Ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει δώσει τη δυνατότητα στον πρόεδρο της Τουρκίας, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, να εμφανιστεί ως ηγέτης και ειρηνοποιός στην περιοχή, σε μια στιγμή μάλιστα που εντείνει την παραβίαση δημοκρατικών αρχών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη χώρα του.
Της Seyla Benhabib
Αρκεί να αναλογιστούμε την περίπτωση του Οσμάν Καβαλά, ενός εξέχοντος φιλανθρώπου και ακτιβιστή της κοινωνίας των πολιτών ο οποίος πρόσφατα καταδικάστηκε σε ισόβια, χωρίς τη δυνατότητα έφεσης, τέσσερα χρόνια μετά την αθώωσή του και ενόσω είχε ξαναδικαστεί και φυλακιστεί εκ νέου από τα ελεγχόμενα από τον Ερντογάν δικαστήρια.
Υπόθεση Καβάλα
Η στάση της Τουρκίας στην υπόθεση Καβαλά ξεπερνά ακόμη και τη δίωξη από τη Ρωσία του Αλεξέι Ναβάλνι, του στελέχους της αντιπολίτευσης που πρόσφατα καταδικάστηκε σε εννιά χρόνια φυλάκισης. Η Τουρκία έχει καταδικάσει τον Καβάλα σε αυτό που η Χάνα Αρεντ ονόμαζε «η τρύπα της λήθης την οποία προετοιμάζουν οι αυταρχικοί ηγέτες για τους αντιπάλους τους».
Η ποινή του Καβαλά μπορεί να συγκριθεί με τη διά βίου φυλάκιση που έχει επιβληθεί στον ηγέτη του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) Αμπντουλάχ Οτζαλάν και τη συνεχιζόμενη κράτηση του επικεφαλής του κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) Σελαχατίν Ντεμιρτάς. Η διαφορά, όμως, με τους Οτζαλάν και Ντεμιρτάς έγκειται στο γεγονός ότι ο Καβαλά δεν είναι πολιτικός, στρατιώτης ή μια προσωπικότητα των ΜΜΕ. Είναι ένας απλός πολίτης, ο οποίος συμμετείχε ενεργά στα κοινά και συνέβαλε στη δημιουργία ανεξάρτητων πολιτιστικών και επιστημονικών φόρουμ.
Τουρκία, εκδημοκρατισμός και πράξεις μνήμης
Η αλήθεια είναι ότι μετά την εκλογική νίκη του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το 2002, η τουρκική κοινωνία των πολιτών φάνηκε να απελευθερώνεται από τα δεσμά του λαϊκού αλλά καταπιεστικού κράτους που είχε εγκαθιδρύσει ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Ο Καβαλά είχε «αγκαλιάσει» την πολυπολιτισμική πολιτική της Τουρκικής Δημοκρατίας και εργάστηκε για να αναζωογονήσει τις συνθήκες που κάποτε επέτρεπαν σε Αρμένιους, Έλληνες, Κούρδους, Αλεβίτες, Εβραίους και Κιρκάσιους να ζουν με τα μνημεία τους, τα τραγούδια τους, την κουζίνα τους και τις αναμνήσεις τους ελεύθερα, σε όλη την Τουρκία. Έτσι, σε αντίθεση με τον Ερνέστο Ρενάν, τον Γάλλο ιστορικό του εθνικισμού, που πίστευε πως η ύπαρξη και η ζωή ενός έθνους εδράζονται στη λησμονιά των βίαιων συγκρούσεων του παρελθόντος, ο Καβαλά θεώρησε ότι ο εκδημοκρατισμός της Τουρκίας απαιτούσε πράξεις μνήμης.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία, όμως, έδωσε στον Ερντογάν τη δικαιολογία που έψαχνε για τον βάλει επιτέλους πίσω από τα σίδερα, ισοβίως. Η Τουρκία έχει καταστεί ένας αναντικατάστατος σύμμαχος για τη Δύση και οι καλές της εμπορικές σχέσεις τόσο με την Ουκρανία όσο και με τη Ρωσία τού επιτρέπουν να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής στη σύγκρουση.
Καθώς η ομίχλη του πολέμου γίνεται πιο πυκνή, μένει να φανεί εάν η υπουργική επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης επιβάλει τις κατάλληλες κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας. Το πιθανότερο είναι ότι οι σύμμαχοί της στη Δύση θα βρουν έναν τρόπο να διακωμωδήσουν τον Ερντογάν, την ίδια στιγμή που ο Καβαλά, ένας άνθρωπος που διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του, θα εξαφανίζεται στην τρύπα της λήθης.
*Η Seyla Benhabib είναι τουρκοαμερικανίδα φιλόσοφος, ανώτερη ερευνήτρια και καθηγήτρια νομικής στη Νομική Σχολή της Κολούμπια