στρατηγική σκέψη σε αυτό που θέλει να υπηρετήσει όσο η Κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Τη στιγμή αυτή συντελείται στη χώρα μια δομική αντεπανάσταση. Όχι απλώς μια δεξιά διακυβέρνηση. Με αλλαγές στη δομή της οικονομίας και των κοινωνικών τάξεων, με αναμορφώσεις των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, με αλλαγές στις κοινωνικές συμμαχίες, στην καταστολή.
Η αντεπανάσταση αυτή δεν μπορεί να εμποδιστεί – πολύ περισσότερο να ανατραπεί – αν ο ΣΥΡΙΖΑ επιλέξει να κινηθεί στα όποια περιθώρια αφήνει αυτός ο μετασχηματισμός του Κράτους. Δεν μπορεί η πολιτική στρατηγική και ο προγραμματικός του αντίλογος να είναι μια γραμμική «συνέχεια» των ασκούμενων συστημικών πολιτικών. Μια «καλύτερη διακυβέρνηση» του ίδιου πλαισίου. Χρειάζεται να εκφωνήσει και να εγγυηθεί βαθιές δημοκρατικές τομές.
Βρισκόμαστε, αντικειμενικά, πολύ μακριάαπό το θεσμικό πλαίσιο συναίνεσης της μεταπολίτευσης, αλλά και του συναινετικού δικομματισμού που κυριάρχησε μετά το 1996. Σήμερα ο πυρήνας της στρατηγικής του κυρίαρχου μπλοκ εξουσίας δεν εμπεριέχει καμία κοινωνική συναίνεση, κανένα παλαιού τύπου κοινωνικό συμβόλαιο. Κεντρικός στόχος τουείναι να συντρίψει ολοκληρωτικά τις λαϊκές τάξεις, να επιβάλλει συνθήκες βίαιης αποπομπής τους από το δημόσιο πολιτικό χώρο και ο τρόπος για να το επιτύχει αυτό είναι να εξοβελίσει από αυτόν όχι μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ολόκληρο τον αστερισμό των κοινωνικών, πολιτικών και συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων που αντιστέκονται σε αυτήν τη δομική καπιταλιστική αναδιάρθρωση.
Όλα αυτά επισημαίνονται γιατί στην εν γένει συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ είναι ισχυρή και ευδιάκριτη μια αντίληψη γραμμικότητας. Μια λογική «συνέχειας» που υποτιμά τις ραγδαίες αλλαγές που συντελούνται ειδικά τον τελευταίο χρόνο με την κρίση της πανδημίας. Και εμφιλοχωρεί η άποψη ότι μια αλλαγή Κυβέρνησης θα γίνει αυτονόητα, μέσω της δυσαρέσκειας προς την κυβερνητική πολιτική που θα μετατοπίσει κοινωνικά στρώματα προς εμάς.
Βαθύτατη πλάνη, η οποία υποτιμά σοβαρά τόσο τις δομημένες στρατηγικές του αντιπάλου μας όσο και τον ίδιο τον αντίπαλο που δουλεύει πολύ συστηματικά στο σχέδιο του διαρκούς αποκλεισμού μας από το Κράτος και την εξουσία.
Από το «κόμμα – μηχανισμό» στον συλλογικό διανοούμενο των δυνάμεων της εργασίας
Το μεγάλο ερώτημα που μας αφορά – τόσο σε συλλογικό, κομματικό επίπεδο όσο και ατομικά τον καθένα μας – είναι πώς μπορούμε να δράσουμε αποτελεσματικά και αντίθετα σε αυτήν την στρατηγική.
Πώς μπορούμε να οργανώσουμε και να εξοπλίσουμε ιδεολογικά και ψυχολογικά τις χειμαζόμενες κοινωνικές τάξεις που πλήττονται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση.Ποια είναι τα εργαλεία μας, τα μέσα που διαθέτουμε;
Εδώ ακριβώς τίθεται το κεντρικό πολιτικό και θεωρητικό ερώτημα της εποχής: «τι κόμμα θέλουμε».Δηλαδή, τι μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης απαιτούν οι σημερινές συνθήκες.
Θα θυμίσω εδώ ένα βασικό ορισμό της κριτικής πολιτικής θεωρίας: «κόμμα είναι μια υλική μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης», μια συγχώνευση πολιτικής θεωρίας με την υλική κίνηση των μαζών. Το κόμμα δηλαδή είναι μέσον, είναι εργαλείο στα χέρια των κοινωνικών δυνάμεων για να προασπίσουν τα άμεσα και στρατηγικά τους συμφέροντα. Δεν είναι μια «κλειστή ομάδα» συμφερόντων. Δεν είναι μια σταθερή διοικητική γραφειοκρατία.
Υπό την έννοια αυτή, το ζήτημα της μορφής κόμματος παραμένει ανοικτό και θα παραμένει ανοικτό όσο συνεχίζεται και διαρκεί η σημερινή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης εκτεταμένων κοινωνικών στρωμάτων που πλήττει η καπιταλιστική αναδιάρθρωση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 κατάφερε να εκφράσει εκλογικά ένα μεγάλο μέρος της λαϊκής διαθεσιμότητας. Αλλά δυστυχώς, μόνον εκλογικά. Και μόνον εκλογικά εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα ένα ισχυρό πόλο στο κομματικό σύστημα. Αλλά μόνον εκλογικά δεν μπορεί να πάει μακριά. Χρειάζεται μια δομική αλλαγή – μια «πολιτιστική επανάσταση» στους όρους, τις συνθήκες και τις διαδικασίες με τις οποίες «χτίζει» τις σχέσεις εκπροσώπησης με τις κοινωνικές δυνάμεις της εργασίας.
Χρειάζεται Επανίδρυση.
Σε μια πρώτη φάση η απάντηση σε αυτήν την ιστορική ανάγκη υπήρξε η διεύρυνση του κόμματος. Δηλαδή, η γραμμή να αυξηθούν τα μέλη, να ανοίξει το κόμμα τις πόρτες του, να δημιουργηθούν νέες οργανώσεις. Αυτή η πρώτη φάση έχει εξαντλήσει σήμερα την όποια δυναμική της.Το βασικό ερώτημα σήμερα δεν είναι αν θέλουμε ή όχι μια διεύρυνση του κόμματος, ένα δίλημμα που φαίνεται να ταλαιπωρεί τον «παλιό κόσμο» του ΣΥΡΙΖΑ.Το πραγματικό ερώτημα είναι τι μορφή πολιτικής αντιπροσώπευσης, τι μορφή πολιτικής συμμετοχής, πρέπει να αποτυπώνει ένα σύγχρονο κόμμα της Αριστεράς.
Με άλλα λόγια, ο πυρήνας του κομματικού προβλήματος του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ δεν είναι απλώς η διεύρυνση, αλλά ο μετασχηματισμός του σε έναν οργανισμό αυθεντικής πολιτικής αντιπροσώπευσης των λαϊκών και εργαζόμενων τάξεων.
Σήμερα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας «εκλογικός μηχανισμός» κατά βάση. Εχει ένα σημαντικό εκλογικό ποσοστό, αλλά δεν έχει άρθρωση μέσα στους κοινωνικούς χώρους. Δεν «συνομιλεί» με επιμελητήρια, με αγροτικούς συλλόγους, με πρωτοβάθμια συνδικάτα μισθωτών (παλιά και νέα), έχει μηδενικές προσβάσεις στην Αυτοδιοίκηση α’ και β’ βαθμού, έχει ασθενείς σχέσεις μέσα σε κοινωνικές δικτυώσεις που δημιουργούνται συνεχώς και αλλάζουν συνεχώς, έχει ένα ηρωϊκό μεν αλλά «γερασμένο» δε πολιτικό προσωπικό.Επίσης, δεν «παράγει γεγονότα», πολιτεύεται χωρίς φαντασία, δεν αναδύει νέες δομές πολιτικής συμπεριληπτικότητας, δεν συσπειρώνει τα νέα επικοινωνιακά ρεύματα, έχει γραφεία που η αισθητική τους και ο χώρος τους μόνο ελκτικά δεν είναι για την κοινωνία…και πάει λέγοντας.
Επομένως, απαιτείται ριζικός μετασχηματισμός της «μορφής – κόμματος».
- Μετασχηματισμός δεν σημαίνει δήθεν ότι το κόμμα από αριστερό να γίνει «κεντροαριστερό» ή «ultra αριστερό». Δεν είναι ζήτημα πολιτικής γεωγραφίας.Είναι ζήτημα μορφής κοινωνικής αντιπροσώπευσης.
- Μετασχηματισμός σημαίνει το κόμμα να αποτελέσει τον οργανικό διανοούμενο μιας διευρυμένης κοινωνικής συμμαχίας των πληττόμενων κοινωνικών τάξεων από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση.
- Μετασχηματισμός σημαίνει ότι πρέπει να συμμετέχει, να επηρεάζει (και να επηρεάζεται), να πυροδοτεί όλες τις τυπικές και άτυπες μορφές κοινωνικής οργάνωσης και αυτοοργάνωσης. Και να υποβοηθά τέτοιες μορφές κοινωνικής ενεργοποίησης σε κάθε γειτονιά, σε κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε κοινωνικό οργανισμό.
- Μετασχηματισμός σημαίνει να μην αναπαράγει στο εσωτερικό του τις διακρίσεις του καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας.Δηλαδή, να καταπολεμά τη διάκριση χειρωνακτικής / πνευματικής εργασίας, ηγεσίας / μελών, «ειδικών» / «μη ειδικών», τις έμφυλες διακρίσεις ή τις μισαναπηρικές πρακτικές. Τη διάκριση μιας «ελίτ που γνωρίζει» και μιας «βάσης που εκτελεί».
- Μετασχηματισμός σημαίνει να μην αναπαράγει στο εσωτερικό του την ύπαρξη μιας βεμπεριανού τύπου «επαγγελματικής γραφειοκρατίας» προσδεδεμένης στην ιδέα ενός «κόμματος – μηχανισμού». Η πολιτική δεν (πρέπει να) είναι επάγγελμα.
Επομένως, απαιτείται από αύριο κιόλας – και εν’όψει του συνεδρίου – ένα «δεύτερο κύμα» κομματικού ανασχηματισμού. Το κόμμα και οι ΟΜ θα πρέπει να διαμορφώσουν προϋποθέσεις για ένα νέο κύκλο κοινωνικής διεύρυνσης, με ευρύ κάλεσμα αυτοοργάνωσης σε δομές και δίκτυα σε κάθε κοινωνικό και επαγγελματικό χώρο. Στους επαγγελματίες και εμπόρους της γειτονιάς, σε όσους /ες ασχολούνται με τοπικές πρωτοβουλίες σε γειτονιές και ελεύθερους χώρους, σε γονείς, σε εργαζομένους, σε ομάδες καλλιτεχνών, σε κοινότητες πολιτών, στον κόσμο της αναπηρίας, στα δίκτυα των γυναικείων συλλογικοτήτων. Παντού. Κάθε ΟΜ πρέπει με φαντασία να επεξεργαστεί ένα σχέδιο κοινωνικής αυτοοργάνωσης με βάση τα χαρακτηριστικά της περιοχής της.«Ο λαός να κληθεί να φτιάξει το κόμμα του», αυτό πρέπει να είναι το moto της επόμενης περιόδου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ, επίσης, δεν επιτρέπεται να ξεχάσει ένα σημαντικό στοιχείο του πολιτικού και κομματικού ανταγωνισμού: ο αντίπαλός του, η ΝΔ, έχει ήδη συγκροτήσει ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο στήριξης και υποστήριξης των επιλογών του. Κινείται με άνεση και ηγεμονικά από το χώρο της άκρας δεξιάς έως το χώρο του «ακραίου κέντρου» και της συστημικής κεντροαριστεράς. Ασκεί μεγάλη ιδεολογική επιρροή, όχι μόνο στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, αλλά και σε λαϊκά φτωχοποιημένα στρώματα. Εχει δεκάδες thinktanks στην υπηρεσία της. Οι εθνικισμοί και τα φασίζοντα ιδεολογήματα που υπάρχουν στον λόγο της δεν είναι «ακρότητες», είναι συντεταγμένη προσπάθεια ηγεμονίας και απόσπασης «λαϊκής» συναίνεσης στην ευρύτερη πολιτική της. Ασκεί στρατηγική «δεξιού λαϊκισμού».
Εμείς, δεν μπορούμε να απαντήσουμε σε αυτήν την καταιγίδα με ένα κόμμα περιχαρακωμένο. Ένα κόμμα έρμαιο μηχανισμών και προσωπικών συμφερόντων. Πρέπει να αντιπροσωπεύσουμε όλο το φάσμα των λαϊκών, εργατικών, μισθωτών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων σε μια στρατηγική λαϊκής κοινωνικής ενότητας. Και το μοναδικό εργαλείο που διαθέτουμε για να το κάνουμε είναι το «κόμμα». Ένα κόμμα ηγεμονικό, συμπεριληπτικό, δημοκρατικό, ανοικτό, αυθεντικά λαϊκό.
Μπορεί το επερχόμενο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ -ΠΣ να απαντήσει θετικά στα παραπάνω ζητήματα; Ακόμα πιο «προκλητικά», μπορεί να τα θέσει ανοικτά και δημοκρατικά στις προσυνεδριακές του διαδικασίες;
Μπορεί να απαντήσει στο κεντρικό ερώτημα αν θέλει να είναι ένα μεγάλο λαϊκό κόμμα των μελών του ή απλώς ένα καρτέλ εσωτερικών ομαδοποιήσεων;
Μπορεί να σκεφτεί ως συλλογικός οργανισμός με όρους μιας ριζικής κοινωνικής και ηλικιακής ανανέωσης των δομών του; Mε όρους κυκλικότητας των στελεχών στις θέσεις ευθύνης, μεόρια θητειών, με θεσμικά ασυμβίβαστα;
Ιδωμεν…
Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Α’ Αθήνας