Σε τι μπορεί να ελπίζει πραγματικά μια κοινωνία, μια (οργανωμένη) Πολιτεία και ένα σύστημα θεσμών που εξοικειώνονται με τον καθημερινό θάνατο συνανθρώπων; Το ερώτημα είναι αναμφίβολα ρητορικό αφού η εξοικείωση έχει ήδη επέλθει και το μέτρο του θανάτου μετατράπηκε σε μια απλοϊκή και ελαστική αίσθηση της μεμψίμοιρης καθημερινότητας. Ή ακόμα χειρότερα, αυτή η κοινωνία που “μιθριδατίζει” προσδοκά τελικά το καλοκαίρι της ανοχής, όταν ο καλός μας ο καιρός θα εξαφανίσει (;) την πανδημία και οι στατιστικές του τουρισμού θα αντικαταστήσουν τις λίστες των νεκρών.
Ο Ιανουάριος έφυγε με 2.710 νεκρούς από τον κοροναϊό αλλά χωρίς απαντήσεις για ποιούς λόγους συνέβη αυτό. Οι επιστήμονες και η κυβέρνηση αρθρώνουν μια σαθρή τεκμηρίωση που περιλαμβάνει στοιχεία και αριθμούς που αναιρούνται στην απλή σύγκριση με όσα συμβαίνουν αλλού. Πως μπορεί άλλες χώρες να καταγράφουν καθημερινά 100-200.000 κρούσματα αλλά μόνο 30, 40, ή 50 νεκρούς; Για ποιόν λόγο τις τελευταίες 15 ημέρες η Ελλάδα είναι τρίτη παγκοσμίως στις απώλειες ανάλογα με τον πληθυσμό της; (στοιχεία World in data)
Μικρότερη εμβολιαστική κάλυψη, λένε κάποιοι. Μα, υποτίθεται πως έχει εμβολιαστεί περίπου το 85% των ενηλίκων και το 72%, μάλιστα, με τρίτη δόση. Δηλαδή, είμαστε περίπου στο ίδιο επίπεδο με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ως προς την τρίτη δόση ακόμα και αρκετά καλύτερα από τις περισσότερες. Οι επιστήμονες δεν έλεγαν πως με 80% κάλυψη θα είχαμε επιτύχει την σούπερ ανοσία;
Πρόκειται για θανάτους ασθενών που έχουν μολυνθεί από την Δέλτα πριν καιρό, ακούγεται από άλλους. Εάν είναι ακριβές, πως είναι δυνατό να χάθηκαν χθες 119 (+8 από “ενσωμάτωση” -τρομακτικός ο όρος…), και καθημερινά περίπου 100, και ο αριθμός των διασωληνωμένων να μειώνεται τόσο αργά; Επειδή προφανώς διασωληνώνονται περισσότεροι.
Γιατί η θνητότητα σε νοσοκομεία της περιφέρειας αγγίζει το 100% και σε άλλα -υποτίθεται πιο οργανωμένα- της Αττικής και της Θεσσαλονίκης το 60-80%; Δεν έλεγαν πως η Όμικρον είναι ήπιας νόσησης και πως θα μειωθούν οι εισαγωγές σε ΜΕΘ που όμως δεν μειώθηκαν; Είναι οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις που ήταν σε υψηλότερο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και πριν την πανδημία- αλλά ελάχιστα έχουμε κάνει γι΄ αυτό; Είναι η απουσία οργανωμένης πρωτοβάθμιας περίθαλψης την οποία εγκαταλλείψαμε; Ή είναι, όπως λέχθηκε, ό,τι οι ανεμβολίαστοι μένουν στο σπίτι σχεδόν μέχρις εσχάτων και φτάνουν εξαιρετικά αργά στα νοσοκομεία σε μια απέλπιδα προσπάθειά τους να νικήσουν τον κοροναϊό και να επιβεβαιώσουν τις εμμονές τους;
Η μελέτη Τσιόδρα-Λύτρα που τόσο απαξιώθηκε από ορισμένους κατέγραψε κάποιες πιθανές απαντήσεις. Καμία παρότρυνση από όσες περιείχε έμμεσα δεν υλοποιήθηκε. Και τώρα φαίνεται πως αφήνουμε την “φυσική ανοσία” να δράσει.
Η απώλεια 119 ανθρώπων σε ένα 24ωρο πέρασε στις “δεύτερες” ειδήσεις, πίσω από τον Πολάκη, τον Καλογρίτσα, τη νέα κακοκαιρία που έρχεται, την σύγκρουση στη Βουλή, τον Φουρθιώτη και άλλα πολλά. Οι δε δημοσκοπήσεις -όπως της Pulse στον Σκάϊ- “αποκαλύπτουν” πως οι πολίτες δεν προβληματίζονται για τις λίστες θανάτου, δεν αναζητούν ευθύνες, και το δημοσκοπικό κόστος είναι ισχνό, σχεδόν ανεπαίσθητο.
Ένα Μάτι κάθε μέρα, φωνάζει η αξιωματική αντιπολίτευση, ίσως και για να αποενοχοποιήσει τις πολιτικές ευθύνες εκείνης της περιόδου. Όμως, το Μάτι μας συγκλόνισε. Ο θάνατος μπήκε από τα καμμένα στα σπίτια μας, έγινε θυμός και οργή. Τώρα ο θάνατος συμβαίνει στη διπλανή πόρτα και δεν βγαίνει από το ημίφως της ειδησεογραφίας, τον προσπερνάμε και τον χωνεύουμε. Το Μάτι έγινε η πιο εμβληματική τραγωδία στην ιστορία της χώρας επειδή ήταν αναμφίβολα η μεγαλύτερη, εμπεριείχε τρόμο και συγκλονισμό, συζητήθηκε ευρέως, της αφιερώθηκαν -ορθώς- εκτενείς αναφορές, προβολή και τοξική πολιτική αντιπαράθεση.
Οι νεκροί της πανδημίας είναι ανώνυμοι, φεύγουν μέσα στη μοναξιά και στο σκοτάδι.
Τα ονόματά τους δεν θα καταγραφούν ποτέ σε κάποιο μνημείο, ελάχιστοι θα αναρωτηθούν εάν θα μπορούσαν να είχαν σωθεί. Λες και η ανθρωπιά μας, το νοιάξιμο και ο πόνος σταμάτησαν στο Μάτι. Τώρα τίποτε, τώρα σιωπή. Και καμία σοβαρή προσπάθεια να αναζητήσουμε τα “γιατί” και τις ευθύνες. Όχι για να τρυπήσουμε την μονοτονία των δημοσκοπήσεων αλλά για να μην παρακμάσουμε βυθισμένοι στην αδιαφορία. Για να βελτιώσουμε το ΕΣΥ, να βελτιώσουμε το κοινωνικό κράτος, να οξύνουμε, εν τέλει, την χαμένη συλλογική ευαισθησία μας. Και για να προετοιμαστούμε: διότι οι πανδημίες δεν τελείωσαν…
Καμία πατρίδα για τους “μελλοθάνατους”*…
* Το Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους (πρωτότυπος τίτλος: No Country for Old Men) είναι αστυνομικό θρίλερ του 2007, το οποίο διασκευάστηκε για το κινηματογράφο και σκηνοθετήθηκε από τους αδερφούς Τζόελ και Ήθαν Κοέν, με πρωταγωνιστές τους Τόμι Λι Τζόουνς, Τζος Μπρόλιν και Χαβιέρ Μπαρδέμ. Διασκευασμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Κόρμακ ΜακΚάρθυ, το Καμιά Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους