Η Πάτρα είναι από τις ιστορίες εκείνες που δεν θέλεις να τις ξέρεις. Δεν αντέχεις να μαθαίνεις, δεν ρωτάς, δεν μπορείς να ακολουθήσεις την ψυχική της ακρότητα. Και σίγουρα δεν τρέφεσαι από τα σκοτάδια της – εάν θέλεις, κι εάν μπορείς, να παραμείνεις άνθρωπος.
Εάν δεν μπορείς, ή εάν δεν θέλεις, παίρνεις ένα κινητό κι ένα σελφοκόνταρο, πας έξω από το σπίτι μιας γυναίκας που κατηγορείται ότι σκότωσε τα τρία της παιδιά, βγάζεις selfie κι ανεβάζεις stories, και γράφεις στο πατζούρι του σπιτιού της «θάνατος στους παιδοκτόνους». Κι όταν πάει να μπει στο σπίτι η μάνα της κατηγορούμενης, πέφτεις να την λιντσάρεις – ζητάς κρεμάλες, ζητάς να ριχτεί όλη η οικογένεια στην πυρά, και μαζί να καεί και ο Ανδρέας Παπανδρέου επειδή κατήργησε την θανατική ποινή.
Όταν μαζεύονται πολλά σελφοκόνταρα γίνεσαι όχλος. Κι όταν παίρνεις και το παιδί σου μαζί , ο όχλος γίνεται η άλλη όψη του τέρατος. Που θα παίξει αύριο πρώτο πλάνο στα πρωινάδικα – εκείνα τα ίδια, ναι, που τάισαν μέχρι σκασμού το τέρας – και θα δείξει στην γειτονιά ότι είναι καλύτερος γονιός από την «φόνισσα». Στην γειτονιά που επί χρόνια μπορεί να ήξερε αλλά δεν μίλαγε, στην αστυνομία που αυτοσυγχαίρεται για τον κατόπιν εορτής και τραγωδίας θρίαμβο, στην Πολιτεία που δεν έχει ακούσει τίποτα για δομές πρόληψης.
Μέχρι να έρθει η ώρα για τα μεσημεριανάδικα το τέρας μπορεί να έχει γίνει λαοθάλασσα, και να φοράει και μπλουζάκι «ήμουν κι εγώ εκεί». Φορώντας αυτό το μπλουζάκι μπορούμε να γυρίσουμε όλοι μαζί χαρούμενοι στο Μεσαίωνα και να στήσουμε το νέο εθνικό μας ριάλιτι. Να κάψουμε τις μάγισσες, να λιθοβολήσουμε το κακό, να χτίσουμε την νέα μας κοινωνική κόλαση με αρένες, αίμα και εκδίκηση. Μπροστά μας το Καπιτώλιο του Τραμπ θα μοιάζει απλώς με παιδική χαρά.
Δεν είναι εύκολο τελικά να πεις τι – και ποιους – σοκάρει πιο πολύ: Η ιστορία των τριών νεκρών παιδιών της Πάτρας ή ιστορία του όχλου που απαιτεί κρεμάλες για την Πάτρα; Η κατά συρροή τυμβωρυχία ή τα υπόγεια νεύματα στην αυτοδικία και στις θανατικές ποινές στο όνομα των νεκρών παιδιών;
«Τρεις αθώες ψυχές. Αραγε, υπάρχει τιμωρία για τέτοιο έγκλημα;», έγραψε και ρώτησε, χωρίς καμία νομική αθωότητα, η πρώην γραμματέας Αντιεγκληματικής Πολιτικής και νυν υποψήφια βουλευτής Σοφία Νικολάου στο twitter.
Την περί τιμωρίας και δικαίου απάντηση την έδωσε η, επίσης νομικός, και διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλατζάς Δανάη Κολτσίδα – το δίκαιο όμως, είχε μάλλον ήδη ηττηθεί:
«Τα εγκλήματα είναι εξ ορισμού αποτρόπαια», έγραψε. «Το Ποινικό Δίκαιο είναι το δίκαιο των εξαιρετικών περιστάσεων που κάθε κοινωνία θεωρεί τις πιο αποδοκιμαστέες. Γι’ αυτό και έχει βαριές ποινές. Αλλιώς, οι υπαίτιοι θα πλήρωναν διοικητικό πρόστιμο.
Τη βαρύτητα κάθε εγκλήματος την ορίζει πρώτον ο Ποινικός Κώδικας με τις διαβαθμίσεις ποινών που προβλέπει και δεύτερον το δικαστήριο που εξειδικεύει τον νόμο επιβάλλοντας συγκεκριμένη ποινή που κρίνει ότι αρμόζει στον συγκεκριμένο δράστη με βάση τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
Το τι θεωρεί ο καθένας μας ως “το πιο αποτρόπαιο” έγκλημα, που δεν αρκεί να τιμωρηθεί κατά τον ΠΚ, αλλά αρμόζει λιντσάρισμα, κρεμάλα, ψόφος και ό,τι άλλο, είναι ζήτημα υποκειμενικών ιεραρχήσεων, σεβαστών αλλά εν προκειμένω αδιάφορων. Τα δικαιώματα δεν μπαίνουν σε δημοψήφισμα.
Στην οργανωμένη (ούτε καν δημοκρατική) κοινωνία, δίκαιο δεν αποδίδει ο όχλος ή τα τηλεπαράθυρα. Όλοι παρακολουθούμε, κρίνουμε, συμπάσχουμε, οργιζόμαστε. Το “κοινό περί δικαίου αίσθημα” είναι παρόν, όχι όμως κυρίαρχο. Από τον καιρό της Παλαιάς Διαθήκης πέρασαν χιλιετίες.
Άλλωστε, σε τελική ανάλυση, όταν από πολίτες γινόμαστε όχλος, δεν είμαστε πολύ καλύτεροι από τον χειρότερο δράστη. Το δίκαιο έχει ήδη ηττηθεί»…