Μέχρι στιγμής 19 χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχουν προχωρήσει σε άμεσες φορολογικές παρεμβάσεις – ήτοι, μειώσεις ή επιστροφές φόρων – στην αγορά της ενέργειας για να αμβλύνουν την κρίση διαβίωσης που πυροδοτεί η ιστορική έκρηξη των τιμών. Από αυτές οι 11, όπως δείχνουν τα στοιχεία του ινστιτούτου Bruegel, επέλεξαν ευθείες και οριζόντιες μειώσεις των έμμεσων φόρων, δηλαδή των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης και του ΦΠΑ είτε στα καύσιμα, είτε στο ρεύμα, είτε και στα δύο.
Η Ελλάδα δεν είναι ανάμεσα σε αυτές τις χώρες, ούτε στις 19, ούτε στις έντεκα. Δεν είναι διότι, σύμφωνα με τον υπουργό Ανάπτυξης Αδωνι Γεωργιάδη οι μειώσεις των φόρων στα καύσιμα δεν ωφελούν τους φτωχούς και τους μικρομεσαίους αλλά τους πλούσιους και έχοντες Cayenne. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο υπουργός Ανάπτυξης κάνει υπέρβαση κοινής λογικής, ο ίδιος, άλλωστε, έχει προ πολλού υπερβεί και τις βασικές αρχές της οικονομίας. Είναι εκείνος που έχει αποφανθεί ότι οι φόροι δεν πρέπει να μειωθούν για να… μην ανέβει ο πληθωρισμός.
«Όταν έχεις πληθωρισμό, το να αυξάνεις τη ρευστότητα με μείωση των φόρων, είναι σαν να ρίχνεις βενζίνη στη φωτιά», έχει πει, γνωρίζοντας προφανώς κάτι που ουδείς εκ των οικονομολόγων αυτού του πλανήτη έχει μέχρι στιγμής αντιληφθεί. Εξ ου και – οι συμβατικοί οικονομολόγοι – επιμένουν να διδάσκουν πως όταν ρίχνεις τους φόρους κατανάλωσης πέφτουν οι τιμές, άρα μειώνεται και ο πληθωρισμός.
Σύμφωνα με την, πιο κομψή, επιχειρηματολογία του υπουργού Επικρατείας Ακη Σκέρτσου ο Ειδικός Φόρος και ο ΦΠΑ των καυσίμων δεν μειώνονται στην Ελλάδα για δύο λόγους. Λόγω της περιορισμένης φορολογικής βάσης της χώρας και λόγω της τρύπας που θα δημιουργηθεί στα έσοδα. Εν ολίγοις, ο κ. Σκέρτσος λέει ότι η κυβέρνηση δεν μειώνει τον ΕΦΚ και τον ΦΠΑ στα καύσιμα γιατί δεν μπορεί να χτυπήσει την φοροδιαφυγή, άρα βασίζεται στους εγγυημένους και οριζόντιους φόρους επί δικαίων και αδίκων. Και λέει επίσης ότι μια μείωση των φόρων θα είχε δημοσιονομικό κόστος με διπλές συνέπειες: Αφενός θα χάνονταν φορολογικά έσοδα που «χρηματοδοτούν σχολεία και νοσοκομεία» και, αφετέρου, θα προέκυπτε «μαύρη τρύπα» που θα πετούσε την χώρα έξω από τις αγορές και θα την οδηγούσε σε νέα Μνημόνια.
Ενδεχομένως, ο κ. Σκέρτσος να γνωρίζει επίσης περισσότερα από τον πρωθυπουργό της Πορτογαλίας Αντόνιο Κόστα. Ο οποίος είπε την περασμένη εβδομάδα ότι επιλέγει να μειώσει τον ειδικό φόρο στα καύσιμα επειδή, ακριβώς, δεν έχει δημοσιονομικό κόστος – «τα έσοδα», είπε, «έτσι κι αλλιώς, θα μείνουν σταθερά». Και το είπε, πατώντας και εκείνος σε μια βασική αρχή της οικονομίας. Η οποία λέει, επί δεκαετίες τώρα, πως η αύξηση της κατανάλωσης που θα φέρει η μείωση της τιμής του καυσίμου, θα φέρει και τα έσοδα να είναι μία η άλλη.
Ισως επίσης στο υπουργείο Επικρατείας και στην κυβέρνηση να αγνοούν ότι ο ΦΠΑ είναι ποσοστιαίος φόρος – επιβάλλεται και αποδίδει έσοδα επί της υψηλότερης ή χαμηλότερης τιμής των καυσίμων.
Χάρις στην έκρηξη, δε, της τιμής των καυσίμων, τα κρατικά έσοδα είναι σήμερα αυξημένα κατά 10 λεπτά το λίτρο σε σχέση με πέρσι. Αρα, από μια μείωση του ΦΠΑ δεν θα χαθούν τα κρατικά έσοδα που προορίζονται για σχολεία και νοσοκομεία αλλά τα υπερ-έσοδα που αποδίδει ο παγκόσμιος ενεργειακός ίλιγγος. Σε μια χώρα χαμηλής κοινωνικής μέριμνας αυτό θα μπορούσε να παραπέμπει και σε κρατική κερδοσκοπία.
Αποκλείεται πάντως και στο υπουργείο Επικρατείας και στην κυβέρνηση να αγνοούν ότι η Ελλάδα έχει μια από τις υψηλότερες – την 5η υψηλότερη εσχάτως – τιμές βενζίνης στην Ευρώπη επειδή έχει και μία από τις υψηλότερες φορολογίες στην Ευρώπη. Ο ΕΦΚ βρίσκεται στα 0,70 λεπτά το λίτρο, πάνω και από την Γερμανία και την Γαλλία, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 0,56 ευρώ το λίτρο και η κοινοτική νομοθεσία ορίζει το ελάχιστο όριό του στα 0,36 ευρώ το λίτρο.
Αποκλείεται να αγνοούν στην κυβέρνηση και ότι το ποσοστό που αποδίδουν στα κρατικά έσοδα οι εν Ελλάδι ειδικοί φόροι σε καύσιμα, φυσικό αέριο και ρεύμα είναι επίσης από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Σύμφωνα με το ετήσιο Greek Energy Market Report της
Ελληνικής Εταιρεία Ενεργειακής Οικονομίας το ποσοστό αυτό ανέρχεται στο 2,9% του ΑΕΠ και είναι το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε, μετά την Σλοβενία όπου φθάνει στο 3%.
Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,9% του ΑΕΠ, ενώ στις συγγενείς χώρες του Νότου, την Ισπανία και την Πορτογαλία το ποσοστό των κρατικών εσόδων που προέρχεται από τους έμμεσους ενεργειακούς φόρους είναι 1,5% και 1,9% αντίστοιχα.
Εάν σε όλα αυτά προστεθεί και το χάσμα μισθών μεταξύ Ελλάδας και λοιπής δυτικής Ευρώπης, η κυβέρνηση μάλλον οφείλει να γνωρίζει και ότι το αίτημα μείωσης των – οριζόντιων –φόρων εκπορεύεται από μια κοινωνία που βρίσκεται στα όρια της εισοδηματικής ασφυξίας. Και όχι από την ταξική επανάσταση των Cayenne…