Από το 2010 μέχρι και σήμερα η ελληνική κοινωνία βιώνει επάλληλα στάδια πένθους τα οποία και καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις στη χώρα.
Το αρχικό σοκ από τις περικοπές στους μισθούς και συντάξεις που επιβλήθηκαν από τα μνημόνια, έδωσαν τη θέση τους στην οργή και την αγανάκτηση η οποία μετουσιώθηκε στην τιμωρητική ψήφο και την μέχρι συντριβής εκλογική πτώση κυρίως του ΠΑΣΟΚ αλλά και της Νέας Δημοκρατίας το 2012, ενώ οδήγησε στην απότομη άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Ανοδος που έγινε κύμα το οποίο ώθησε το κόμμα που επί χρόνια περιοριζόταν σε ποσοστά πέριξ του 3% στην πρόωρη ενηλικίωση και την ανάλυψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Βασικός συντελεστής αυτών των τεκτονικών αλλαγών δεν ήταν όμως μόνο η οργή για όσους είχαν οδηγήσει τη χώρα στη χρεοκοπία ούτε και η βεβαιότητα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να την βγάλει από τον μνημονιακό εφιάλτη. Μεγάλο μέρος του κόσμου που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν και όσοι πίστεψαν πως μπορούσε να υπάρξει μια επιστροφή στην προ του 2010 κατάσταση, πως «μπόρα ήταν, θα περάσει» και η ψευδαίσθηση πως «πάλι με χρόνια με καρούς, πάλι δικά μας θα είναι» όσα είχαν χαθεί με εντολή της τρόϊκας. Κι αυτό ήταν ένα ακόμη στάδιο του πένθους.
Η «πλαγιομετωπική» σύγκρουση με την σκληρή πραγματικότητα που επέβαλε ο Σόιμπλε και το ΔΝΤ και ο συμβιβασμός μετά το δημοψήφισμα του 2015, οδήγησαν στην συντριβή των όποιων ψευδαισθήσεων τόσο για τον Αλέξη Τσίπρα και την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ όσο και ενός μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων. Ομως όχι όλων και όχι με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια αποτελέσματα ως προς την συμπεριφορά τους από εκεί και πέρα, δηλαδή από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 μέχρι εκείνες του 2019.
Κάποιοι αποδέχτηκαν με ρεαλισμό τη νέα πραγματικότητα είτε διότι δεν είχαν εξ’ αρχής ψευδαισθήσεις είτε γιατί κατανόησαν ότι ο συσχετισμός των δυνάμεων δεν ήταν εύκολο να ανατραπούν από τη μία μέρα στην άλλη, από τον ένα χρόνο στον άλλον. Κάποιοι άλλοι απογοητεύτηκαν και οδηγήθηκαν σε μία κατάσταση ψυχικής ματαίωσης και πολιτικής αδράνειας. Τέλος, κάποιοι άλλοι έγιναν η βάση πάνω στην οποία οικοδομήθηκε το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο τα υλικά του οποίου ήταν ετερόκλητα: απογοήτευση, αναζήτηση νέου φορέα που θα οδηγούσε πίσω στις «ωραίες μέρες» του 2004 και 2088, εθνικολαϊκισμός με αφορμή τη Συμφωνία των Πρεσπών και βέβαια μία τεράστια εκστρατεία από τα τότε αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ. Τα λάθη, δικαιολογημένα και αδικαιολόγητα, της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, οι αδυναμίες που έδειξε, τα πισωγυρίσματα σε βασικές εξαγγελίες του, οι άστοχες παρεμβάσεις στελεχών του «τσιμέντωσαν» αυτό το μέτωπο και έστρωσαν το δρόμο προς την ήττα του 2019.
Οσο κι αν ακούγεται, εκ πρώτης, παράξενο, βασικός συντελεστής της ανόδου του Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν και πάλι η ψευδαίσθηση ότι εκείνος θα μπορούσε να γυρίσει το ρολόι της ιστορίας προς τα πίσω παρά το ότι το ίδιο κόμμα όπως και το ΠΑΣΟΚ είχαν οδηγήσει τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά της η Νέα Δημοκρατία τα αντλεί από τους ανθρώπους άνω των 50 ετών, εκείνων δηλαδή που νοσταλγούσαν περισσότερο τη δεκαετία του ’80 και του ’90.
Ακολούθησε η έλευση της πρωτόγνωρης κρίσης της πανδημίας και η σημερινή, ακόμη χειρότερη κρίση του πολέμου στην ανατολική Ευρώπη. Είναι η εποχή του τέλους όσων ψευδαισθήσεων είχαν απομείνει για επιστροφή στις παλιές, «καλύτερες» ημέρες. Κι αυτό αφορά πλέον το σύνολο της κοινωνίας που έχει μπροστά της να αντιμετωπίσει απρόβλεπτες δυσκολίες. Θα έπρεπε να αφορά και το σύνολο του πολιτικού κόσμου, το σύνολο των κομμάτων, το σύνολο των οικονομικών παραγόντων. Δυστυχώς αυτοί, μέχρι στιγμής, αποδεικνύονται κατώτεροι των περιστάσεων καθώς ούτε να προβλέψουν και να προετοιμαστούν μπόρεσαν ούτε και να σχεδιάσουν μια αποτελεσματική άμυνα.
Εν μέρει αυτή η αδυναμία του πολιτικού συτήματος -και όχι μόνο στην Ελλάδα- οφείλεται ότι το πολιτικό και οικονομικό στελεχιακό δυναμικό δεν έχει ούτε τα βιώματα ούτε την εμπειρία ούτε και τις γνώσεις για την αντιμετώπιση τέτοιου μεγέθους ιστορικών κρίσεων, έχοντας σπουδάσει και μεγαλώσει σε καιρό ειρήνης που κράτησε πάνω από 60 χρόνια. Δυστυχώς η γενιά του Ξενοφώντα Ζολώτα, του Ανδρέα Παπανδρέου, του Αδαμάντιου Πεπελάση, του Απόστολου Λάσκαρη έχει φύγει εδώ και καιρό χωρίς να αφήσει διαδόχους. Ολα όσα ξέρουν και μπορούν να κάνουν οι σημερινοί -από τον Στουρνάρα και τον Σταϊκούρα μέχρι τον Σταθάκη και τον Τσακαλώτο- είναι πράγματα που θα λειτουργούσαν “υπό κανονικές συνθήκες”. Αυτές που ουδεμία σχέση έχουν με τις σημερινές.
Το πολιτικό και κομματικό σύστημα πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα επερχόμενα εάν δεν θέλει να παραμείνει μέρος του προβλήματος και να καταρρεύσει παρασύροντας μαζί του την κοινωνία. Και για να το κάνει αυτό θα πρέπει να κάνει την κοινωνία συμμέτοχη σε όλες τις αποφάσεις που την αφορούν. Διότι μαζί με το τέλος των ψευδαισθήσεων πρέπει να έλθει και το τέλος της ανάθεσης σε «σωτήρες».
Υπό αυτές τις συνθήκες μπορεί η σημερινή εκλογική διαδικασία στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, με την άμεση εκλογή προέδου και Κεντρικής Επιτροπής από τα μέλη του κόμματος, μπορεί να είναι μία καλή αρχή. Είναι στο χέρι της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ να ολοκληρώσει τον μετασχηματισμό του σε κόμμα του 21ου αιώνα. Αλλά και στο χέρι όλων όσων σήμερα προσήλθαν στις κάλπες να μετατρέψουν την ανάθεση σε ενεργή συμμετοχή.
Η επιτυχία (ή η αποτυχία) αυτού του εγχειρήματος δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά τους πάντες.
Σε κάθε περίπτωση, ούτε το πένθος ούτε η προσκόλληση σε σχήματα και πολιτικές (και πολιτικούς) του προηγούμενου αιώνα μπορούν να συνεχιστούν.