Από την στιγμή που ο Τζο Μπάϊντεν αποκαλεί τον Βλαντιμίρ Πούτιν “εγκληματία πολέμου” και τα αλλοσαξονικά ΜΜΕ φιλοξενούν αναλύσεις και άρθρα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να παραπεμφθεί στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, τίποτε δεν θα είναι ίδιο στην αρχιτεκτονική ασφαλείας της Ευρώπης ακόμα κι αν σύντομα υπάρξει κάποια διπλωματική διευθέτηση στις συνομιλίες Μόσχας- Κιέβου.
Στην -προσώρας υποθετική- περίπτωση που η Ουκρανία δεσμευτεί (και συνταγματικά) σε κάποιας μορφής ουδετερότητα χωρίς την προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ και οι Ρώσοι εισβολείς υποχωρήσουν, αφήνοντας ανοικτό το θέμα της αυτονόμησης της περιοχής του Ντονμπάς, τα κατά την Δύση εγκλήματα πολέμου του Πούτιν έχουν χαράξει βαθιά γραμμή για την “επόμενη μέρα”. Οτιδήποτε Ρωσικό δεν θα είναι ανεκτό στην από εδώ πλευρά της Ιστορίας, και πιθανότατα θα περιλαμβάνει και μία κατά πολύ λιγότερο ανεκτική στάση και προς την Κίνα. Όσοι είχαν επισημάνει εγκαίρως την μετατόπιση της γεωπολιτικής σφαίρας προς την ανατολή, μάλλον δικαιώνονται, ενώ επανέρχεται στους δυτικούς κύκλους κι εκείνη η συμφωνία ΗΠΑ-Βρετανίας-Αυστραλίας (AUKUS) υπό νέο πρίσμα και με ενισχυμένη σκοπιμότητα.
Για την Ελλάδα, αυτό το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον μετατρέπεται σε ένα πεδίο ευκαιριών αλλά και σε μία πιθανή παγίδα.
Πρώτη παράμετρος που πρέπει να διευκρινισθεί είναι ο ρόλος της Τουρκίας: Από αυτή την κρίση, η Άγκυρα δείχνει να εξέρχεται ιδιαίτερα αναβαθμισμένη. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου κινείται με άνεση διαμεσολαβητή μεταξύ Μόσχας και Κιέβου, οι Financial Times αποκαλύπτουν προσχέδιο μιας πιθανής διπλωματικής λύσης στην οποία η Τουρκία θα έχει ρόλο εγγυήτριας δύναμης (!), την ίδια ώρα που ο Ταγίπ Ερντογάν εγκωμιάζεται από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε για τον εποικοδομητικό ρόλο του. Όταν έρθει η “επόμενη μέρα”, θα έχει κατορθώσει να εξέλθει σχεδόν αλώβητος από τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας, θα διατηρεί τους διαύλους εμπορίου, συναλλαγών και τις τουριστικές ροές από την Ρωσία και την Ουκρανία, και, ίσως, θα έχει πουλήσει ακριβά τις διαμεσολαβητικές του προσπάθειες και την θέση του στην …σωστή πλευρά της (νέας/παλιάς) γεωγραφίας με αντάλλαγμα ακόμα και την μερική άρση του εμπάργκο όπλων από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Τούρκο πρόεδρο στον Βόσπορο μπορεί να ήταν μία αναγκαστική κίνηση και από τους δύο και ίσως προκαλέσει την άρση του τουρκικού αναθεωρητισμού για ένα ικανό χρονικό διάστημα, στην γεωπολιτική πλάστιγγα, όμως, το βάρος θα έχει γείρει προς την πλευρά της Τουρκίας. Η δήλωση του υπουργού Άμυνας Χουλουσί Ακάρ, δε, περί “συνεκμετάλλευσης του πλούτου του Αιγαίου” και η πονηρή διατύπωσή του περί αποδοχής μιας τέτοιας προοπτικής από την ελληνική πλευρά, ας κρατηθεί ως δείγμα προθέσεων της Άγκυρας και πιθανώς κάτι το οποίο θα βρούμε μπροστά μας.
Οι Ελληνορωσικές σχέσεις είναι μία δεύτερη παράμετρος: Η Αθήνα δεν θα σταθεί εφικτό για πολύ καιρό να αποκαταστήσει την επικοινωνία της με την Μόσχα. Θεωρητικά, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία. Όμως, όταν ακόμα και τις ώρες της ρωσικής εισβολής αρκετές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία) συνομιλούν με τον κατά Μπάϊντεν “εγκληματία πολέμου” η ελληνική απουσία γίνεται εντονότερη. Τα γεωπολιτικά συμφέροντα δεν ορρωδούν προ ουδενός και όταν κρίνουν πως οι οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις πρέπει να αποκατασταθούν, η Ελλάδα θα έχει μάλλον να διανύσει πολύ μεγαλύτερη απόσταση απ΄ ότι οι δυτικοί σύμμαχοι και εταίροι. Όλα αυτά ίσως αποκτήσουν και μία εσωτερική διάσταση: Το δημοσίευμα της γερμανικής Handelsblatt σχετικά με το ενδιαφέρον του Ιβάν Σαββίδη να αγοράσει το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης είναι ένα πρώτο μήνυμα. Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να δεχθούν σε καμία περίπτωση να ελέγξει το λιμάνι-αμερικανική βάση μία εταιρεία συμφερόντων ενός επχιειρηματία που θεωρείται πως διατηρεί σχέσεις με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Η τρίτη παράμετρος αφορά την Κίνα: Η Ελλάδα έχει αναπτύξει κατά την τελευταία δεκαετία πολύ στενές οικονομικές σχέσεις με την ασιατική υπερδύναμη. Η επιρροή του Πεκίνου στην επενδυτική δραστηριότητα σχετικά με την Ελλάδα δεν περιορίζεται, φυσικά, μόνο στο λιμάνι του Πειραιά δια της Cosco. Η στρατηγική Μπάϊντεν, πριν ανοίξει το ουκρανικό, ήταν ήδη προσανατολισμένη προς τον περιορισμό της κινεζικής παρέμβασης στην Ευρώπη. Δεν πρέπει να αποκλείεται, η εντεινόμενη συνεργασία της Κίνας με τη Ρωσία (με την δεύτερη σε ρόλο junior partner) να αποτελέσει πεδίο πιέσεων από τις ΗΠΑ. Οι επενδύσεις στην χώρα μας, όμως, είναι υπόθεση των Κινέζων και των Αμερικανών, με υπεροπλία των πρώτων, κυρίως στα κρίσιμα θέματα των μεταφορών, των υποδομών και της ναυτιλίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να αναπροσαρμόσει την οικονομική στρατηγική της λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, καθώς και το μείζον θέμα της ενεργειακής ανάπτυξης που αποσκοπεί σε σταδιακή απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο και την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία της.
Προκύπτει, εν κατακλείδι, το ερώτημα: ποιοί και πώς σχεδιάζουν αυτή τη νέα αναγκαία στρατηγική- γεωπολιτική, ενεργειακή, οικονομική κ.α; Μία απλή κίνηση θα ήταν να συγκροτηθεί άμεσα μία εκτελεστικού τύπου “δεξαμενή σκέψης” που θα παραδώσει ένα manual της νέας αυτής στρατηγικής. Κι αυτή να συμφωνηθεί σε διακομματικό επίπεδο. Όσα αποφασιστούν τώρα (με την σκληρή παράμετρο των αποφάσεων που θα κληθούμε να πάρουμε και στα ελληνοτουρκικά) θα επηρεάσουν την χώρα σε βάθος τουλάχιστον δεκαετίας…