Εκείνο τον καιρό κυκλοφορούσα σε όλες τις πόλεις της Αραβίας -τάχα πραγματευτής, στην πραγματικότητα αγγελιοφόρος του Προφήτη.
Μυστικός αγγελιοφόρος, γιατί ο Προφήτης και οι λίγοι πιστοί του Αλλάχ δεν ήταν ακόμα καλοδεχούμενοι από τους νοικοκυραίους, ούτε στη Μέκκα, ούτε στη Μεδίνα, ούτε πουθενά. Έπρεπε να πηγαίνω τα μηνύματα του Προφήτη στους διάφορους φίλους του, να περιμένω την απάντησή τους – ενώ πούλαγα διάφορα μπιχλιμπίδια στα παζάρια, για ξεκάρφωμα – και να φεύγω σαΐτα για τη Μέκκα, ίσα που μάζευα τα ψιλολόγια μου, τα φόρτωνα στη Ντάρα, καβαλούσα κι εγώ την Αντάλα και έπαιρνα δρόμο. Δε φοβόμουνα ότι θα με υποψιαστούν οι άνθρωποι των σεΐχηδων, περισσότερο από ανεμυαλιά, παρά από αφοβιά.
Δε γνώριζα τι έγραφαν τα μηνύματα που έκρυβα πότε σε κάποια δίπλα του μανδύα μου, πότε στο κεφαλοπάνι, πότε στη σέλα της Ντάρα, πότε ανάμεσα στα στημόνια της κουρελούς που έστρωνα για να πλαγιάζω τις νύχτες κάτω από τ’ αστέρια. Δεν άνοιξα ποτέ τους μικρούς κυλινδρικούς παπύρους, άλλωστε δεν είχε νόημα, γιατί δεν ήξερα να διαβάζω. Πολλές φορές όμως έπρεπε να αποστηθίζω ένα ακαταλαβίστικο λογύδριο και να το απαγγέλω στον αποδέκτη του. Εκείνος με άκουγε σοβαρός και σιωπηλός, όταν τελείωνα κουνούσε το κεφάλι με νόημα, κοιτάζοντάς με κατάματα, μουρμούριζε ένα «ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ!» και έδινε διαταγές για το φαγητό και τον ύπνο μου. Την άλλη μέρα την περνούσα στο παζάρι, εκτός αν είχα να επισκεφτώ κάποια μικρή κόρη της ερήμου. Όταν ο φίλος του Προφήτη ήταν έτοιμος, με φώναζε, καθόμαστε στα μαξιλάρια, κι αφού περνούσε η συνηθισμένη ατελείωτη ώρα της σιωπηλής σοβαρότητας, μου έλεγε: «Όλοι οι πιστοί άκουσαν το μήνυμα του Προφήτη – ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ! Να διαβιβάσεις στον Προφήτη ότι θα γίνει ό,τι πρόσταξε, αν θέλει ο Αλλάχ! Καλή στράτα, ειρήνη και ευτυχία σε σένα!» Ανταλλάσαμε εγκάρδιους χαιρετισμούς (με σιωπηλές και αργές υποκλίσεις) χωρίς να ταράζεται καθόλου το πρόσωπό μας και έβγαινα στον καθαρό αέρα.
Αυτή η δουλειά είχε γίνει καμιά σαρανταριά φορές κι άλλες τόσες είχα παραδώσει γραφές. Πολλές φορές μάλιστα έπρεπε να φτάσω σε τρεις, πέντε ή και δέκα διαφορετικούς προορισμούς, με το ίδιο μήνυμα. Παρόλα αυτά, κανένας δε φάνηκε να με υποψιάζεται, κι ας μην έπαιρνα ιδιαίτερες προφυλάξεις. Διέσχιζα την έρημο με την κόκκινη και την τριανταφυλλένια άμμο τραγουδώντας – όχι ύμνους στον Αλλάχ, αλλά χαρούμενα τραγουδάκια για μικρές ελαφίνες και αντιλόπες και φοραδίτσες. Το μυαλό μου ήταν καθαρό, δεν το σκότιζαν έγνοιες. Έκανα τη δουλειά που μου εμπιστευόταν ο Προφήτης, δόξαζα τον Αλλάχ, όπως μας είχε μάθει – αν και συνήθως ξεχνούσα τις περισσότερες από τις πέντε ημερήσιες προσευχές, δηλαδή τις ξεχνούσα όλες όταν ήμουν μόνος στο δρόμο ή όταν δεν βρισκόμουν στο σπίτι κάποιου πιστού. Κατά τα άλλα μου άρεσαν τα όμορφα πράγματα της ζωής: τα άλογα (δεν είχα αποκτήσει ακόμα), οι καμήλες (είχα δύο, τη Ντάρα και την Αντάλα) και οι γυναίκες (είχα τρεις στο πατρικό μου σπίτι, υπό την επίβλεψη της μητέρας μου – και μου μεγάλωναν τέσσερις γιούς και δυο κόρες).
Κανονικά έπρεπε να δείχνω χαρακτήρα και να φυλάγω τη δύναμή μου γι’ αυτές, σύμφωνα με την θέληση του Αλλάχ και τις οδηγίες του Προφήτη. Αλλά επισκεπτόμουν το σπίτι μου μονάχα κάθε δύο ή και περισσότερους μήνες. Δεν ήμουν πια στην πρώτη νεότητα, ήμουν ήδη είκοσι πέντε, αλλά ένοιωθα το αίμα μου να βράζει και την καρδιά μου να κλωτσάει σαν πουλάρι κάθε φορά που έβλεπα μια μικρή φελάχα να πλένει τη μπουγάδα της στις πέτρινες γούρνες δίπλα από το πηγάδι του χωριού – τι λέω μία, πάντοτε ήταν τουλάχιστον μισή ντουζίνα από κάθε σπίτι. Σκυμμένες, με τις μαντίλες να γλιστρούν καμιά φορά από τα κεφάλια, γονατισμένες στις πέτρες, να τρίβουν τα ρούχα, να μιλάνε ακατάπαυστα, σαν τις καρδερίνες, να τραγουδάνε, να γελάνε και να κοιτάζουν πολύ προσεκτικά τον ψιλόλιγνο πραματευτή που έφτασε στο χωριό τους ή τη γειτονιά τους. Κι όταν συνειδητοποιούσαν πως μελετούσα πια το χρώμα των ματιών τους, να σκύβουν βιαστικά το κεφάλι και να τραβούν τη μαντίλα χαμηλά, μέχρι τα φρύδια. Και ήταν οι περισσότερες έτοιμες για τον άντρα. Συνήθως τις επέβλεπε και τις μάλωνε κάποια ηλικιωμένη, είκοσι πέντε και τριάντα χρόνων, αλλά ποιος μπορεί να συγκρατήσει τον άνεμο, ποιος μπορεί να φυλακίσει τον ήλιο, ποιος μπορεί να εμποδίσει το ποτάμι να φέρει τα νερά του στη μεγάλη θάλασσα;
Ο πραματευτής έχει αυτή την ευλογία από τον Αλλάχ, έρχεται εύκολα σε επαφή με τις γυναίκες. Εννιά στις δέκα φορές, δυστυχώς, με τις μεγάλες, τις τριαντάρες που έχουν ήδη αποκτήσει έξι και οχτώ και δέκα γιούς και θυγατέρες και έχουν χάσει πια τη λυγεράδα της τίγρης και τη σβελτάδα της αγριόγατας και το απρόβλεπτο της φωτιάς, που τριζοβολάει όταν τη χαϊδεύει ο νυχτερινός αγέρας και τινάζει τις σπίθες της στους ταξιδιώτες που την άναψαν. Αλλά κι αυτές τις γυναίκες, που φυσιολογικά έχουν κλείσει τον ερωτικό τους κύκλο, τις έχει κάνει ο Αλλάχ να συμπεριφέρονται σαν τις μικρότερες αδερφές τους, δηλαδή χωρίς κουκούτσι μυαλό μες το κεφάλι τους. Και δεν μιλάω για τις χήρες, αλλά για παντρεμένες γυναίκες που οι άντρες τους δεν λείπουν καν, αλλά φαίνεται πως τις παραμελούν – αλλά και πώς να ασχοληθεί ένας άντρας με μια γυναίκα που την κατέχει ήδη δεκαπέντε και είκοσι χρόνια και του έχει γεννήσει τόσα παιδιά, όταν έχει στη διάθεσή του όσες νεαρές πυρωμένες καμηλίτσες μπορεί να σηκώσει το πουγκί του; Δεν είναι άδικο για τις γυναίκες αυτό, συμβαίνει γιατί οι άντρες σκοτώνονται στις μάχες και στους δρόμους και στα εμπόρια και στην αγωνία της ζωής και διαρκώς λιγοστεύουν, ενώ ο αριθμός των γυναικών αυξάνεται δυσανάλογα. Ο Αλλάχ, μέσα στη σοφία του, θέλησε να ανταμείψει με κάποιον τρόπο τον άντρα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να πεθάνει – και του έδωσε την ευλογία, όσο ζει να χαίρεται πολλές γυναίκες. Με τον τρόπο αυτόν ευνοούνται και οι γυναίκες και αποκτούν παιδιά και γνωρίζουν τον έρωτα, ενώ αν έμενε ένας με μία, οι περισσότερες θα πέθαιναν παρθένες και πολλοί άντρες θα μελαγχολούσαν και θα παραμελούσαν την επιστήμη και τις τέχνες και το εμπόριο και τις προφητείες, κι έτσι η ζωή θα φτώχαινε. Όπως λέμε εμείς οι φίλοι του Προφήτη, ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ!
Έλεγα για τις αφελείς γυναίκες και τον πραματευτή, δηλαδή εμένα, τον ταπεινό αγγελιοφόρο και υπηρέτη του Προφήτη. Κάποιες φορές τα πράγματα είναι δύσκολα και χρειάζεται μεγάλη υπομονή (που έχω) και πολύς χρόνος (που, συνήθως, έχω) μέχρι να φτάσουμε στο σκοπό μας, δηλαδή να λυθεί η ζώνη, να ελευθερωθούν τα μαλλιά, να τρεμοπαίζουν τα χείλη και τα χέρια να σχηματίζουν το εφήμερο αλλά πανένδοξο στεφάνι τους γύρω από τον άντρα. Αυτό είναι το εύκολο, γιατί δεν είναι παρά ο ίδιος ο νόμος της φύσης που επιβάλει τον έρωτα στους ανθρώπους. Το δύσκολο είναι η παράκαμψη των εμποδίων που επινοούν οι άνθρωποι, δηλαδή οι άντρες, για να περιφρουρήσουν την τιμή τους, δηλαδή την ιδιοκτησία τους, τις γυναίκες.
Ευχαρίστως θα μιλήσω για αυτά τα εμπόδια – το κυριότερο, θα σας εξηγήσω πως τα υπερπηδά ο αποφασισμένος για τον έρωτα πιστός του Αλλάχ. Αρκεί να μου μηνύσετε πως σας ενδιαφέρουν οι ιστορίες που σας λέω… Γιατί, τι νόημα έχει μια αφήγηση όταν δεν την ακούει κανένας; Κι αν με ρωτήσετε «καλά βρε Ιμπν Μπακρ», ξέχασα να σας αναφέρω πως αυτό είναι το όνομά μου, «και με τις δικές σου γυναίκες τι γίνεται;» Στην ερώτηση αυτή υπάρχει απάντηση, αν και δεν είναι πολύ εύκολη… Η αφήγηση και η ακρόαση μιας καλοειπωμένης ιστορίας βρίσκονται ανάμεσα στα μεγαλύτερα δώρα που χάρισε ο Αλλάχ στους ανθρώπους. Ξεκινάω λοιπόν τις αφηγήσεις μου, με τη βοήθεια του Αλλάχ. Είθε, στο τέλος να είστε κι εσείς ευχαριστημένοι, όπως θα είμαι κι εγώ, έχοντας ξαναζήσει με την αφήγηση για μια επιπλέον φορά, όσα μου έτυχαν να ζήσω μονάχα μια στην πραγματικότητα.
*
Έφυγα από το σπίτι μου μπουρινιασμένος. Η μάνα μου παραπονιόταν ότι την πονάνε όλα της τα κόκαλα, κυρίως όμως ότι οι νύφες της δεν τη σέβονται πια, βγάζουν γλώσσα όταν τους δίνει οδηγίες για κάτι, μαλώνουν μεταξύ τους όλη την ώρα και έχουν μεγάλη αντιζηλία ποιανής τα παιδιά είναι πιο καλοντυμένα, πιο όμορφα και τα αγαπά περισσότερο ο πατέρας τους, δηλαδή η αφεντιά μου. «Κοίτα να μαζευτείς, Ιμπν Μπακρ, να διευθύνεις το σπιτικό σου! Δε φτάνει να έρχεσαι μια στις τόσες, οι γυναίκες πρέπει να νοιώθουν από κοντά την παρουσία και το χαλινάρι του άντρα!». Σοφές κουβέντες, αλλά από την τρίτη κιόλας μέρα, εγώ νοσταλγούσα την έρημο, τις νύχτες κάτω από τ’ αστέρια, τις μικρές και τις μεγάλες πολιτείες με τους ανθρώπους και τις όμορφες φελάχες. Έμεινα το συνήθη χρόνο, έξι νύχτες.
Πώς να φύγω νωρίτερα; Μια μάνα και έξι παιδιά, θέλουν τις ώρες τους, αλλά βολεύονται. Τρεις σύζυγοι όμως, άντε να τις ευχαριστήσεις. Η δεύτερη ήταν πάλι έγκυος και γκρίνιαζε όλη την ώρα ότι την παραμελώ, ιδιαίτερα τώρα, που είναι συνέχεια άρρωστη και ότι οι άλλες δεν τη βοηθάνε καθόλου, ούτε της λένε μια καλή κουβέντα, φοβάται κιόλας μήπως της κάνουν μάγια, να χάσει το γιο που έχει στην κοιλιά. Η πρώτη είχε ήδη αρχίσει να εποφθαλμιά τη θέση της πεθεράς της στη διοίκηση του σπιτιού και έσπευσε να μου αναφέρει πολλά και διάφορα πραγματικά ή φανταστικά (ο Αλλάχ γνωρίζει) παραπτώματα των άλλων δύο, καθώς και έναν λεπτομερή κατάλογο με τις παραξενιές της πεθεράς της και τους παραλογισμούς της όσο διάστημα είχε μεσολαβήσει από την τελευταία μου επίσκεψη. Έχοντας γεννήσει ήδη τρεις γιούς αισθανόταν ότι ήρθε η ώρα να διεκδικήσει τα δικαιώματά της, ίσως και κάτι περισσότερο. Ας πούμε, ήθελε κι άλλη νύχτα, δεν της ήταν αρκετές οι δύο που της αναλογούσαν. Αυτό το μυρίστηκε η τρίτη και έγινε έξαλλη. Είχε γεννήσει μονάχα μια κόρη και περίμενε πως και πώς να κάνει κι αυτή γιό, αλλά αυτό προϋπέθετε ότι εγώ θα βρισκόμουν μαζί της περισσότερο. Κι αντί γι αυτό, περνούσα περισσότερες ώρες με την πρώτη «που μας παριστάνει τη σπουδαία, που νομίζει ότι κάποια είναι πια» και πολλά ακόμα…
Δεν έλυσα κανένα από τα προβλήματα του σπιτιού μου, τα άφησα όπως ήταν, να τα φροντίσει η πρόνοια του Αλλάχ, και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα για την έρημο. Αυτή τη φορά οι γυναίκες μου είχαν πετύχει κάτι που ούτε μπορούσα να το φανταστώ: με έκαναν να νοιώθω τον έρωτα σα βαρετή υποχρέωση, σαν καταναγκαστική εργασία, εγώ που τρελαινόμουν να σπρώχνω το σύρτη, να σβήνω το λυχνάρι και να ταξιδεύω ώρες στα κύματα της χαράς που μου έδιναν τα κορμιά, περισσότερο όμως οι ψυχές των γυναικών μου, όταν τις έκανα να δαγκώνουν τα μαξιλάρια για να μην ακούγονται σ’ ολόκληρο το σπίτι οι οιμωγές τους, καθώς έφταναν μαζί μου στην υψηλή ευδαιμονία που μονάχα ο έρωτας μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους. Αλλάχ, Αλλάχ! Δοξασμένο να είναι το όνομά σου, αλλά φοβάμαι πως τα κανόνισες λάθος με το γάμο, ο άντρας να τρώει το μέλι αποπάνω, μια λεπτή λεπτή κρούστα στο πιθάρι και μετά να πρέπει να φάει ολόκληρα καντάρια σκ…, άντε να μην το πω!
Σταμάτησα σ’ ένα ύψωμα στεναχωρημένος, άφησα τις καμήλες μου να βοσκολογήσουν τους σκονισμένους θάμνους. Για πρώτη φορά ένοιωθα βαθιά μέσα μου την ανάγκη να προσευχηθώ. Άπλωσα το χαλάκι της προσευχής, γονάτισα και προσευχήθηκα, όπως μας έχει διδάξει ο Προφήτης: «Αλλάχ, ας είναι δοξασμένο το όνομά σου! Η δόξα σου ακούγεται στους αιώνες, η ευσπλαχνία σου ημερεύει τις μέρες των πιστών ανθρώπων, τα δώρα σου γαληνεύουν τις ψυχές και αναπαύουν τα κουρασμένα κορμιά. Εσύ ο μεγάλος ουρανός και ο άνθρωπος ένα ταπεινό συννεφάκι, που το σκορπίζει ο άνεμος. Εσύ η μεγάλη θάλασσα κι ο άνθρωπος ένα ταπεινό χαλίκι του γιαλού, που το δροσίζει η ευσπλαχνία σου. Εσύ η πηγή της σοφίας και οι άνθρωποι φτωχά χωματένια κανάτια που σπάνε και ξαναγίνονται χώμα. Μικρός και ταπεινός κι εγώ, σε παρακαλώ να με βοηθήσεις να βάλω τάξη στο σπιτικό μου, ξέρεις εσύ… Κι αν είπα και μια κουβέντα παραπάνω, συχώρεσέ με, τον ανάξιο υπηρέτη σου…». Σηκώθηκα ανακουφισμένος, ανάλαφρος. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Αλλάχ!
Έφερα γύρω το βλέμμα και θαύμασα τα έργα του Αλλάχ. Θα σουρούπωνε σε λίγο και ο ήλιος είχε βάψει την έρημο στα κόκκινα, στα μενεξεδιά και στα χρυσαφένια. Καθώς έστρεψα προς το νότο είδα ένα μικρό σύννεφο από άμμο, που ζύγωνε. Έσφιξα στο ζωνάρι μου το δαμασκηνό μου εγχειρίδιο με την φιλντισένια λαβή, ακριβό δώρο του ίδιου του Προφήτη στην ταπεινότητά μου, χούφτωσα το χοντρό μου ραβδί και περίμενα. Αν ήταν ληστές, είχαν ήδη δει τις καμήλες μου, την ώρα που ήμουν απορροφημένος με την προσευχή.
Πρώτα κατάλαβα ότι ήταν δυο άλογα αυτά που πλησίαζαν και μετά ότι τα ίππευαν γυναίκες! Με είχαν δει φαίνεται, από τον αντικρινό λόφο και ερχόντουσαν να με ανταμώσουν. Δε χρειαζόταν μεγάλη σκέψη, σίγουρα βρισκόταν σε κίνδυνο. Δυο γυναίκες μοναχές, μέσα στην έρημο… Κάποιοι τις κυνηγούσαν, από κάποιους είχαν ξεφύγει. Αυτή η σκέψη με πάγωσε. Όποιοι κι αν ήταν οι διώκτες τους, δεν θα ήταν για το καλό μου αν τις συναντούσαν με τη δική μου συντροφιά. Η φρόνηση πρόσταζε να είμαι επιφυλακτικός, αλλά η περιέργειά μου είχε υψωθεί σαν το όρος Σινά, που με αξίωσε ο Αλλάχ να το επισκεφθώ κάποτε για να μεταφέρω εκεί ένα μήνυμα του Προφήτη.
Όσο πλησίαζαν τα άλογα προς το μέρος μου, τόσο ελάττωναν τον καλπασμό τους, μέχρι που σταμάτησαν, μιαν οργιά πριν με αγγίξουν τα αφρισμένα τους ρουθούνια. Για ελάχιστο χρόνο επικράτησε σιωπή: αυτές εξέταζαν εμένα, καθώς στεκόμουν ασάλευτος, κι εγώ αυτές. Η μια ήταν ηλικιωμένη, στρουμπουλή, με μικρά ανήσυχα μάτια. Η άλλη… Μου φάνηκε, όπως την έβλεπα πάνω στ’ άλογο, σα βεργολυγερός κρίνος, τυλιγμένη σεμνά με τα καφέ και πράσινα ενδύματα και την καλύπτρα της κεφαλής.
Μπορούσα όμως να δω καθαρά τα κατάμαυρα, αμυγδαλωτά της μάτια, υγρά και επιθυμητά σαν τις μικρές λιμνούλες που συναντά στις οάσεις ο ταξιδιώτης, μετά από το μακρύ και κουραστικό δρόμο μέσα στην έρημο.
«Ο Αλλάχ είναι μεγάλος!» βρυχήθηκα μέσα μου, παραδομένος κιόλας σε μια πυκνή αλληλουχία σκέψεων, όσες μπορούσε να χωρέσει το κεφάλι μου στον μηδαμινό χρόνο της αμοιβαίας παρατήρησης. Ξαφνικά, η ηλικιωμένη κουτρουβάλησε από το άλογο, σύρθηκε μπροστά μου και με ατένισε ικετευτικά: «Αφέντη…» Με κόπο πήρα το βλέμμα μου από αυτήν που ήθελε να συναντά. Πρώτη φορά με αποκαλούσαν «αφέντη» αλλά δε μου έκανε την παραμικρή αίσθηση. Θα προτιμούσα να έλειπε εντελώς η προσαγόρευση, μαζί με τη μεσόκοπη γυναίκα.
Με μια πυκνότητα λόγου σπάνια για το φύλο της, η ακόλουθος Ζεκί μου αφηγήθηκε την ιστορία τους: Επέστρεφαν από το ετήσιο προσκύνημα που έκαναν στο ιερό της μεγάλης θεάς Ασσεράχ, στην οποία είχαν αφιερώσει τη νεαρή Νάμι. Τους παραμόνεψαν ληστές, τους επιτέθηκαν, σκότωσαν όλους τους ακολούθους τους, αλλά αυτές οι δύο κατάφεραν, μέσα στην αναμπουμπούλα, να σκαρφαλώσουν σε δυο άλογα, να τρέξουν μακριά και να ξεφύγουν, χωρίς να γνωρίζουν για πού τραβάνε. Όλα αυτά συνέβησαν νωρίς σήμερα το πρωί, ήμουν ο πρώτος άνθρωπος που συναντούσαν από εκείνη την ώρα. «Ευγενικέ μου άρχοντα, δείξε την ευσπλαχνία σου σε δυο αδύναμα πλάσματα και η μεγάλη Ασσεράχ θα σε έχει πάντα κάτω από τη σκέπη της…» κατέληξε η Ζεκί, έσκυψε ταπεινά το κεφάλι και περίμενε.
Η θεολογία δεν είναι το δυνατό μου σημείο, ήξερα ωστόσο πολύ καλά ότι η Ασσεράχ είναι η γυναίκα του Γιαχβέ, του μεγάλου θεού των Εβραίων. Η σκέψη ότι επρόκειτο για Εβραίες κάτι πάγωσε μέσα μου, αλλά ο πάγος έλειωσε μεμιάς καθώς αντίκρισα και πάλι τα μάτια της Νάμι. Φυσικά, δε μπορούσα να αφήσω τον εαυτό μου εκτεθειμένο ενώπιον του Θεού μου. «Ένας είναι ο Θεός, ο Αλλάχ, και Προφήτης του ο μεγάλος Μωάμεθ!» είπα ήρεμα, αλλά με ύφος που δε σήκωνε αντίρρηση. Η Ζεκί σήκωσε ξαφνιασμένη τα μάτια, καταλαβαίνοντας ότι είχε κάνει γκάφα, η οποία θα μπορούσε να τις οδηγήσει στην καταστροφή.
Δεν ήθελα όμως να αφήσω κι άλλο τη Νάμι μέσα στην αγωνία. «Ξέρω το χωριό σας, θα σας οδηγήσω εκεί, με τη θέληση του Αλλάχ» είπα, κοιτάζοντας κατάματα τη μικρή ελαφίνα. Είδα τα μάτια της να αστράφτουν και φαντάστηκα το χαμόγελο στα χειλάκια της, που κάλυπτε η μαντίλα. Η αχρείαστη Ζεκί, για να μου εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, αγκάλιασε τα πόδια μου και φίλησε τα σκονισμένα μου σανδάλια. Τραβήχτηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και τους είπα ότι θα φεύγαμε αμέσως: Μια ώρα δρόμο μακρύτερα, ήξερα μια μικρή γωνιά με δέντρα και τρεχούμενο νερό. Η Ζεκί σηκώθηκε και, με χίλιους κόπους, σκαρφάλωσε στο άλογο. Δεν έσπευσα να τη βοηθήσω, γιατί να αγγίζεις μια ξένη γυναίκα δεν είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να κάνει ένας σωστός άντρας (τα πράγματα θα άλλαζαν βέβαια, αν επρόκειτο για τη Νάμι)
Φτάσαμε στη μικρή όαση, οι γυναίκες ξεπέζεψαν και έτρεξαν αλαφιασμένες προς το νερό που ανάβλυζε μέσα σε μια συστάδα από μαύρους και καφετιούς βράχους. Τα άλογά τους τις μιμήθηκαν, ενώ εγώ και οι καμήλες μου παρατηρούσαμε συγκρατημένα το σκηνικό. Είδα τότε για πρώτη φορά τη Νάμι να περπατά και παρόλο το σκοτάδι που είχε πέσει και τα σεμνά της ενδύματα, η καρδιά μου χτύπησε μανιασμένα μέσα στο στήθος μου. Όταν έσκυψε πάνω από τη μικρή πηγή μπόρεσα να διακρίνω τις γραμμές του λεπτού της κορμιού και τότε κυρίεψαν το λογισμό μου ανάκατα κολασμένες και ποιητικές σκέψεις.
Οι γυναίκες δεν είχαν καμιά προμήθεια μαζί τους. Τους έδωσα τα λιγοστά παξιμάδια μου και η Ζεκί με γέμισε πάλι με ευχαριστίες, αυτή τη φορά χωρίς να αναφέρει καθόλου την Ασσεράχ. Πότισα τις καμήλες μου, τις απάλλαξα από τα φορτία τους, τις άφησα να μασουλάνε ό,τι φύτρωνε εκεί γύρω και ετοιμάστηκα για μια άγρυπνη νύχτα, επειδή λόγω των συνθηκών έπρεπε να φυλάω σκοπιά αντί να κοιμάμαι. Σκαρφάλωσα στην κορυφή των βράχων της πηγής κι έγινα ένα με την καφετιά τους όψη. Από τη θέση μου έβλεπα τα πάντα.
Έβλεπα και τις δυο γυναίκες που κούρνιασαν κάτω από μια χουρμαδιά, δηλαδή έβλεπα το μπόγο της Ζεκί, που κάλυπτε απολύτως τη φιγούρα της Νάμι. Σε λίγο άκουγα το ροχαλητό της, έκανε σα γερασμένος αργαλειός που τρίζουν όλες του οι ξυλοδεσιές, καθώς η υφάντρα περνά τη σαΐτα με το υφάδι και μετά σκύβει για να πιάσει το χτένι, το σέρνει και το χτυπά δυνατά, για να προσθέσει το νήμα που μόλις πέρασε, στο ήδη έτοιμο υφαντό. Αναμασούσα όσα επιπρόσθετα με είχε πληροφορήσει η Ζεκί, όσα έκρινε ότι έπρεπε να ξέρω. Ο πατέρας της Νάμι ήταν έμπορος (δε μου είπε ότι ήταν πολύ πλούσιος, αλλά αυτό μπορούσα να το καταλάβω και μοναχός μου). Κάθε φορά συνόδευε αυτός τη Νάμι στο προσκύνημα, αλλά λίγες μέρες νωρίτερα είχε πέσει από τ’ άλογό του και είχε χτυπήσει άσχημα. Η γυναίκα του έμεινε μαζί του για να τον φροντίζει, επέμεναν ωστόσο ότι η Νάμι έπρεπε να πάει στο ιερό, γιατί φοβόντουσαν πολύ την οργή της μεγάλης θεάς, αν παράβαιναν το τάμα που έλεγε ότι η Νάμι θα πηγαίνει να προσκυνά κάθε χρόνο, στη μεγάλη εορτή της θεάς, ώσπου να παντρευτεί και να φύγει από τον οίκο του πατέρα της. Μεγάλα δώρα και χάρες περίμεναν εκείνον που θα οδηγούσε την κόρη στο σπιτικό της. Ξεροκατάπια και ρώτησα αν η κοπέλα θα παντρευόταν σύντομα, αλλά η Ζεκί μουρμούρισε κάτι ακατάληπτο και μου γύρισε την πλάτη.
Είχα δει μονάχα τα μάτια της Νάμι και φευγαλέα τα χέρια της με τα αλαβάστρινα δαχτυλάκια. Είχα μελετήσει την κορμοστασιά της καθώς ίππευε, καθώς περπατούσε και, Αλλάχ, Αλλάχ… καθώς έπινε νερό, αλλά δεν είχα ακούσει ακόμα τον ήχο της φωνής της. Κι όμως, η καρδιά μου φλεγόταν και το μυαλό μου κόντευε να τσακίσει τα κόκαλα του κεφαλιού μου, από την ταραχή. Τα συμπτώματα ήταν ολοφάνερα, ό έρωτας είχε έρθει και με βρήκε ξανά, φουριόζος και απαιτητικός.
Μια παλαβή ιδέα τρύπωσε στο πυρακτωμένο κεφάλι μου. Την απόδιωξα με σιχασιά, αλλά αυτή επέστρεψε και σιγά σιγά με κυρίεψε ολόκληρο. Γιατί, τάχα, να οδηγήσω τη Νάμι στον πατέρα της; Δε θα μπορούσα να την πάω σ’ εκείνο το όμορφο χωριουδάκι, δυο ώρες δρόμο από την πόλη της Γάζας, όπου μένει η χήρα θεία μου; Η θεία με υπεραγαπάει, δε θα μου χαλάσει την καρδιά. Θα άφηνα τη Νάμι εκεί, αφού σεργιανούσα πρωτύτερα μαζί της και στους εφτά ουρανούς της ευτυχίας, χωρίς να νοιάζομαι καθόλου για το πέρασμα του χρόνου. Κανένας δεν θα την εύρισκε ποτέ, όλοι θα σκεφτόντουσαν ότι την πήραν μαζί τους οι ληστές που χτύπησαν την ακολουθία της, ότι θα την είχαν πουλήσει σε κάποιον άρχοντα για να στολίζει το χαρέμι του. Αυτή όμως θα είχε άρχοντα και κύριό της εμένα, τον Ιμπν Μπακρ.
Έκανα ότι μπορούσα για να απαλλαχτώ από αυτήν την ανόσια σκέψη, αλλά στάθηκε αδύνατο, ώσπου πέρασε ξαφνικά μπροστά μου η εικόνα της Ζεκί. Αυτή, για να προστατέψει την τιμή της Νάμι, ήταν ικανή να δώσει και τη ζωή της. Ωραία, ας την έδινε λοιπόν… Έτριζα τα δόντια γεμάτος μαύρες σκέψεις για τη Ζεκί, όταν μια άλλη αστραπή πέρασε από το νου μου: να την επιστρέψω στον πατέρα της και να τη ζητήσω επίσημα ως σύζυγο. Δεν είχα παρά τρεις γυναίκες μονάχα και δε με είχαν πάρει δα και τα χρόνια, μόλις είχα κλείσει τα είκοσι πέντε.
Η σκέψη αυτή ζέστανε την καρδιά μου, όπως η φωτιά ζεσταίνει τον παγωμένο οδοιπόρο, αλλά με μεγάλη μου λύπη αναγκάστηκα να την αποκλείσω: κι αν δε με πετούσαν έξω με τις κλωτσιές, λόγω των υπηρεσιών που προσέφερα, θα αρνιόντουσαν ευγενικά, αλλά με πραγματική αποστροφή την ιδέα να δώσουν τη μοσχαναθρεμμένη κόρη σ’ ένα φτωχό καμηλιέρη, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Μας χώριζε μια απόσταση μεγαλύτερη απ’ όση χρειάζεται να διασχίσει το καΐκι για να φτάσει από την ανατολική στη δυτική πλευρά της μεγάλης Ερυθράς Θάλασσας. Μπορούσα να την κλέψω, παίζοντας μονά ζυγά το κεφάλι μου (κατά βάθος ήξερα ότι θα το έχανα και στα μονά και στα ζυγά, αλλά αυτό δε με ένοιαζε εκείνη την ώρα) Μπορούσα να γίνω ρεζίλι ζητώντας την από τον πατέρα της. Μπορούσα τέλος να καταπιώ τον έρωτά μου γι’ αυτήν και να μην κάνω τίποτα, αλλά αυτό μου φαινόταν το χειρότερο απ’ όλα.
Έστρεψα το βλέμμα στον ουρανό. «Αλλάχ, Αλλάχ!» αναφώνησα μέσα μου «βοήθησέ με να πάρω μια σωστή απόφαση…».
Είδα στον ουρανό τους παλιούς μου γνώριμους, τη Μικρή και τη Μεγάλη Άρκτο, τις Πλειάδες, την Ανδρομέδα και τον Σείριο, αλλά κανένα μήνυμα και καμιά συμβουλή δεν έφτανε ως εμένα. Αναστέναξα και πήδησα από το βράχο του μαρτυρίου μου.
Πλησίασα τις γυναίκες, να τις ξυπνήσω για να κινήσουμε (προς τα πού;) και τότε, καθώς κοιμόντουσαν ακόμα, είδα με το φως της αστροφεγγιάς ολόκληρο το πρόσωπο της Νάμι. Ουρανοί και θάλασσες, πώς να το περιγράψω; Τι να πω για τα ματόκλαδα, τις γραμμές των παρειών, το αυτάκι της; Πώς να ζωγραφίσω με λέξεις το όνειρο των χειλιών της, το λεπτό της πηγούνι, την απαλή της ανάσα; Δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτή η περιγραφή, τουλάχιστον όχι από εμένα.
Η ευδαιμονία μου έσβησε γρήγορα, όπως η πρωινή πάχνη, καθώς άκουσα τη Ζεκί να γρούζει. Είχε ξυπνήσει, θα την ειδοποίησε το άγρυπνο μαντρόσκυλο που έκρυβε μέσα της, και με είδε που παρατηρούσα ασάλευτος την κοιμισμένη Νάμι. Η Ζεκί έκανε μια απότομη κίνηση και τη σκέπασε ολόκληρη με το χιτώνα της. Ήθελα να την κλωτσήσω δυνατά στα πλευρά, αλλά αυτοκυριαρχήθηκα έγκαιρα και είχα την ετοιμότητα να πω με φωνή ψυχρή «ξυπνήστε, φεύγουμε» πριν στρέψω με κομματιασμένη καρδιά για να αναζητήσω τις καμήλες μου.
(Συνεχίζεται, όταν το επιτρέψει ο Αλλάχ)