Σε μια σειρά ερευνών που πραγματοποιήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, ο Βλαντιμίρ Πούτιν αναδείχθηκε ως ο πλέον δημοφιλής μεταξύ των Ελλήνων ξένος ηγέτης, σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που να θεωρείται πρότυπο που θα έπρεπε να υιοθετηθεί από την εγχώρια πολιτική σκηνή. Δεν έχει στεγνώσει, ακόμα, το μελάνι άρθρων περί της ανάγκης να εφεύρουμε στα καθ’ ημάς έναν…Πούτιν. Με ανάλογη συμπάθεια της ελληνικής κοινής γνώμης είχε περιβληθεί παλαιότερα ακόμα και ο Ερντογάν. Στις μηχανές αναζήτησης υπάρχουν ακόμα αναφορές δημοσιολογούντων, από το 2010, που επιχειρηματολογούσαν πως εάν η Ελλάδα διέθετε έναν τέτοιον στιβαρό ηγέτη θα απέφευγε την χρεοκοπία και την ένταξη στα μνημόνια.
Ακόμα και στην κρίσιμη περίοδο του 2015, η άποψη πως η Ρωσία του Πούτιν θα μπορούσε να αποτελέσει την οδό διαφυγής από την μνημονιακή επιτροπεία βρήκε συμπαθούντες σε τμήμα της Αριστεράς αλλά και της Δεξιάς.
Σε μία έρευνα κοινής γνώμης στο όχι μακρινό 2018, που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Ερευνών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας,ο Βλαντίμιρ Πούτιν, συγκριτικά με τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ και την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ, θεωρείται με διαφορά η πιο ισχυρή προσωπικότητα (58,5%), ο πιο συμπαθής (48%), ότι έχει τα πιο θετικά χαρακτηριστικά (47%) και ότι θα ταίριαζε καλύτερα στη χώρα μας (39,5%). Το εντυπωσιακότερο; Έστω και με βραχεία κεφαλή, θεωρείται και ο πιο αξιόπιστος.
Στην ίδια έρευνα, το 52% του πληθυσμού θέτει ως βασική προτεραιότητα την εμβάθυνση των σχέσεων με την ΕΕ και την ενίσχυση των δεσμών της με τα κράτη-μέλη της. Όμως ένα διόλου αμελητέο 21% προκρίνει την ενίσχυση των δεσμών με τη Ρωσία. Έτσι, όπως σημείωνε τότε ο διευθυντής ερευνών του Ινστιτούτου Γιώργος Σιάκας, από τη μία πλευρά μια «ρηχή» ρωσοφιλία αρκείται στην εκδήλωση συναισθημάτων συμπάθειας προς τον πρόεδρο Πούτιν και γενικότερα συναισθημάτων φιλικών προς τη Ρωσία, από την άλλη όμως η «βαθιά» ρωσοφιλία προχωράει περισσότερο και προκρίνει την ενίσχυση των σχέσεων Ελλάδας και Ρωσίας έναντι των δεσμών με την ΕΕ. Είναι εύλογο να σκεφθεί κανείς πως το ποσοστό της βαθιάς ρωσοφιλίας (21%) μπορεί να θεωρηθεί υπολογίσιμο και δυνάμει απειλητικό.
Σε άλλη έρευνα, της MRB για τη διαΝΕΟSIS, την ίδια περίοδο, το 30% των Ελλήνων θεωρούσε πως ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα ήταν ιδανικός ηγέτης για τη χώρα μας. Παρόμοια ήταν τα αποτελέσματα και σε μεταγενέστερη έρευνα της Pulse για την “Καθημερινή” (πίνακας κάτω).
Ακόμα και την περίοδο των αντιδράσεων για την Συμφωνία των Πρεσπών, κι ενώ χιλιάδες πολίτες συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό ακόμα και με ακραία/ακροδεξιά συνθήματα για την προδοσία της τότε κυβέρνησης, το άστρο του Βλαντιμίρ Πούτιν έλαμπε πάνω από τα πλήθη με τους σταυρούς και τις βυζαντινές σημαίες, παραβλέποντας πως η Μόσχα υιοθετούσε τον σκοπιανό αλυτρωτισμό του Γκρουέφσκι.
Αυτή η τερατώδης αντίφαση, μιας χώρας, δηλαδή, που επαίρεται ότι αποτελεί λίκνο της ενωμένως Ευρώπης αλλά ένα σημαντικό τμήμα της καλοβλέπει το ρωσικό πρότυπο, εξηγείται από ορισμένους ως κατάλοιπο του αντιαμερικανισμού των προηγούμενων δεκαετιών. Πιθανότατα ισχύει κι αυτό, όπως ισχύει και το “ομόδοξο”.
Ο Πούτιν που…αγάπησε σημαντικό τμήμα της ελληνικής κοινωνίας κρύβει, ωστόσο, και την ψυχολογικής υφής μανία καταδιώξεως ενός περιούσιου λαού. Είναι το πρότυπο που ενσαρκώνει ένας ηγέτης που υποτίθεται πως αντιστέκεται στους πόλους ισχύος οι οποίοι δεν συμπαραστέκονται στην Ελλάδα. Όλα αυτά εξηγούν και την άλλη αντίφαση: να εκδηλώνεται, δηλαδή, επιθετικότητα ιμπεριαλιστικού τύπου εναντίον μιας μικρής και αδύναμης χώρας, όπως η Βόρεια Μακεδονία, ενώ την ίδια ώρα η Τουρκία αντιμετωπίζεται φοβικά.
Τις τελευταίες ώρες οι αντιλήψεις αυτές διατρέχουν μερίδα της κοινής γνώμης ως προς τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Διστακτική (ευτυχώς όχι από τις πολιτικές δυνάμεις) η απερίφραστη καταδίκη. Τα επιχειρήματα, αναμφίβολα υπαρκτά, για τα νεοναζιστικά μορφώματα που καλύπτονται από την κυβέρνηση του Κιέβου, και για τις επιχειρήσεις “εκκαθάρισης” του Ζελένσκι, σπεύδουν να δικαιολογήσουν την ρωσική εισβολή.
Εκείνο που δυσκολεύονται να κατανοήσουν ορισμένοι είναι πως η ανοχή απέναντι στον αναθεωρητισμό του Πούτιν αντιφάσκει με την οργή μας για τον αναθεωρητισμό του Ερντογάν. Ευαισθησία αλά καρτ όμως δεν υπάρχει. Όταν επιχειρηματολογούμε ορθά για την καταστρατήγηση των Συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου από την Άγκυρα δεν μπορούμε να ανεχόμαστε την βίαιη αλλαγή συνόρων από τη Μόσχα. Το σκοτάδι είναι σκοτάδι, ακόμα κι αν υπάρχουν πολλοί λόγοι να εξοργιστεί κανείς με την υποκρισία των ισχυρών.
Για να μπορούμε, όμως, να επικαλεστούμε αυτή την υποκρισία, των Βρυξελλών, του Βερολίνου, της Ουάσιγκτον κ.ά, έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού, και να διεκδικήσουμε οι σύμμαχοι να είναι όντως σύμμαχοι και όχι “επιτήδειοι ουδέτεροι”, δεν μπορούμε παρά να καταδικάσουμε το ό,τι ο Βλαδίμηρος κουρελιάζει το διεθνές δίκαιο και την ακεραιότητα μιας κρατικής οντότητας.