Η επίθεση-εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία στα τέλη Φεβρουαρίου 2022, άνοιξε -πέραν των καθαρά στρατιωτικών αναλύσεων- ένα αρκετά αναλυτικό πεδίο συζητήσεων όσον αφορά τόσο στους ευρύτερους γεωπολιτικούς στόχους-επιδιώξεις των επιτιθέμενων και τον τρόπο ή/και χρόνο επίτευξής τους (ή όχι), όσο και στις διεθνείς επιπτώσεις -πέραν των κοινωνικοοικονομικών- που η ενέργεια αυτή της Ρωσίας θα επέφερε, σχεδόν σε πρώτο χρόνο, όσον αφορά στις συσχετίσεις ισχύος και επιρροής των (πάλαι ποτέ) «μονομάχων» της ψυχροπολεμικής εποχής.
Του Γιώργου Τσακίρη*
Προσπαθώντας κανείς να ιχνηλατήσει τους ευρύτερους στόχους της Ρωσίας, πέραν αυτών που μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτοί και αφορούν αυτή καθεαυτή την (γεω-πολιτική) Ουκρανία της «επόμενης ημέρας», θα μπορούσε να αναφερθεί σε μία σειρά επιδιώξεων, από τις οποίες κάποιες έχουν ήδη επιτευχθεί. Η κυριότερη εξ αυτών αφορά την επαναφορά της Ρωσίας ως εμφανώς υπολογίσιμης και δρώσας (ακόμη και στρατιωτικής) δύναμης στο γεωπολιτικό γίγνεσθαι. Κι εάν κάτι τέτοιο μπορεί να ειπωθεί ότι δεν αποτελεί έκπληξη, δεν ήταν καθόλου δεδομένο ως μέρος της (υπό διαμόρφωση μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ) νέας ρωσικής ταυτότητας, στη συνείδηση του κοινωνικού, πολιτικού αλλά και στρατιωτικού δυναμικού της χώρας.
Η Ρωσία των πρώτων ετών της δεκαετίας του ’90, έχοντας υποστεί ένα -ταυτόσημο με αυτό της σοβιετικής επανάστασης των αρχών του 20ου αι.- σοκ από την πτώση της ιδεολογικής (ως συνεκτικού ιστού της κοινωνίας), πολιτικής και στρατιωτικής της ταυτότητας, παρακολουθούσε χωρίς καμία δυνατότητα αντίδρασης τους μέχρι πρότινος αντιπάλους να πλησιάζουν -και όχι μόνο στον αμυντικό τομέα- στα σύνορά της. Έχοντας χάσει μεγάλο μέρος (ή/και ολοκληρωτικά) από τηδύναμη επιβολής-επιρροής της στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, αλλά και στα κράτη «ανάσχεσης κινδύνου» (ή «πρώην ανατολικού μπλοκ», όπως τα γνωρίζουμε), ένιωθε μία όλο και πιο αυξημένη πίεση, ακριβώς από την κατεύθυνση που κατ’ επανάληψη στο παρελθόν είχε δεχτεί σφοδρές στρατιωτικές επιθέσεις. Τα δυτικά της σύνορα.
Η ανασφάλεια που δημιουργήθηκε στο πολιτικό (κυρίως) δυναμικό της χώρας, παράλληλα με την (υποχθόνια) ελπίδα «αναβίωσης» του «παλαιού μεγαλείου», είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή της πολιτικής έκφρασης της κοινωνίας στην αναζήτηση ηγέτη που θα εξέφραζε αυτήν ακριβώς την προοπτική. Και καθώς οι -διαχρονικά- αυταρχικές μορφές διοίκησης δεν ήταν κάτι που ξένιζε το συλλογικό υποσυνείδητο της χώρας, ενώ ταυτόχρονα «απολάμβανε» τις ελευθερίες του «δυτικού τρόπου ζωής», δεν άργησε να «λάμψει το άστρο» του Βλαδίμηρου Πούτιν.
Αργά αλλά σταθερά, η νέα Ρωσία ξεκίνησε να χτίζεται πάνω στα «ερείπια» της πρώην σοβιετικής ένωσης, έχοντας ενσωματώσει (χωρίς να αφομοιώσει) τις δυτικές συνήθειες καιεκμεταλλευόμενη κάθε ιστορικό, πολιτικό και γεωγραφικό της πλεονέκτημα. Με το βλέμμα στραμμένο -αρχικά- στην εδραίωση (και επέκταση) της οικονομικής της επιρροής καιχρησιμοποιώντας καθαρά «δυτικού τύπου» τακτικές, η ανάδυσή της στο διεθνές (και όχι απλά περιφερειακό) γεωπολιτικό στερέωμα ως σημαντικής και υπολογίσιμης δύναμης, δεν άργησε να συμβεί.
Με απλά λόγια, η Ρωσία του 1970, σε σχέση με αυτή του 2000, αλλά και αυτή του 2022, είναι τρία διαφορετικά πράγματα.
Κι εάν στις αρχές του 21ου αι. αυτό που τη διαφοροποιούσε από το ιστορικό και πολιτικό παρελθόν της ήταν η οικονομική της ανάπτυξη και οι (εξ αυτής κυρίως κατευθυνόμενες) διεθνείς της σχέσεις, είκοσι χρόνια μετά είναι η επαναφορά της στο αμυντικό δόγμα του σοβιετικού παρελθόντος της. Η γεωπολιτική σημασία της επίθεσης-εισβολής της Ρωσίας στη γειτονική Ουκρανία, αποτελεί ιστορικό ορόσημο αλλαγής πολιτικής, παρόμοιο (όχι ταυτόσημο) με αυτά της σοβιετικής επανάστασης και της μετέπειτα κατάρρευσης της σοβιετικής ένωσης.
Αυτό όμως που πιθανόν να μην γίνεται άμεσα αντιληπτό από τη σημερινή ρωσική ηγεσία, είναι το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι γεωπολιτικές διαμορφώσεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων του σήμερα, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με αυτές της ψυχροπολεμικής εποχής.
Ο διπολικός κόσμος των ετών μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, έχει πλέον παραχωρήσει τη θέση του σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία, με ανεξάρτητους και ημι-ανεξάρτητους δρώντες, οι οποίοι διεκδικούν τη θέση και την αναγνώριση της ισχύος τους, σε μία νέα πολύ-πολική εποχή. Είναι το ίδιο ακριβώς πλαίσιο εντός και στο οποίο στηρίχθηκε και αναδύθηκε η νέα Ρωσία.
Έχοντας διδαχθεί και κατανοήσει τη δύναμη της οικονομίας, η οποία αντικατέστησε τις κανονιοφόρους για την επιβολή της αρχής της αποτελεσματικότητας, όπου η Ισχύς δημιουργεί το Δίκαιο, προσπαθεί να κερδίσει πλέον και στο πεδίο της αμυντικής-στρατιωτικής ικανότητας, μέσω της επέκτασης και της αμυντικής της επιρροής, διεκδικώντας δυναμικά την επαναδημιουργία μιας (ιδιότυπης πλέον) «ζώνη ανάσχεσης» στα Νότια και Δυτικά της σύνορα.
Η λάθος εκτίμηση, εάν υπάρχει τέτοια, βρίσκεται στη μη σωστή ίσως εκτίμηση από πλευράς της ηγεσίας της, μίας παράλληλα και διαρκώς ανερχόμενης δύναμης. Της Κίνας. Κι ενώ οι πολιτικές και οικονομικές σχέσεις των δύο (τεράστιων από κάθε άποψη) χωρών, δείχνουν να βρίσκονται στο καλύτερό τους σημείο, εν τούτοις είναι η Κίνα αυτή που ήδη έχει και θα «έχει το πάνω χέρι» και την επόμενη ημέρα στις μεταξύ τους σχέσεις.
Η ανάδυση λοιπόν της νέας Ρωσίας του 21ου αι., και η δυναμική της επανεμφάνιση με την επίθεση-εισβολή της στην Ουκρανία, στο αμυντικό-στρατιωτικό γίγνεσθαι του σήμερα, ενώ έχει στοιχεία μιας «νέο-ψυχροπολεμικής εποχής», με την έννοια μιας αναβίωσης-συνέχειας των ετών μετά το τέλος του Β’ΠΠ, ουσιαστικά σηματοδοτεί την έναρξη μίας μετά-ψυχροπολεμικής εποχής. Μία ρήξη με το παρελθόν και όχι μία συνέχειά του.
Και αυτό, πρόκειται πλέον να επηρεάσει κάθε πτυχή της ζωής στον πλανήτη τα επόμενα χρόνια.
*Ο Γιώργος Τσακίρης γεννήθηκε στην Καβάλα το 1968. Αποφοίτησε από την Β’βάθμια εκπαίδευση το 1986 και ολοκλήρωσε την 24μηνη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό. Το 1990, με δύο ακόμη συνεργάτες, «στήνει» και λειτουργεί έναν από τους πρώτους ραδιοφωνικούς σταθμούς της Καβάλας, ενώ το 1994 ξεκινά τη σταδιοδρομία του ως στέλεχος επιχειρήσεων εμπορίας αυτοκινήτων, ειδικευόμενος κυρίως στον τομέα των χρηματοδοτικών μισθώσεων. Ανέκαθεν πολιτικοποιημένος, το Φεβρουάριο του 2012 εντάχθηκε στους «Ανεξάρτητους Έλληνες» και συμμετείχε στις εθνικές εκλογές του 2012 και του 2015, ως υποψήφιος βουλευτής, ενώ το 2017 διορίζεται Αναπληρωτής Γραμματέας Μεταναστευτικής Πολιτικής του κόμματος. Παράλληλα, συμμετείχε ως υποψήφιος περιφερειακός σύμβουλος στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014 και του 2019. Τον Ιούνιο του 2018 παραιτείται από τους ΑΝ.ΕΛΛ. διαφωνώντας με τη στάση του κόμματος στη Συμφωνία των Πρεσπών. Λάτρης του διαβάσματος πολιτικών και ιστορικών βιβλίων, αρθρογραφεί τακτικά στον τοπικό τύπο, αλλά και σε πανελλαδικής εμβέλειας ιστοσελίδες με άρθρα πολιτικού και κοινωνικού περιεχομένου.