Βρισκόμαστε περίπου στα μισά της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Το World Wide Web συμπληρώνει περίπου 15 χρόνια ύπαρξης, το Facebook (2004) είναι ακόμη μια κολεγιακή σελίδα κάποιου Μαρκ Ζάκερμπεργκ, το Twitter (2006) είναι στα σχέδια “επί χάρτου” κάποιου Τζακ Ντόρσι και ο Στιβ Τζομπς είναι κλεισμένος στο εργαστήριό του και προσπαθεί να κάνει… έξυπνο το κινητό του τηλέφωνο “παντρεύοντάς” το με ένα widescreen iPod και ένα σύστημα πρόσβασης στο Internet. Την ίδια εποχή μία επικοινωνιακή έκρηξη διασπά το μέχρι τότε επικοινωνιακό τοπίο που μονοπωλούν τα ΜΜΕ και διευρύνουν τη δημόσια σφαίρα. Είναι η έναρξης της ένδοξη αν και σύντομης εποχής της “blog-ό-σφαιρας“.
Την ίδια εποχή (2003-2005) κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτοι έλληνες blogger, κυριολεκτικά “κάθε καρυδιάς καρύδι”, φοιτητές, “πληροφορικάριοι”, σκηνοθέτες, DJ’s, μουσικοί, εικαστικοί, συγγραφείς, νέοι δημοσιογράφοι αλλά και δεκάδες άνθρωποι -πρώιμοι, οι περισσότεροι, χρήστες του διαδικτύου- που ανακαλύπτουν την προμηθεϊκή δυνατότητα του διαδικτύου να τους δώσει φωνή και να απευθυνθούν σε ένα μικρό ή ευρύτερο κοινό. Κάποιοι ξεχωρίζουν πολύ γρήγορα για την αντισυμβατική τους γραφή και τον νέο τρόπο -σε σχέση με τους παραδοσιακούς γραφιάδες- που έβλεπαν τα πράγματα. Ο “Ονειρος”, ο “Εντεκα”, ο “Old Boy”, o “Petefris”, o “Argos”, η “Ψιλικατζού”, ο “123 λέξεις”, ο “Τάλος”, ο “Πιτσιρίκος” είναι μερικοί μόνο από τους “πιονιέρους” της ελληνικής “blog-ό-σφαιρας”. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει μία… “Καλύβα, ψηλά στο βουνό“.
“Έστησα μια καλύβα ψηλά στο βουνό – στη διάθεση κάθε οδοιπόρου. Φτιάξτε καφέ, ανάψτε τη σόμπα αν κάνει κρύο, ξεσκεπάστε το κοφίνι αν πεινάτε. Σα στο σπίτι σας! Όπου κι αν τριγυρίζω, δε θ’ αργήσω πολύ” έγραφε στο εισαγωγικό του Post ο Πάνος Ζέρβας (το όνομα το μάθαμε λίγο καιρό αργότερα), οδοντίατρος, διδάκτορας ΑΠΘ, διευθυντής ΕΣΥ, ενεργός πολίτης στο χώρο της πολιτικής οικολογίας, “ερασιτέχνης” ιστορικός και βέβαια μπλόγκερ από το 2005.
Εκεί, στην “Καλύβα” ο Πάνος Ζέρβας (γεννημένος στην Καλαμάτα αλλά με μόνιμη έδρα σε Θεσσαλονίκη-Χαλκιδική) δημιουργεί τη δική του “Κιβωτό” και τη γεμίζει –μαζί με το “θυγατρικό” του ιστολόγιο «Σημειώσεις για τον Εμφύλιο»– , σχεδόν καθημερινά με μνήμες -δικές του και άλλων-, τραγούδια, αποσπάσματα σπουδαίων κειμένων, φωτογραφίες και σημειώσεις. Πολλές και πολύτιμες σημειώσεις. Σημειώσεις που 16 χρόνια μετά γίνονται βιβλίο με τίτλο “Σημειώσεις για τον εμφύλιο- Αντίσταση και κατοχικός εμφύλιος 1941-1944” (εκδ. Επίκεντρο 2021).
Παρά το ότι δεν έχουμε καταφέρει να συναντηθούμε ποτέ διά ζώσης, όλα αυτά τα χρόνια, επικοινωνούμε συχνά με τον Πάνο Ζέρβα είτε έμμεσα μέσω αναρτήσεων και σχολίων στα Κοινωνικά Δίκτυα είτε άμεσα με μικρές κουβέντες που κάνουμε στο inbox. Ολα αυτά τα χρόνια παρακολουθώ τα όσα γράφει και δεν κρύβω πως συχνά με εκπλήσσουν, με συγκινούν ή και με σοκάρουν οι μικρές ή μεγάλες αποκαλύψεις που κάνει για την εποχή του Εμφύλιου και τα τραύματα που άφησε και εξακολουθούν, σε ένα βαθμό να υπάρχουν, στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας.
Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία, με αφορμή το βιβλίο του, να μιλήσουμε και πάλι. Αυτή την κουβέντα δημοσιεύουμε σήμερα στο AnatropiNews:
– Η συστηματική ενασχόλησή σου με την Κατοχή και τον Εμφύλιο και διόρθωσέ με αν κάνω λάθος, ξεκινάει με την εμφάνιση της Blog-ό-σφαιρας η οποία άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στη δημόσια σφαίρα. Τι ήταν όμως αυτό που αρχικά σε παρακίνησε να ξεκινήσεις αυτή τη συλλογή κειμένων και ντοκουμέντων και να τους δώσεις τη μορφή ιστολόγιου;
Η ενασχόληση μου με την Κατοχή και τον Εμφύλιο ξεκινάει αρκετά χρόνια νωρίτερα. Τα δυο πρώτα χρόνια στα ιστολόγια ουσιαστικά δεν ασχολήθηκα με παρόμοια θεματολογία. Κάτι που συνέβη από τον Οκτώβριο του 2007 και μετά, όταν δημιουργήθηκε η ξεχωριστή κατηγορία “Εμφύλιος” στην “καλύβα”. Ως τις αρχές του 2016 είχαν αναρτηθεί 215 θέματα, αριθμός σχετικά μικρός σε σχέση με το συνολικό αριθμό των αναρτήσεων. Τότε δημιούργησα το θεματικό ιστολόγιο “Σημειώσεις για τον Εμφύλιο”, ως διαδικτυακό σημειωματάριο που περιέχει πολλές εκατοντάδες θέματα, πολλά γραμμένα από μένα. Υπήρξαν ιστολόγια που ασχολούνταν με τα θέματα αυτά πριν το κάνω εγώ και άλλα που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια. Κίνητρο μου, όπως και άλλων, όσων δεν είμαστε ιστορικοί, ήταν το έντονο ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, αλλά και η πρακτική ευκολία στην ταξινόμηση και την ανάκτηση του τεράστιου σε όγκο υλικού που προσφέρει το μέσον. Από ένα σημείο και μετά σκεπτόμουν ότι θα προέκυπτε μια έντυπη έκδοση και πειραματιζόμουν συνεχώς για τη μορφή που θα της έδινα και για το ύφος που θα υιοθετούσα. Το ενδιαφέρον για το ιστολόγιο ανανέωνε συνεχώς η εντατική ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών με τους αναγνώστες, για βιβλία και γεγονότα. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η γόνιμη επικοινωνία συνεχίζεται για περισσότερο από 12 χρόνια. Στο μεταξύ, στα δύο ιστολόγια άφησαν κατά καιρούς σχόλια τουλάχιστον δύο δεκάδες επαγγελματίες ιστορικοί. Υποθέτω ότι πέρασαν περισσότεροι, ως αναγνώστες.
– Εχοντας ήδη περάσει σχεδόν 80 χρόνια από την εποχή της Κατοχής και του Εμφύλιου και με τους πρωταγωνιστές αλλά και τους απλούς ανθρώπους που βίωσαν αυτές τις περιόδους, πιστεύεις ότι το ενδιαφέρον γι αυτές θα μπορούσε να μειωθεί ή ίσα-ίσα αυτή η απόσταση θα βοηθήσει την ολοκληρωμένη καταγραφή της;
Δεν νομίζω ότι έχουμε ακόμα «ολοκληρωμένη καταγραφή» για την Επανάσταση του 1821 ή για τον Εθνικό Διχασμό, ο οποίος ξεκίνησε αρκετά πριν τη δεκαετία του 1940. Το ενδιαφέρον γι’ αυτές τις ιστορικές περιόδους και για το Βυζάντιο και για τα ρωμαϊκά χρόνια και για την αρχαιότητα παραμένει αμείωτο, τουλάχιστον σε ένα ποσοστό του αναγνωστικού κοινού. Η Ιστορία, το λέω συμβατικά γιατί πρόκειται για σύνολο από επιστημονικές ειδικότητες, ήταν και θα παραμείνει μια εξαιρετικά γοητευτική και δημοφιλής υπόθεση. Πολύ περισσότερο που οι σύγχρονες δυνατότητες μας επιτρέπουν να κατανοούμε καλύτερα το παρελθόν και να αναθεωρούμε ή να συμπληρώνουμε παλαιότερες αντιλήψεις γι’ αυτό. Ισχύει και για τη δεκαετία του 1940. Κάποια στιγμή το ενδιαφέρον θα βρεθεί σε φυσιολογικά επίπεδα, αντίστοιχα με εκείνο για τις άλλες ιστορικές περιόδους, αλλά αυτό μάλλον δεν θα συμβεί σύντομα.
– Πιστεύεις ότι η Ιστορία, η πολιτική σκέψη και ως ένα βαθμό και η κοινωνία έχουν ακόμη “ανοιχτούς λογαριασμούς” με την περίοδο εκείνη ή η “εθνική συμφιλίωση”, τη δεκαετία του ’80, η αναγνώριση της αντίστασης και το κάψιμο των φακέλων, έχουν οριστικά κλείσει αυτούς τους λογαριασμούς;
Η Ιστορία δεν κλείνει ποτέ τους λογαριασμούς της με το παρελθόν, αλλιώς δεν έχει νόημα ύπαρξης. Η πολιτική σκέψη το ίδιο. Για την κοινωνία το πρόβλημα τίθεται διαφορετικά. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι λογαριασμοί του Εμφυλίου είχαν κλείσει. Να όμως που ο 21ος αιώνας φαίνεται να τους ανοίγει ξανά, για να χρησιμοποιηθούν εργαλειακά, μικροπολιτικά αν μου επιτρέπεις, για να εξυπηρετήσουν επίκαιρες σκοπιμότητες. Ουσιαστικά πρόκειται για μια ανταλλαγή συνθημάτων. Στο Βίτσι και στο Γράμμο σας θάψαμε στην άμμο, ΕΑΜ ΕΛΑΣ Μελιγαλάς, Βάρκιζα τέλος κλπ. Αυτά υποκαθιστούν με ευτελή τρόπο και την Ιστορία και την πολιτική σκέψη. Από την άλλη, σηματοδοτούν την αγωνία της εποχής μας, της οποίας οι νέοι άνθρωποι προσπαθούν να στηριχτούν σε σημεία του παρελθόντος, ώστε να ενισχύσουν και να νομιμοποιήσουν τον πολιτικό τους λόγο, απέναντι σε αυτούς που θεωρούν εθνικούς εχθρούς ή επικίνδυνους ταξικούς αντιπάλους. Όταν όμως το παρελθόν κατανοείται επιδερμικά, πέρα από την Ιστορία και την πολιτική σκέψη, κάτι δεν πάει καλά.
Ήδη μπορούμε να πούμε ότι στο πολιτικό επίπεδο η λεγόμενη «εθνική συμφιλίωση» που υπήρξε μια σταθερά της Μεταπολίτευσης για δεκαετίες, έχει ακυρωθεί, σε σημαντικό βαθμό. Όσο για το κάψιμο των φακέλων ήταν μια τραγωδία. Δεν καίμε τα ιστορικά / κοινωνικά ντοκουμέντα, ουσιαστικά για λόγους εντυπώσεων, στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής! Μένει η αναγνώριση της Αντίστασης, αλλά τυπική και απονευρωμένη, καθώς μεγάλο μέρος της κοινωνίας αλλά και του πολιτικού προσωπικού και του κοινού που εκδηλώνεται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, έχει επιστρέψει επί του θέματος περίπου στη δεκαετία του 1950. Ο αναγνώστης του βιβλίου μου θα προσέξει ότι το έχω αφιερώσει «στους νέους που θα το διαβάσουν». Με την ελπίδα ότι θα τους βοηθήσει να ξεφύγουν από τα τοξικά και παραλυτικά παραταξιακά κλισέ που επικρατούν, από εδώ και από εκεί, και να κάνουν τη δική τους ψύχραιμη αποτίμηση.
– Ποιές ιστορικές “σελίδες” της Κατοχής και του Εμφύλιου, θεωρείς ότι ακόμη δεν έχουν γραφτεί, ποιά κεφάλαια δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμη και εναπόκειται στους ιστορικούς να συνεχίσουν να εξερευνούν; Η ενασχόληση σου με το θέμα σε υποψιάζει και υλικό και ντοκουμέντα που δεν έχουν ακόμη ανοιχτεί δημόσια, για παράδειγμα τα περίφημα αρχεία του ΚΚΕ που το κόμμα “απελευθερώνει” σταδιακά και με το σταγονόμετρο, θα έδιναν μία άλλη διάσταση στην έρευνα;
Οι ιστορικοί φυσικά θα συνεχίσουν την έρευνα και θα βρουν νέα και ενδιαφέροντα στοιχεία. Νομίζω όμως ότι τα βασικά περιγράμματα για την Κατοχή και τον Εμφύλιο είναι ήδη στη διάθεσή μας. Χωρίς η γνώμη μου να έχει ιδιαίτερο βάρος σε αυτό το ζήτημα, δε νομίζω ότι τα περίφημα αρχεία που αναφέρεις θα αλλάξουν κάτι ριζικά. Αυτό που λείπει και χρειάζεται είναι μια συνεκτική αφήγηση για την εποχή, η οποία θα αξιοποιεί τα υπάρχοντα δεδομένα, αλλά και τις ερμηνείες τους, χωρίς παραταξιακή λογική, και θα δίνει μια πλήρη κατά το δυνατόν εικόνα, με μετριοπάθεια και ελεύθερο πνεύμα. Αυτό δεν είναι καθόλου ισαποστακισμός ή μια αποδυναμωμένη και άνευρη προσέγγιση. Αντίθετα είναι μια τολμηρή επιλογή, η οποία απαιτεί παράλληλα νηφαλιότητα και αυτοπεποίθηση. Και η οποία έχει αναπόφευκτο κόστος, καθώς έρχεται σε αντιπαράθεση με τα κατεστημένα που κυριαρχούν στο δημόσιο λόγο για τον Εμφύλιο. Για να μη μιλήσουμε για τους χούλιγκαν που έχουν μαζευτεί στα κοινωνικά δίκτυα και ξεσαλώνουν, νομίζοντας ότι έτσι κάνουν «πολιτική παρέμβαση», για λογαριασμό του έθνους και της πατρίδας ή της λύσης των κοινωνικών αντιθέσεων, αναμασώντας τσιτάτα και συνθήματα. Με το βιβλίο μου προσπάθησα να συμβάλλω το κατά δύναμιν στην κάλυψη αυτού που λείπει και, αν είμαστε καλά, θα προσπαθήσω ξανά με το επόμενο ή τα επόμενα.
– Υπάρχει κάποιο “κομμάτι” που εμπλούτισε τις σημειώσεις σου να σε σόκαρε όταν έπεσε πρώτη φορά στα χέρια σου σε βαθμό του να μην μπορείς συναισθηματικά να διαπραγματευτείς, τουλάχιστον αρχικά;
Όχι, δεν με σόκαρε τίποτα από τη δεκαετία του 1940, γιατί πριν ασχοληθώ με αυτήν είχα διαβάσει, αρκετές φορές, τον παππού Θουκυδίδη. Αν δει κανείς, για παράδειγμα, όσα γράφει για τον Κερκυραϊκό εμφύλιο, θα διαπιστώσει ότι αλλάζοντας ελάχιστες λέξεις και τίποτα επί της ουσίας, μπορεί να έχει μια εξαιρετικά ακριβή απεικόνιση του Εμφυλίου της δεκαετίας του 1940. Όχι μόνο αυτό. Στο βιβλίο του Σπύρου Μελά για τον Κολοκοτρώνη, περιγράφεται η αγωνιώδης καταδίωξη και η εξόντωση των συντρόφων του στα 1805. Η αφήγηση ταιριάζει γάντι με όσα έχουν γραφτεί για την εξόντωση του ΔΣΕ Πελοποννήσου, από τον Ιανουάριο ως τον Αύγουστο του 1949. Αν κάποιος νομίζει ότι υπερβάλλω, ας αναζητήσει αυτά τα δύο θέματα στο ιστολόγιο «Σημειώσεις για τον Εμφύλιο». Ακόμα και οι πιο σκληρές εγκληματικές πράξεις και από τις δύο πλευρές, δεν ήταν κάτι πρωτοφανές, κάτι που συνέβαινε για πρώτη φορά. Ήταν γεγονότα που συμβαίνουν σε κάθε πόλεμο και σε κάθε εμφύλιο πόλεμο, χιλιάδες χρόνια τώρα, σχεδόν με ταυτόσημο τρόπο. Αυτά που περιέγραψε ο Θουκυδίδης για τους αρχαίους «δημοκρατικούς» και «ολιγαρχικούς» Κερκυραίους τα βλέπουμε να επαναλαμβάνονται με τρομακτική ακρίβεια σε όλους τους ευρωπαϊκούς εμφυλίους του 20ου αιώνα και στους σύγχρονους, απανταχού της γης. Αυτό που αλλάζει είναι τα logistics της βίας και του εγκλήματος, όχι η ουσία. Η οποία περιλαμβάνει πάντοτε την αποχαλίνωση των ανθρώπων, την εμπλοκή εξωτερικών δυνάμεων και το πατρονάρισμα των παρατάξεων που συγκρούονται και την οριστική συντριβή του ηττημένου σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, πολλές φορές και τη βιολογική του εξόντωση.
Αυτό που με σόκαρε, κατά κάποιον τρόπο, μέχρι να το συνηθίσω, είχε να κάνει με τον τρόπο που αντιδρούσαν οι άνθρωποι στα 2009 ή στα 2011, ας πούμε, όταν συζητούσαμε για συγκεκριμένα γεγονότα του Εμφυλίου, πχ για τον Μελιγαλά ή για το βιβλίο “Ορθοκωστά” του Βαλτινού. Αλλά αυτή είναι μια άλλη, εν μέρει ιλαροτραγική αφήγηση.
– Ισως να ακούγεται απλοϊκό ως ερώτημα αλλά γιατί ένας “μιλένιαλ” της εποχής του Netflix να ανοίξει ένα βιβλίο ή ένα ιστολόγιο για να να διαβάσει για εκείνη την εποχή, τι έχει να του προσφέρει και πως θα μπορούσε αυτό να φωτίσει το παρόν του;
Δεν μπορώ να δώσω μια καλή εξήγηση «γιατί συμβαίνει», μπορώ όμως να βεβαιώσω ότι συμβαίνει. Πολλές φορές νέοι με ρωτάνε στο φέισμπουκ για το ένα ή το άλλο θέμα, που διάβασαν ή είδαν, σχετικά τον Εμφύλιο. Βλέπω νέους που διαβάζουν συστηματικά λογοτεχνία. Ιδιαίτερα τα λογοτεχνικά κείμενα, που είναι η κύρια συγγραφική μου ασχολία, παραμένουν ένας εξαιρετικός τρόπος για να γνωρίζουμε και να καταλαβαίνουμε τον κόσμο και τους ανθρώπους, πέρα από τη μοναδική απόλαυση που προσφέρει το διάβασμα. Προφανώς ισχύει και για τους «μιλένιαλς», κάποιοι από τους οποίους, μάλλον λίγοι σε αριθμό, έχουν δημιουργήσει σχέσεις με τα κείμενα, τυπωμένα ή στην οθόνη… και πολύ καλά κάνουν!
– Και μιας και μιλήσαμε για το Netflix, θα μπορούσε ένα κομμάτι εκείνης της εποχής να μεταφερθεί στην οθόνη -όπως συμβαίνει με πολλές διεθνείς παραγωγές του- ως ένα μίγμα μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ και να έχει ενδιαφέρον για το κοινό σε Ελλάδα και εξωτερικό;
Φυσικά θα μπορούσε. Θα αναφέρω μερικά ενδεικτικά θέματα μόνο από τα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης, τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο. Οι μειονότητες: Εβραίοι, Τσάμηδες, Βλάχοι, Ρομά. Και οι Σλαβομακεδόνες που συνέχισαν και μετά την Απελευθέρωση, όπου συναντάμε επίσης τους Μουσουλμάνους της Θράκης αλλά και τους πιστούς του Ιεχωβά. Οι διαφυγές Βρετανών, Ελλήνων, Ιταλών και Εβραίων, συνήθως προς τη Μέση Ανατολή. Η ιστορία των σαμποτάζ, από τις πρώτες μέρες της Κατοχής ως την Απελευθέρωση. Οι «άγνωστες» οργανώσεις της Αντίστασης και οι άνθρωποί τους. Οι 8.900 Έλληνες αξιωματικοί και οι 800 επαγγελματίες πολιτικοί τον καιρό της Κατοχής και της Αντίστασης. Η εξέγερση της Δράμας. Η «ελεύθερη αγορά» της Κατοχής, η οικονομική τρομοκρατία των κατακτητών, η πείνα, οι μαυραγορίτες, οι οικονομικοί δοσίλογοι. Ο τζόγος σε λέσχες, καζίνο, καφενεία και δρόμους και πως χρηματοδότησε τις γερμανικές υπηρεσίες κατασκοπείας. Οι Έλληνες (εξόριστη κυβέρνηση και ένοπλες δυνάμεις) και οι μεταξύ τους συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Οι δοσιλογικές κυβερνήσεις και οι ένοπλοι δοσίλογοι. Η Αντίσταση στις πόλεις και η ένοπλη δράση στην επαρχία. Η αποστολή και ο θάνατος του Ιωάννη Τσιγάντε. Οι εμφύλιες συγκρούσεις στα χρόνια της Κατοχής.
Ο κατάλογος για το Netflix θα μπορούσε εύκολα να διπλασιαστεί ή να τριπλασιαστεί, χωρίς να έχουμε αναφερθεί στις πραγματικά συγκλονιστικές ιστορίες περιοχών ή ανθρώπων. Παράδειγμα, ο «Οδυσσέας του Έβρου», μια ιστορία του 1943, το υφάδι της οποίας είναι ταυτόσημο με το «Αποκάλυψη τώρα» του Κόπολα: Ένας απεσταλμένος αξιωματούχος, ο Αθηνόδωρος, φτάνει στον Έβρο και εξοντώνει τον Οδυσσέα, ο οποίος έκανε τον «δικό του» πόλεμο εκεί, σαν άλλος συνταγματάρχης Κουρτς – Μάρλον Μπράντο. Άλλο παράδειγμα, ο «Συνταγματάρχης Λιάπκιν» του Καραγάτση, που δεν ήταν άλλος από τον Ρώσο εμιγκρέ ταγματάρχη Βασίλη Βασιλίεβιτς Νταβίντοφ, ο οποίος έδρασε στη Λάρισα εξαρθρώνοντας τα δίκτυα του ΕΑΜ στην πόλη και αποχώρησε από την Ελλάδα μαζί με τους Γερμανούς.
Τέλος, ένα ντοκιμαντέρ με συγκλονιστική υπόθεση, χωρίς να χρειάζεται ίχνος μυθοπλασίας, θα ήταν για την εξέλιξη της πολιτικής σκέψης και πρακτικής δράσης των κοινωνικών ομάδων και δυνάμεων, αλλά και των οργανώσεων: του ΚΚΕ, του ΕΑΜ, των βενιζελογενών, των μοναρχικών κλπ, τις μεταξύ τους σχέσεις και συγκρούσεις και το ρόλο που έπαιξαν τα πρόσωπα, γνωστά και άγνωστα, με την εκδήλωση μοναδικών δυνατοτήτων αλλά και μεγάλων αδυναμιών. Το βιβλίο «Σημειώσεις για τον Εμφύλιο» θα μπορούσε να είναι ο καμβάς και ο οδηγός για τη συγγραφή ενός τέτοιου σεναρίου για το Netflix, αφού πρώτα πείθονταν οι παραγωγοί ότι όλα αυτά δεν είναι προϊόν αχαλίνωτης συγγραφικής φαντασίας, αλλά όντως συνέβησαν σε έναν σχετικά περιορισμένο γεωγραφικό χώρο κι έναν απίστευτα συμπυκνωμένο χρόνο, από τον Απρίλιο του 1941 ως το Νοέμβριο του 1944. Αυτά για την πρώτη σεζόν. Για τις επόμενες υπάρχει εξίσου συγκλονιστικό υλικό, μέχρι τη Χούντα 1967-1974, η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι η τελευταία εκδήλωση – παράγωγο ιστορικού χαρακτήρα της δεκαετίας του 1940.