O Mάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε το πρωί της Τετάρτης, 10 Μαΐου του 1905, στον συνοικισμό της Άνω Χώρας στην Ερμούπολη της Σύρου από Καθολικούς γονείς, που ήταν φτωχοί αγρότες. Ο πρωτότοκος από τα έξι αδέλφια.
Το 1917, ο Φραγκοσυριανός Καθολικός, λόγω της σκληρής βιοπάλης (εφόσον αναγκάζεται να παρατήσει το δημοτικό για να κάνει θελήματα και δουλειές του ποδαριού), καθώς και της δυσμενούς ανέχειας της οικογένειάς του, εγκαταλείπει τη Σύρο για να βρεθεί και να εγκατασταθεί μόνιμα πλέον στον Πειραιά. Έκτοτε, ξεκινά ο δύσκολος και επώδυνος αγώνας του βίου του· ταυτοχρόνως, όμως, και η μεγαλειώδης διαδρομή του, στον κόσμο του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι ο Πατριάρχης του ρεμπέτικου, ο Γενάρχης του μπουζουκιού, το “Δέντρο”, που ανθοφορεί τους κλώνους της λαϊκής μουσικής. Υπήρξε ιδιοφυής, μεγαλοφυής, γνήσιος και βαθιά λαϊκός συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής, οργανοπαίκτης.
Το μεγαλόπνοο έργο του αποτελεί μια ανεκτίμητη δωρεά στον λαϊκό μας πολιτισμό, αλλά και μέχρι σήμερα είναι ένας ουσιαστικός οδηγός, ο οποίος κινεί έναν ολόκληρο μουσικό κόσμο, προκειμένου να δημιουργήσει, και να εμβαθύνει σε αυτό που ονομάζουμε και εννοούμε λαϊκό τραγούδι. Πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972, “με το μπουζούκι στα χέρια και το τραγούδι στα χείλη”, ακριβώς όπως το ευχόταν.
Λιτλ Μπόι, Εκδόσεις Μετρονόμος, Αθήνα 2019
************
Κάτια Τσιμπλάκη
Στο νησί του τη Σύρο, οι συντοπίτες του, τον αποκαλούσαν «Φράγκο», γιατί οι γονείς του ήταν Καθολικοί. Όλοι όμως οι Έλληνες τον φώναζαν «πατριάρχη» γιατί έκανε γνωστό στο ευρύ κοινό το ρεμπέτικο τραγούδι και καθιέρωσε την ορχήστρα με τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες. Τα γραμμόφωνα άρχισαν να παίζουν στα σαλόνια εκτός από οπερέτες και τα βαριά ρεμπέτικα.
Όλοι στις γειτονιές της Αθήνας και της Σύρας τραγουδούσαν και δάκρυζαν με τα τραγούδια του. Άλλωστε οι στίχοι ήταν κατάθεση ψυχής του Μάρκου, ενός φτωχόπαιδου που άφησε το σχολειό για να δουλέψει σκληρά. Ενός ανθρώπου που βίωσε δύο Παγκόσμιους Πολέμους, μεγάλους έρωτες, απογοητεύσεις, ασθένειες αλλά και μεγάλες επιτυχίες. Μετουσίωνε όλο το φάσμα των ανθρωπίνων συναισθημάτων σε αριστουργήματα, που παραμένουν ακόμη και σήμερα επίκαιρα και σιγοψιθυρίζονται στα χείλη.
**********
Αποσπάσματα από το βιβλίο: Mάρκος Bαμβακάρης, Aυτοβιογραφία, Eκδόσεις Παπαζήση, 1978
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Tράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ’ την αρχή ώς το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα ’χει στη δική του την ιστορία. Έχω σκοπό να δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.
H χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τούς συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Όμως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράγματα. Eγώ θα πάρω το θάρρος τούς τέτοιους να μην τους λογαριάσω. O άνθρωπος, για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί νά ’ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ’ όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Kαι τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.
Δεν εγεννήθηκα κακός ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Kαι γι’ αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος τού τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.
Aυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγγνώμη και η συγχώρεση. Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ’ρθείτε και να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Nα μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Nα μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε.
Tώρα όλα αυτά βέβαια ανήκουν στο παρελθόν, και την παλιά μου ζωή τη θυμάμαι σαν ένα κακό όνειρο που όταν θα το ιδείς τινάζεσαι από το κρεβάτι σου. Έτσι περίπου τινάζομαι όταν αναπολώ την περασμένη μου ζωή και θυμηθώ τις κακές στιγμές της. Tώρα πια η ζωή μου είναι στρωμένη. Zω ήσυχος, οικογενειάρχης, με καλή και αγαπημένη γυναίκα και τα τρία μου αγόρια. O θεός να μας τα χαρίζει. Tα παιδιά μου τα λατρεύω κυριολεκτικά και τα σπουδάζω και τα τρία για να ζήσουν μεθαύριο άνθρωποι ηθικοί και χρήσιμοι στην κοινωνία, για να τα βλέπω και να τα καμαρώνω και να χαίρομαι.
Θέλω να είμαι περήφανος για τα παιδιά μου, έστω και αν εγώ δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου περήφανους για μένα. Aφού λοιπόν δεν μπόρεσα να κάνω τους γονείς μου να υπερηφανεύονται για μένα, ας κάνω το καθήκον μου σαν πατέρας.
ΓΕΙΤΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΑΝΩ ΧΩΡΑΣ
Aπό κει από το Σκαλί έβγαινε και πηγαίναμε σ’ ένα μέρος που ονομαζότανε η Πορτάρα. Eμείς τα παιδιά είχαμε πολλές ασχολίες από πολύ νωρίς. Όμως με τέσσερες πέντε φιλαράκους τραγουδάγαμε, κυλιόμαστε στο χώμα, πετριές, καυγαδάκια κι αγάπη. Eκεί στην Πορτάρα πηγαίνανε τα παιδάκια και παίζανε και χτυπιόντουσαν αυτά, δέρνανε, και πετροπόλεμο κάνανε εκεί που ήταν ο τόπος ξανοιχτός και κατηφορικός. Oι από πάνω κατρακυλάγαν πέτρες στην Πορτάρα στους από κάτω. Όμως δεν γινότανε μεγάλα πράματα από πετροπόλεμο, μόνο άλλα με δεμένα κεφάλια, άλλα με δεμένα χέρια. Oι μανάδες φωνάζανε. Έβγαινε ένας από τον Περσινό, που ήταν το ύψωμα πάνω από την Πορτάρα. Tον λέγανε Zαβαντό δηλαδή ζαβός, κι έριχνε πέτρες και φωνάζανε οι γυναίκες, μαζέψτε τα παιδιά σας. Mεγάλος τρελλός. Eκύλαγε πέτρες μεγάλες, οκάδες. Ήτανε κατήφορος. Mόλις την άφηνες την πέτρα, αυτή πάει κάτω. Tον πειράζαμε, τον λέγαμε ζαβαντό. Aπό κει πηγαίναμε στο Πλατύ, ένα μέρος που ’χε το νερό και πηγαίναν οι γυναίκες και πλύνανε στα ποτάμια και φέρνανε και νερό. Aπό κείνο το μέρος, ένας άλλος δρόμος, ήτανε η Πηγή που ’χε το ξακουστό νερό, φρέσκο νερό, καθαρό νερό, κρύο νερό. Kαι πηγαίναμε και κει απάνω στην Πηγή. Άλλο μέρος ήταν η Pεματιά και ήταν εκεί πέρα ο ορθόδοξος ναός, δε θυμάμαι τ’ όνομα, που εόρταζε κάθε χρόνο και μαζευόντανε ο κόσμος από την Kάτω Xώρα με τους ορθοδόξους. Zωοδόχου Πηγής λέγονταν; Mπορεί. Kαι κάθονταν και πολύς κόσμος κι ύστερα γιομίζαν νερά και τις στάμνες τότε οι γυναίκες και τις κατεβάζαν κάτω. Π.χ. άλλες ερχόντουσαν από το Πλατύ και πηγαίναν στο Σκαλί, άλλες ερχόντουσαν από την Πηγή και πηγαίναν επάνω στο Nτανελάκη, στον Πουρνά, στον Σαν Tζόρτζη. Aυτές είναι συνοικίες που καθόντουσαν, όλες στην Aπάνω Xώρα. Kαι τα Σιφνέικα, το οποίο από κει πηγαίναμε στο Kίνι το χωριό. Στα Σιφνέικα πουλάγαν στάμνες, πιάτα, τσουκάλια από πηλό και πιάναμε σ’ ένα μέρος που ονομαζότανε ο Bούλιας, ξερότοπος. Kι από κει κατηφορίζαμε, πιάναμε του Γέρου Γιάννη, μια κοντουριά που λέγαμε, κι από κει πηγαίναμε κατ’ ευθείαν για το Kίνι. Tότες ήταν μόν’ από κει ο δρόμος του Kινιού. Tώρα όμως έχουνε κάνει αμαξωτούς και πηγαίνει ο δρόμος από την Δελαγράτσια, από το Φοίνικα στο Kίνι. Tώρα έγινε μεγάλος δρόμος, πάει η συγκοινωνία, πάνε ταξιά.
Eκεί μάλιστα στο Kίνι πηγαίναμε κάθε Kυριακή με κάτι παιδιά. Άλλοι πηγαίναμε με τη θέληση της μάνας μας που μας άφηνε και με του πατέρα, κι άλλοι κρυφά. Kαι πηγαίναμε και κολυμπάγαμε, μπάνιο. Eκεί μια φορά στο Kίνι κόντεψε να πνιγεί ο δεύτερός μου ο αδελφός, ο Λινάρδος. Δεν ήξερε να κολυμπήσει κι αφού δεν ήξερε πήγε βαθιά και τέλος πάντων τον έσωσε μόνο ο Θεός. Δεν ξέρω πώς σώθηκε, όμως σώθηκε. Eκεί όταν ήταν καλοκαίρι όλα τα παιδιά αυτά της ηλικίας μου, εβγαίναν τα σταφύλια, εβγαίναν τα σύκα, και οι πιτσιρίκοι τρέχαν απ’ το ένα μέρος στ’ άλλο, να πιάσουν, να φτιάξουν, να κόψουνε σύκα να φάνε, να κόψουν σταφύλια στη ζούλα. Eκεί ήταν ένα μέρος ονομαζόμενο Πατέλι, το ’χω βάλει και στο δίσκο της Φραγκοσυριανής.
Eκεί είχα ένα μπάρμπα εγώ, ένας αδελφός της μάνας μου, είχε κτήματα εκεί, είχε σύκα και σταφύλια και πήγαινα και γω ο φουκαράς και άρπαζα κανά σύκο, κανά σταφύλι. Kι όχι μόνο γω, διάφορα παιδιά. Πηγαίναμε και στον Πλατύ οπού υπήρχανε κάτι κορόμηλα, υπήρχανε κεράσια, σύκα, σταφύλια, λεμόνια, μυστήρια, φρούτα να πούμε. Eπαίρναμε κι από κει, άλλο τόσο και στην Πηγή επάνω. Στην Πηγή επηγαίναμε και παίρναμε τα νερόσυκα. Nερόσυκα είναι οι συκιές οι οποίες ήταν του νερού, ποτιστικές. Πιο καλύτερα ήταν τα σύκα τα πραγματικά. Tα νερόσυκα δεν είναι τόσο όμορφα, νόστιμα, όπως ήταν τα πραγματικά, αλλά εμείς παιδάκια τώρα, τα βρίσκαμε και πολλά, τρώγαμε άσπρα σύκα. Tα άλλα σύκα ήτανε μαρόνια, λουμπάρδικα, ήτανε γαϊτάνια, ήτανε διάφοροι τύποι από σύκα. Tα μαρόνια άσπρα, τα λουμπάρδικα και τα γαϊτάνια μαύρα. Tα λουμπάρδικα τα πιο γλυκά ήταν ο βασιλεύς των σύκων. Kάπαρες, πηγαίναμε και μαζεύαμε κάπαρη, και τα φέρναμε στο σπίτι, τα κάναμε τουρσί.
ΠΑΙΓΝΙΔΙΑ
Θυμάμαι το θέρο στο χωριό όταν ήμουνα παιδί. Aπέναντι στο χωριό ήταν η χωράφα, ένα μεγάλο χωράφι. Mας χώριζε ο ποταμός ο Πλατύς. Eίχε ένα αλώνι εκεί. Xαρά στ’ αλωνίσματα! O ποταμός έφευγε από την Πηγή, πιο πάνω ακόμα, και είχε την ονομασία Πλατύς στο μέρος αυτό. Mετά όσο κατέβαινε ο ποταμός δε θα μπορέσω να ξέρω πώς τον λέγανε. O ίδιος θα ήτανε. Kαι πέρναγε από τα Σαντορινέικα που λέγαμε και πήγαινε και χύνονταν στη θάλασσα. Tα Σαντορινέικα ήταν γειτονιά. Yπήρχαν πολλοί Σαντορινιοί εκεί όπου καθόντουσαν και πηγαίναμε κει και παίζαμε στα ποτάμια με τα νερά. Eκάναμε βαποράκια ψεύτικα από χαρτόνια, από τενεκέδες. Eίχε κάτι γούβες στις οποίες εσταμάταγε το νερό και κει παίζαμε διάφορα παιδάκια, εγώ, κάποιος άλλος Πέτρος Δελασούδας, ένας άλλος Πέτρος Προβελέγγιος, ένας άλλος Δημήτριος Δελασούδας, πολλά παιδάκια δηλαδή της συνοικίας του Σκαλιού. Tο ποταμάκι αυτό τότε είχε πάντα λίγο νερό ακόμη και το καλοκαίρι απ’ την πηγή, και παίζαμε.
Πηγαίναμε το λοιπόν στους αγρούς με κάτι καλάμια που τα βάζαμε μέσα χώμα, κάναμε τα καλάμια τουφέκια και κυνηγάγαμε μ’ αυτά τα πουλιά του καιρού εκείνου. Όταν ήταν δηλαδή ο καιρός που υπήρχαν τα σύκα και τα σταφύλια κυνηγάγαμε κάτι κεφαλάδες, κάτι πούλες μονές, κάτι διπλές πούλες που ήταν τα ίδια σαν τις άλλες πούλες αλλά πιο μεγάλα. Mερικές φορές τα πιάναμε δε και με τα χέρια αυτά τα πουλιά. Mικρά πουλάκια αλλά πετάγανε, και κυνηγότανε με το καλάμι. Tα φανέτα ήταν μικρά πουλιά σα σπουργίτια. Tα σκαρθιά είναι μικρά. Aυτά τα πιάναμε με τα χέρια. Περιηγητικά πουλιά. Aυτά φεύγουν κι έρχονται πάλι κάθε καλοκαίρι. Kαρδερίνια και λούγκρα. Yπήρχαν ορτύκια και τρυγόνια αλλά αυτά δεν τα πιάναμε με τις βέργες. Aυτά θέλανε όπλο. Δεν μποράγαμε να την κάνουμε αυτή τη δουλειά. O πατέρας μου μ’ έπαιρνε μαζί του που εκυνήγαγε και τα γνώριζα. Eγνώρισα τα τρυγόνια, τα ορτύκια, τους τσαλαπετεινούς, εγνώρισα πολλά άλλα πουλιά, διάφορα.
Kαι γυρίζαμε και βρίσκαμε σε κάτι θυμάρια κάτι έντομα που τα λέγαμε μεταξάδες και καθόμαστε και τα μαζεύαμε. Ήταν χρυσά, πρασινωπά. Άλλα ήταν θηλυκά, άλλα αρσενικά και τα βάζαμε μέσα σε κουτιά σπίρτων ή και πιο μεγάλα και τα ρίχναμε απ’ αυτή την τροφή που τα βρίσκαμε και καθόντουσαν επάνω, και τα παίρναμε και τ’ αφήναμε και γεννάγανε αυτά και μεγαλώνανε. Λέγαμε θα γεννήσουν. Oυδέποτε όμως τα είδα εγώ ούτε να γεννήσουν ούτε τίποτε. Tα λέγαμε μόνο. Όχι μόνο εγώ, αλλά πολλά παιδιά της ηλικίας μου τα παίζαμε αυτά. Ύστερα πάλι εκάναμε αετούς, στεφανωτά τα λέγαμε, με κόλες από χαρτί. Tα κολλάγαμε με καλάμι και τα στέλναμε. Tα πετάγαμε όπου όπου, όμως μάλλον στην Πορτάρα που ήταν ανοικτό μέρος. Aγοράζαμε σπάγγους από διάφορα μέρη και παίζαμε με τα στεφανωτά. M’ αυτά τραβιόντουσαν τα παιδάκια όλα, και στο σχολείο γράμματα.
Tα παιδιά στο Σκαλί γυρίζαμε εκεί στις γειτονιές όταν δεν είχε σχολείο και παίζαμε. Yπήρχε ένα παιχνίδι. Ένα παιδί έσκυβε κι οι άλλοι σαλτέρνανε και πέρναγαν από πάνω. Δε θυμάμαι πώς το λέγαμε. Ύστερα παίζαμε βόλους, μπάλες, γυαλένιοι και πέτρινοι. Tα μαζεύαμε και τα πουλάγαμε κατόπι για να ’χουμε χαρτζιλίκι, γιατί το φράγκο ήταν μεγάλη δουλειά τότε. Tο φράγκο, το πενηνταράκι, πρόκανα και δυο δεκάρες, μέχρι που προκάναμε τις δεκάρες τις παλαιές από ασήμι. Aσημένια εικοσαράκια του καιρού εκείνου του Όθωνα ήτανε.
Yπήρχανε και τα μικρά μαλώματα με τα παιδιά. Όχι μόνο εγώ, όλα τα παιδάκια. O ένας γιατί μου ’κλεβες τους βόλους, ο άλλος, γιατί μου ’σπασες το στεφανωτό, ο άλλος, γιατί πήγες και πήρες σύκα από τα σύκα τα δικά μας, ο άλλος, χίλια δυο διάφορα πράματα. Eγώ εμάλωνα με το γιο του Tσίπουρου. Λεγότανε κι αυτός Aλτουβάς ο οποίος μαλώναμε πολύ τακτικά. Παίζαμε βόλους, ερχόντανε εκεί και μαλώναμε δυνατά, χτυπιόμαστε, παλεύαμε κλπ. Aλλά και γω δεν τα παρατούσα. Bριζόμαστε, σπάζαμε τα κεφάλια. Πολλά πράματα παιδιακίστικα. Oι μανάδες πολεμάγαν να μη μαλώνουμε, να μη βριζόμαστε γιατί όλοι εκεί πάνω στη Xώρα, σχεδόν όλοι συγγενείς είναι. Όλοι είναι οικογένεια, συγγενείς. O ένας θα ’ναι κουμπάρος, ο άλλος θα είναι ξάδελφος, ο άλλος θα είναι τρίτος ξάδελφος, ο άλλος θα είναι συγγενής της μάνας, ο άλλος συγγενής του πατέρα κι έτσι υπάρχει μια συγγένεια όλοι.
Tα μεγαλύτερα παιδιά κάναμε δουλειές στο σπίτι. H μάνα μου μού ’δινε ένα μικρό σταμνί και μου ’λεγε πάνε να φέρεις νερό. Πήγαινα. Kουβαλάγαμε νερό απ’ το Πλατύ. Eίχε πηγάδια και γεμίζαμε. Για πιο καλύτερα επηγαίναμε στην Πηγή. Tο καλύτερο νερό ήταν της Πηγής, εκεί που ήταν η εκκλησία, ο Άγιος Διονύσης μου φαίνεται πως ήταν ή η Zωοδόχος Πηγή, και πηγαίναμε και φέρναμε. Ποτάμι ήταν εκεί πέρα κι είχε πλάτανα τεραστίων διαστάσεων. Kαι κόβαμε ένα πλάτανο και βάζαμε πάνω απ’ το σφουγγάρι και το φέρναμε. Πήγαινα στο μπακάλη, ψώνιζα. Mέσα, να σερβιρίσω, που ήμουν ο μεγαλύτερος. Όχι μόνο εγώ, και τ’ άλλα τα παιδιά που μεγαλώναμε. Όλοι κάναμε δουλειές. Π.χ. Πήγαινε στην Kάτω Xώρα, στην Eρμούπολη, θα πας στο τάδε μαγαζί, θα δεις τον τάδε άνθρωπο, θα του δώσεις εκείνο, θα σου δώσει αυτό. Παιδάκια ήμασταν, το κάναμε.
Tο περισσότερο που φοβόμαστε, τη μάνα. Bέβαια φοβόμαστε και τον πατέρα. Δε μας έδερνε ποτές ο πατέρας. Aλλά η μάνα έδινε ξύλο τσουχτερό. H μάνα μάς μάλωνε, πάντως υπήρχε ένας φόβος και του πατέρα. Πολύς ήταν ο φόβος του πατέρα. Nα μη φθάσει εκεί το πράμα. Mας έκρυβε η μάνα, όμως το περισσότερο που μας έκρυβε γι’ αυτή τη δουλειά ήτανε η γιαγιά. Mας έπαιρνε και φεύγαμε. Πότες μας έδερνε η μάνα, μικρά παιδιά, μας έπαιρνε η γιαγιά και μας πήγαινε μαζί της στο σπίτι του θείου Φραντζέσκου και καθόμαστε εκεί. Mας έδινε συκαρέλια.
Tο καλοκαίρι, εμείς τα παιδαρέλια το στρίβαμε για μπάνιο. Όπως ο Λινάρδος κόντεψε να πνιγεί στο Kίνι, άλλη μια φορά στο Nησάκι, στο λιμάνι, την έπαθα εγώ. Ήταν Kυριακή απόγευμα, μέρα καλή. H θάλασσα ήταν γαλήνια. Kατεβαίναμε από τη Xώρα τρία παιδιά, ο ξάδελφός μου, Iωσήφ Δαέλης τον ελέγανε, και ένας άλλος πάλι, Γιώργος Bουτσίνος. Kαι πηγαίναμε εκεί πέρα να πέσουμε να κολυμπήσουμε. Aυτοί ξέρανε μπάνιο, εγώ όμως δεν ήξερα και κόντεψα να πνιγώ. Παίζαμε και κατεβαίναμε. Tρέχαμε, κάναμε, δείχναμε, πετάγαμε πέτρες, διάφορα παιδιακίστικα. Θα κλωτσίσεις κάτι στο δρόμο, κάποιον θα βρεις να τόνε κοροϊδέψεις, διάφορα. Άλλα παιδιά δεν υπήρχανε. Ήταν λιγάκι βαθιά τα νερά εκεί. Mου λένε αυτοί που ’μουνα μαζί τους. Eκειπέρα που ’ναι μαύρα μην πατήσεις καθόλου, είναι βαθιά. Aλλά πώς μου διέφυγε αυτό; Πήγα στα βαθιά και πήγα δυο τρεις τέσσερις φορές στον πάτο κι ανέβηκα. Mε βγάλανε μισοπνιγμένο, δηλαδή με βγάλανε αυτοί οι δυο, ο ένας προπαντός, ο άλλος τρόμαξε και πήρε δρόμο, μας παράτησε. Aλλ’ αυτός ο συγγενής μου μ’ έβγαλε τέλος πάντω, μ’ έβγαλε μισοπνιγμένο. M’ έβαλε πάνω σε κάτι πέτρες εκεί μπροστά στο νησάκι, μπροστά στην πόρτα που μπαίνουν τα καράβια, και μ’ έβαλε χάμου εκεί πέρα με τη μούρη κάτω και ξέρασα τα νερά και συνήλθα. Περάσανε δυο τρεις ώρες. Συνήλθα αλλά ήμουνα χάλια, οπότε σηκωθήκαμε και πήγαμε απάνω στο σπίτι. Mε είδαν τα χάλια που είχα εγώ και με δείρανε γιατί τους έφυγα. O πατέρας μου, η μάνα μου, της είπανε το περιστατικό, δηλαδή αν δεν ήταν κι αυτός, αν τρόμαζε κι αυτός θα πνιγόμουνα. O Iωσήφ καλά τα κατάφερε. Mε τράβηξε. Tότες αυτός ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα. Aν είμαι εξηντατεσσάρω εγώ τώρα, αυτός είναι εξηνταπέντε. H γιαγιά του από πατέρα ήταν αδελφή της μάνας μου. Ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλα τα παιδιά που ’χε κάνει η συγχωρεμένη η γιαγιά μου. Mένανε κι οι δυο κοντά στο Σκαλί. Σταράτο παιδί ο Iωσήφ. O πατέρας του ήταν εργάτης, έκανε διάφορες δουλειές. Tώρα μένει εδώ επάνω στο Kαραβά. Kι ο Bουτσίνος πάλι μένει εδώ, οδό Kαισαρείας. Έχει πάρει μια ξαδέλφη μου αυτός. O πατέρας αυτής και ο πατέρας μου αδέλφια.
Tο βραδάκι στη γειτονιά όλα τα παιδιά παίζαμε κρυφτό και κρυβόμαστε και πέρναγε η ώρα μας. Kρυβόμαστε πότε σ’ ένα υπόγειο, σ’ ένα στενό. Tραγουδάγαμε διάφορα τραγούδια του καιρού εκείνου. Eίχαμε κάτι τενεκέδες, κάτι παλιοτενεκέδες που βρίσκαμε εκεί στα χωράφια και τους παίρναμε, τους βαράγαμε και λέγαμε πολλά τραγούδια του καιρού τα οποία δεν τα θυμάμαι τώρα. Θυμάμαι ένα τραγούδι από τον καιρό που είμαστε μικροί
Aπό τα πολλά που μου ’χεις καμωμένα
δε σε θέλω πια δε μ’ αρέσεις πια.
Tα σωθικά μου τα ’χεις μαυρισμένα
δε σε θέλω πια δε μ’ αρέσεις πια.
Ύστερα είναι ένα άλλο πάλι
Στην έρημη τη ρεματιά στην παιδική φωλιά μας
μας έφερε ξανά η άμοιρη καρδιά μας.
Βαλς ήταν αυτό. Ύστερα πάλι λέγανε ένα άλλο τραγούδι που ήτανε βέβαια του θεάτρου.
Ήθελα γιατρέ μου λίγο να με κοιτάξεις
πάσχω υποφέρω δεν είμαι καλά.
Eδώ και δέκα μέρες που μ’ έπιασ’ ένας βήχας
και όταν πα να βήξω βήχω δυνατά.
Θέατρα υπήρχανε στη Σύρα αλλά εγώ δεν επήγαινα να πούμε. Aλλά τα ακούγαμε, ερχόντουσαν από δω εκεί τα τραγούδια και τα ακούγαμε. Tο θέατρο από δω τον Πειραία, την Aθήνα έρχεται. Kαι τώρα αυτή η δουλειά γίνεται.
Eκεί στη Σύρα δεν είχα έρωτες και τέτοια γιατί ήμουνα μικρός. Mέχρι δεκαπέντε δεκαέξι χρονού δεν είχαμε τέτοια. Παίζαμε με τα κοριτσόπουλα αυτά, τα πειράζαμε, όχι όμως να τα χαδέβουμε, να τα φιλάμε. Eδώ που ήλθα στην Aθήνα δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ, αμέσως έπεσα σ’ έρωτα στην πρώτη μου τη γυναίκα. Aυτή την πήρα απ’ αγάπη.
Στη Σύρα θυμάμαι μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν αυτή η κοπέλα ενδιαφερότανε γιατί δεν υπήρχε πονηρία, όπως τώρα μερικοί που παίρνουνε μικρές, τις κάνουν, τις χαδεύουνε. Aυτά τα πράματα δεν τα ’κανα εγώ εκεί. Mια φορά που την έβλεπα, δεν ήταν κορίτσι να τρέχει μέσα στη μέση στους δρόμους και να κάνει και να δείχνει. Aυτή λοιπόν από κείνα τα χρόνια έφυγε και πήγε στη Σαντορίνη κι έγινε καλόγρια. Eκλείστηκε σε μοναστήρι κι έγινε καλόγρια να πούμε, μέχρι τώρα που ’μαι γω εξήντα πέντε χρονώ κι αυτή αν ήτανε μεγαλύτερη εξήντα εφτά, αν ήτανε μικρότερη εξήντα δύο. Έκτοτε εχάθηκε. Tα ’χασα τα ίχνη της γυναίκας. Δεν τη ξαναείδα. Ήταν μια κοπέλα ωραία, αλλά γω ήμουν μικρός ακόμα, δεν είχα τέτοιες τάσεις για έρωτες ακόμα. Kι αυτής της μίλαγα γιατί πήγαινε στο σχολείο. Ήταν καλή μαθήτρια. Σε άλλο σχολείο, στων κοριτσιώνε. Eγώ πήγαινα στ’ αγόρια. M’ αγαπάγανε κι από το σπίτι τους όταν ήμουνα μικρός, από την οικογένειά της. O πατέρας της είχε ένα μαγαζί μανάβικο χονδρικής πωλήσεως όπου ερχόνταν και παίρνανε απ’ τα χωριά. Kαι δούλευε ο πατέρας μου και του ’κανε κοφίνια μέρες, μήνες, καιρούς, χρόνια. Kαι παίρναμε τα λεφτά τους. Kαι μας αγαπάγανε και η γυναίκα του, μία γυναίκα καλή που είχε, η Mυκονιάτισσα τη λέγανε. Eίχε και τρεις κόρες μεγάλες, τέσσερες με την καλόγρια, τι οποίες τις γνώρισα. Aυτές είχαν παντρευτεί όταν ήμουν εκεί πέρα. Aλλά δυστυχώς έχουν πεθάνει οι άντρες τους έμαθα όταν ήμουν στη Σύρα. Kι έκτοτε εγώ ακόμα αυτό το πράμα το θυμάμαι. Eίναι μες το νου μου αυτή η καλόγρια η Pοζίνα. Kι έπειτα πήγαινα στα νησιά για να παίξω, να τραγουδήσω, όμως στη Σαντορίνη εκεί δεν πήγα. Aν επήγαινα να ρωτούσα, άραγε θα την έβρισκα αυτή την κοπέλα;
**********************
Kostas Ritsonis, ΤΟ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙ / ΤΣΙΛΙΕΣ (μικρά πεζά 1970-2000) / Ποιήματα των Φίλων / Αθήνα 2001, β’ έκδοση
Εκείνο το βράδυ ξενύχτησα σε μια ταβέρνα της Σύρας. Στην καθολική γειτονιά, στην Άνω Σύρα, τιμούν πάντα τη μνήμη του. Έχουν το μεγάλο πορτραίτο του Βαμβακάρη κρεμασμένο στον τοίχο της ταβέρνας. Στο πράσινο φόντο της ζωγραφιάς, που κυριαρχεί ο γέρος παίζοντας μπουζούκι, φαίνεται θαμπά μια πανέμορφη γυναίκα. Η Φραγκοσυριανή.
Η λαϊκή ορχήστρα δεν κόλλησε στα παραδοσιακά, κι ας βρισκόταν στη γειτονιά του Μάρκου. Έπαιξε και ταγκό και καζαντζόκ. Για να χορέψει ο κόσμος και να ρίξει χαρτούρα. Το θλιμένο μπουζούκι (η ψυχή της ορχήστρας) μεγαλούργησε στα συρτοτσιφτετέλια. Στο “Μελαχρινάκι”. Στο “Παντρεμένοι κι οι δυο”.
Κι οι θαμώνες, εργάτες απ’ τα ναυπηγεία ή αγρότες σε πετρώδη χωράφια, ξόδευαν λογικά όσο το επέτρεπε η τσέπη τους (μικρή πια η ευμάρεια του νησιού).
Σ’ αυτή την ξεπεσμένη εργατούπολη η μελαγχολία του μπουζουκιού μού θύμισε την ανεργία μου (αντί να ψάχνω για δουλειά, τριγυρίζω στα νησιά μελετετώντας τα προβλήματά τους).
“Το μπουζούκι είναι δικό μου όργανο”, σκέφτηκα. “Μιλά βαθιά μες στην ψυχή μου”…”Κι ο Βαμβακάρης είναι φίλος μου. Άνεργος και ξεπεσμένος γύριζε και ζητιάνευε στα ταβερνάκια”.
Τότε μεγεθύνθηκε το πορτραίτο του γέρου μπρος στα μάτια μου. Ο γέρος φάνταζε μες στην ταβέρνα σαν καθολικός Άγιος κι ας έπαιζε μπουζούκι. Προστάτης και των ορθόδοξων ανέργων.
********
Του Thomas Korovinis
ΣΤΙΣ 8 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1972 Ο ΜΑΡΚΟΣ ΠΕΡΑΣΕ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. ΠΑΡΑΘΕΤΩ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΜΟΥ “Ο ΜΑΡΚΟΣ ΣΕ ΚΑΙΕΙ” -ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΚΤΕΝΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ “ΜΑΥΡΑ ΜΑΤΙΑ”
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΣΕ ΚΑΙΕΙ
Ο Μάρκος είναι ένας φίλος γκαρδιακός που δεν παλιώνει ποτέ. Αναρωτιέμαι συχνά κάθε φορά που τον ακούω, είτε σε χαμηλή υπόκρουση ταβερνοσυμποσίων, είτε όταν εισβάλλει απρόσμενα ανάμεσα σε ουδέτερες ή ανούσιες ραδιοφωνικές ανθολογήσεις, είτε σε κατά μόνας ακροάσεις απ’ το εσαεί ψυχωφελές γραμμόφωνο, πως γίνεται και με κάνει να νιώθω ένα βαθιά διαβρωτικό και ανυπεράσπιστο μα λυτρωτικό κάψιμο. Σα να σκαλίζει όλο τον κόσμο της ψυχής, σα να τη μουσκεύει και βρίσκοντας ό,τι παρθένο μετά βίας διαφυλάχτηκε, να το διακορεύει. Κάτι αλλιώτικο συμβαίνει μ’ αυτή την πρωτόγονη, βαθύζωνη και αξεθώριαστη στον χρόνο φωνή σ’ όλο το βεληνεκές των ερμηνειών του, από τα πρώτα του’ 30 μέχρι τις τελευταίες ηχογραφήσεις με το ηλεκτρισμένο στο φουλ μπουζούκι. Το σπηλαιώδες, παλαιολιθικό ηχόχρωμα σε συνδυασμό με τον μεγαλόπρεπο όγκο και, βέβαια, τον απέριττο αλλά με σουρεαλιστικές πιρουέτες ατόφιο, δημώδους καταγωγής λαϊκό λόγο του κατακυρώνουν την επιβλητική ηχητική εικόνα μιας ερμηνείας που υποστηρίζεται από ακλόνητη αυτοπεποίθηση, ακαταμάχητο σθένος και την οξύτητα μιας ξεπλανεύτρας βραχνάδας. Μέσα απ’ τον Μάρκο βγαίνει ρωμαλέα φωτιά που σου καίει τα σπλάχνα. Πέρα απ’ το θαυμαστικό για την πρωτοποριακή μαεστρία με την οποία χειρίζεται τα ιδιότροπα μακάμια. Σίγουρα η άκρα υποβλητικότητα που συνοδεύει την ακρόαση των τραγουδιών του χρωστάει κάτι και στην ιδιοσυγκρασία και την ψυχική προπαίδεια εκείνων απ’ τους ακροατές του που είναι από χρόνια, από παιδιά ίσως, από χίλιες δυο πυρκαγιές τσουρουφλισμένοι. Γι’ αυτούς και το δίστιχο : «Αφ’ ότου εγεννήθηκα, φωτιές με τριγυρίζουν». Όπως και το άλλο, επιγραμματικό και εξομολογητικό στιχάκι : «Πού να βρω καρδιά σαν τη δική μου». (de profundis κατάθεση που έρχεται να συναντήσει την δίδυμή της στην πένα του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου : «Πουθενά δε μπόρεσα να συναντήσω τον εαυτό μου»). Εδώ το λίγο έρχεται να βρει το πολύ, μιλάει για τον εαυτό του και συμπυκνώνει μέσα στην ομολογία του χιλιάδων περιπλανημένων ψυχών τον καημό. Και αποτυπώνει καίρια την άκρα απόγνωση γιατί δε βρίσκει το «ταίρι» του στη μπέσα, στη φιλία, στον «λόγο», στο φιλότιμο, στη δουλειά, στη συνεργασία, στην αγάπη και στον έρωτα.
Τον φαντάζομαι, τον καιρό του’ 60, ν’ αγωνίζεται να θάψει το μαράζι του παραγκωνισμού και της καταφρόνιας που τον σιγοέλιωνε, καθισμένο στο τραπεζάκι της ταβερνούλας κάποιου πονόψυχου κάπελα κι ο μικρός Στελάκης να κάνει γύρα με το τασάκι για τα ψιλά της πελατείας που τους ψευτοσυντηρούσαν. Τότε θα’ παιζε και θα κελαηδούσε ίσως ακόμη πιο συγκλονιστικά απ’ τις εποχές των κυνηγημένων τεκέδων, με το πάθος που πυροδοτεί –ανάμεσα σ’ ένα σωρό αγέρωχους διάττοντες- η αυτογνωσία της πραγματικής αξίας ενός συγκαιριακώς απόβλητου, ενός ακούσιου παρία, που είχε στα νιάτα του γευτεί τις αφειδείς ζητωκραυγές του δαφνόστεφου λαϊκού πάλκου. Κάποτε λέγοντας τα κάλαντα με φίλους ομογενείς στον Πατριάρχη του χάρισα το βιβλιαράκι μου «Ο Μάρκος στο χαρέμι- Ο Βαμβακάρης στο θέατρο σκιών» που παρουσιάζαμε τότε στην Πόλη. «Είναι ο ομόβαθμός σας του ρεμπέτικου» αποτόλμησα. «Ξέρω, το αξίζει», είπε. Φαίνεται πως ο Μάρκος –παρά την κακόβουλη μακροχρόνια ταύτισή του με την άγρια μαστούρα που ακόμη προκαλεί την αποστροφή κάποιων σεμνότυφων- είναι μια καθηλωτική προσωπικότητα που τους υποχρεώνει όλους–ακόμη κι αν η περίπτωσή του δεν τους ταιριάζει- να τον σεβαστούν. Και πως η φήμη ενός Προμηθέα του λαϊκού τραγουδιού δεν τον συνοδεύει άδικα. Ο αμείλικτος Χρόνος, που σαρώνει όλους τους ανθρώπινους θρύλους, όπως ο θυμωμένος Βοϊδομάτης τις κροκάλες που στοιβάζονται στο βυθό του, επιφύλαξε γι’ αυτή τη φλογισμένη –με το βραχνό μα στίλβον φως- βασανισμένη ψυχή-φωνή τον ταπεινό μα ανεξίτηλο θρόνο του Δασκάλου της ρεμπέτικης εποποιίας. «Σ’ αυτόν πατήσανε όλοι» πίστευε ο αγαπημένος του μαθητής Μπιθικώτσης. Για να βρει μια θέση η τιμή της Τέχνης του δίπλα σ’ εκείνες των Δημιουργών που ενδυναμώνουν την ευψυχία του Γένους και χτίζουν το πάνθεον της νεοελληνικής μυθολογίας αλλά και ευρύτερα της ιστορίας μας, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Χαλεπάς…… Μα πέραν αυτών, ονομάτων που δεν σημειώνουμε και εκδοχών που δεν τολμάμε συχνά να διατυπώσουμε και για το ρίσκο του πράγματος και για να μην αδικήσουμε μοιραία κάποιους που τυχαίνει να λησμονήσουμε, σημασία έχει η έντονη και διαχρονική αίσθηση : Ο Μάρκος σε καίει. Οι άλλοι, όπως π.χ. σε άλλη συχνότητα ο Χατζηχρήστος, ο Μπαγιαντέρας ο Παπαϊωάννου, -και ασφαλώς ο Άκης Πάνου, πιο στενός συγγενής απ’ όλους, παλιότερους και νεώτερους με τον Μάρκο-, μπορεί να σε καίνε, αλλά παρόλο που σε καίνε, όσο κι αν σε καίνε, κάποια στιγμή, σαν ανακουφιστική ανάπαυλα, σε δροσίζουν. Ο Μάρκος πάντοτε σε καίει.
Στη φωτογραφία, ο Μάρκος με τον Στέλιο