Η Ρωσία θεωρεί ότι οι απώλειές της κατά την περίοδο 1989-1991 «συμπληρώθηκαν» με την προσχώρηση της πλειοψηφίας των παλιών συμμάχων της σε Δυτικούς θεσμούς. Αυτή η αλλαγή ισορροπιών της δημιουργεί ένα ανασφαλές και ασταθές περιβάλλον. Προκειμένου να αποτρέψει την χειροτέρευση της θέσης της, πιέζει στρατιωτικά επί της Ουκρανίας που την θεωρεί ως κομμάτι της ταυτότητάς της, κάτι που δεν ισχύει και μάλιστα με την απολυτότητα που το διατείνεται.
Από την άλλη, η Δύση, θεωρεί ότι οι προκλήσεις της Ρωσίας πάνω στα ουκρανικά σύνορα, θέτουν σε δοκιμασία την ετοιμότητά της να προασπίσει εταίρους και φίλους, τόσο στην Ευρώπη, όσο και αλλού. Η ήττα της στο Αφγανιστάν και η ουσιαστική απόσυρση των ΗΠΑ από την Συρία, πιθανά οδήγησε τον Πούτιν στην σκέψη ότι τώρα είναι η ευκαιρία να θέσει σε δοκιμασία την αξιοπιστία των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Για τις εξελίξεις δείχνει μεγάλο ενδιαφέρον και η Κίνα, αφού στο Ουκρανικό αποκαλύπτεται η «συνέπεια» των ΗΠΑ ως προς την Ταιβάν.
Στην ένταση που έχει δημιουργηθεί, οι ΗΠΑ παίζουν το κύρος και τον ρόλο τους στον δυτικό κόσμο, ενώ η Ρωσία επιθυμεί να επανέλθει ως ισότιμος συνομιλητής τους. Ταυτόχρονα, η ουκρανική ένταση παρεμποδίζει τις ΗΠΑ και την Δύση να συγκεντρώσουν προσοχή και δυνάμεις στην Νοτιοανατολική Ασία, ενώ η Κίνα νιώθει να φεύγει από πάνω της, έστω και προσωρινά, η αμερικανική πίεση.
- Η Ελλάδα και η δυνατή συμβολή της
Στο διεθνές σύστημα, αλλά και στην ΕΕ, η Ελλάδα θα είναι πολύ πιο χρήσιμη, αν προωθήσει τον ειδικό της ρόλο ως δύναμης των «Τριών Δέλτα», δηλαδή, ως φορέας Διαμεσολάβησης, Διαιτησίας και προωθητής Διαπραγματεύσεων παρά να υιοθετεί παθητικά τις επιλογές τρίτων. Ως μια χώρα που μπορεί να διαμεσολαβεί και να προωθεί τον διάλογο ανάμεσα σε δύο πλευρές που βρίσκονται σε ένταση. Η εξωτερική μας πολιτική έχει πλούσια εμπειρία διαμεσολαβήσεων.
Η Ελλάδα μπορεί να διατυπώσει σκέψεις λύσης των προβλημάτων που έχουν προκύψει και καταλαγιασμού των εντάσεων στο μέτρο του δυνατού. Η διαπραγμάτευση για τη λύση του Ονοματολογικού έδειξε ότι υπάρχουν λύσεις και στα πιο «αδιαίρετα», άρα δυσκολότατα προβλήματα. Η ίδια η διαπραγμάτευση έδειξε, ακόμα, τη σημασία που έχουν τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) προκειμένου να διευκολυνθεί η καθ’ αυτό διαπραγμάτευση πάνω σε ένα πρόβλημα. Στην παρούσα κρίση ανάμεσα στην Δύση και στην Ρωσία θα ήταν χρήσιμο αν η Ελλάδα σκεφτόταν να συμβάλλει στην διαμόρφωση ανάλογων ΜΟΕ. ΜΟΕ που με λογική και νηφαλιότητα να λαμβάνουν υπόψη τους τις ανησυχίες της Ρωσίας, χωρίς τις απαιτήσεις της, όπως να συνδιαχειρίζεται την εξωτερική πολιτική και τις επιλογές ανεξάρτητων κρατών όπως είναι η Ουκρανία, και μάλιστα παρά την εναντίωση της τελευταίας.
Ας δούμε, λοιπόν πέντε τέτοιες προτάσεις
Πρώτον, η Ρωσία απαιτεί από το ΝΑΤΟ να δεσμευτεί ότι δεν πρόκειται ποτέ να ενταχθεί η Ουκρανία σε αυτό. Αυτό δεν το αποδέχεται η άλλη πλευρά διότι θεωρεί ότι θα καταστήσει την Ρωσία συνδικαιούχο της τύχης τρίτου κράτους, ενώ θα αποκτήσει άτυπο βέτο στις επιλογές του ΝΑΤΟ. Εκείνο, όμως, που μπορεί να γίνει, είναι ότι αφού κανείς δεν σκέφτεται να εντάξει άμεσα την Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, να υπάρξει μια συμφωνία ότι κάτι τέτοιο θα τεθεί προς εξέταση όχι νωρίτερα από δέκα χρόνια.
Η Ρωσία, δεύτερον, απαιτεί από τη Δύση να μην παραχωρεί όπλα στην Ουκρανία ούτε καν αμυντικής χρήσης. Αίτημα μη αποδεκτό παρά μόνο από την Γερμανία. Εκείνο, όμως, που μπορεί να συμφωνηθεί είναι η Δύση να μην εγκαταστήσει πυρηνικά όπλα στην Ουκρανία. Μια τέτοια επιλογή είναι πραγματοποιήσιμη, διότι η ίδια η Ουκρανία είχε παραδώσει στην Ρωσία τον ατομικό της εξοπλισμό στη δεκαετία του 1990. Εξάλλου, η εγκατάσταση τέτοιων όπλων αφορά άμεσα την ίδια την Δύση, ενώ δεν αφαιρεί από την Ουκρανία ανεξαρτησία λήψης αποφάσεων, καθότι το ζήτημα δεν εναπόκειται μονοσήμαντα στις επιλογές της.
Τρίτον, η Ρωσία απαιτεί να αποσυρθούν από μια σειρά χώρες στρατεύματα τρίτων, νατοϊκών, κρατών. Στρατεύματα που οι ίδιες αυτές χώρες θεωρούν ως εγγύηση επιβίωσης τους. Εκείνο που μπορεί να γίνει στα πλαίσια των ΜΟΕ, είναι τα «ξένα» τμήματα ενόπλων δυνάμεων να μην δικαιούνται σε καιρό ειρήνης να πλησιάσουν σε μια συγκεκριμένη απόσταση από τα σύνορα, καθώς και να μην γίνονται επί των συνόρων στρατιωτικές ασκήσεις.
Τέταρτο, να επαναλειτουργήσει εντατικά και με θέληση να βρεθεί λύση ο θεσμός της «Νορμανδίας», όπου Γαλλία, Γερμανία, Ουκρανία και Ρωσία συνομιλούν για τα προβλήματα στην Ανατολική Ουκρανία. Πρόκειται για θεσμό που συμμετέχει η Ουκρανία όπου συζητείται η τύχη της και ταυτόχρονα επανέρχονται τα κράτη μέλη της εξαφανισμένης ΕΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Διότι είναι κατανοητή η ανάγκη της Ρωσίας να συνομιλεί με την Δύση μέσω των ΗΠΑ, ώστε να νιώθει ότι γίνεται αποδεκτή ως μια «ισότιμη υπερδύναμη», αλλά από την άλλη δεν μπορεί ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα να συζητιέται ερήμην της ΕΕ και των κρατών μελών της. Τέλος, να ελέγχονται εκατέρωθεν τα πυραυλικά συστήματα.
Πέμπτο, να επανέλθει, αλλά πιο ουσιαστικά, η συμφωνία “open sky” για τον έλεγχο από αέρος των μετακινήσεων οπλικών συστημάτων και στρατευμάτων
Είναι φανερό, ότι τα όπλα ασκούν πίεση. Αλλά η διπλωματία μπορεί να βρει λύσεις αποτρέποντας την χρήση τους και χωρίς κάποια πλευρά να εμφανιστεί ηττημένη. Μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στα όπλα και την διπλωματία είναι ότι στα πρώτα υπάρχουν πάντα ηττημένοι (τουλάχιστον η μία πλευρά, συχνά και οι δύο), ενώ στην διπλωματία μπορούν να κερδίσουν και οι δύο. Και σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να συμβάλλει η Ελλάδα με προτάσεις στο πνεύμα των ΜΟΕ.
Τέλος, σημειώνω τον παραλογισμό της αμερικάνικης γραφειοκρατίας, που την στιγμή που γίνεται πανταχόθεν κατανοητή η ανάγκη μείωσης της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης, επιδιώκει την κατάργηση των αγωγών από την Ανατολική Μεσόγειο, την μόνη λύση που ξεφεύγει από το δίλημμα εξάρτηση από την Ρωσία ή την Τουρκία. Ντε φάκτο, η πιο φιλοευρωπαϊκή λύση είναι ο «ανεξάρτητος δρόμος» της Ανατολικής Μεσογείου. Οποιος τον απορρίπτει και ταυτόχρονα θέλει να σταματήσει την αύξηση των ροών από την Ρωσία, εντέλει υποκρίνεται, και εκείνο που επιδιώκει είναι η αναβάθμιση της Τουρκίας και κάποιων συγκεκριμένων συμφερόντων.