Άρθρο του Γιάννη Δραγασάκη, βουλευτή του Δυτικού Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, στο περιοδικό «ΒΟΥΛΗ Επί του…περιστυλίου!»
Η συζήτηση γύρω από το «Κέντρο» και τον «μεσαίο χώρο» βρίσκεται στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου. Χρησιμοποιούνται ποικίλες απόψεις περί «μεσαίου χώρου», η κατάκτηση του οποίου εμφανίζεται να λειτουργεί ως προϋπόθεση εκλογικής επιτυχίας. Στο πολιτικό κέντρο κατά καιρούς αποδίδεται ένας ιδιαίτερος χαρακτηρισμός μια εγγενούς μετριοπάθειας. Στη βάση του λεγόμενου κοινωνικού κέντρου αποδίδεται μία αξίωση κοινωνικής σταθερότητας. Τέλος στο ιδεολογικό επίπεδο ως ιδεολογικό «κέντρο» παρουσιάζεται ένα ιδιότυπο τέλος των ιδεολογιών, το σημείο όπου όλες οι ιδεολογικές συζητήσεις με κάποιο τρόπο ολοκληρώνονται και επικρατεί μια, υποτίθεται ενιαία, «κοινή λογική» και η αποδοχή των μονόδρομων πολιτικών επιλογών.
Θα προσπαθήσω να τεκμηριώσω τη διαφωνία μου με αυτές τις εκδοχές και κυρίως με τη συνισταμένη τους που κατανοεί το «κέντρο» ως έναν αυτοτελή ιδεολογικό και πολιτικό χώρο και να προτείνω μια διαφορετική θεώρηση από την οποία προκύπτουν διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα.
Κατά την άποψη μου το Κέντρο δεν υπάρχει ως μία διαχρονικά σταθερή, αυτόνομη πολιτική ιδεολογία με χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από άλλες ιδεολογίες, αλλά μπορεί να κατανοηθεί ως μια «τοπογραφική» διάσταση του πολιτικού ανταγωνισμού, ως έκφραση των μετριοπαθών τάσεων της αναπόφευκτης πόλωσης που τον χαρακτηρίζει.
Άρα το Κέντρο δεν υπάρχει ως μια αυθύπαρκτη πολιτική ιδεολογία με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τη διαφοροποιούν από άλλες, αλλά επικαθορίζεται από τους κυρίαρχους συσχετισμούς και με την έννοια αυτή σηματοδοτεί την κυρίαρχη κατεύθυνση προς την οποία κινείται ο πολιτικός ανταγωνισμός.
Φυσικά το Κέντρο στην ελληνική περίπτωση υπάρχει ως μια ιδιαίτερη πολιτική παράδοση της μετεμφυλιακής πολιτικής σκηνής. Εμφανίστηκε ως ένας χώρος που κάλυπτε ενδιάμεσα ρεύματα και απόψεις μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς σε μια εποχή έντονης ιδεολογικής και πολιτικής πόλωσης. Ωστόσο, σε εκείνη τη συνάφεια τουλάχιστον, το Κέντρο ήταν συνυφασμένο με την ανάγκη εμβάθυνσης του εκδημοκρατισμού, σε μια περίοδο καχεκτικής δημοκρατίας και πολιτικών αποκλεισμών. Σε όλα τα υπόλοιπα συνέδεε πολιτικές και ιδέες τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά και αυτό ως έναν βαθμό εξηγεί και την εξαφάνισή του μεταπολιτευτικά.
Εάν ξεφύγουμε από την επικέντρωση στην ελληνική περίπτωση, σε διεθνές επίπεδο το «κέντρο» χρησιμοποιούνταν ως αναλυτικό εργαλείο για να προγραφεί ο βαθμός πόλωσης του πολιτικού ανταγωνισμού και ως ιδεολόγημα για να παρουσιαστούν με έναν ήπιο τρόπο πολιτικές μετατοπίσεις, ιδίως της Σοσιαλδημοκρατίας.
Στη θεωρητική συζήτηση κορυφαίοι πολιτικοί επιστήμονες (Μ. Ντιβερζέ, κ.ά,) αρνούνται την ύπαρξη του «κέντρου» ως αυτοτελούς χώρου, θεωρώντας το ως σημείο σύγκλισης των μετριοπαθών εκδοχών των βασικών πόλων του πολιτικού ανταγωνισμού.
Πράγματι, όσο εντείνεται το φαινόμενο της απομάκρυνσης των πολιτών από τα πολιτικά κόμματα και από συνεκτικές ιδεολογικές συγκροτήσεις τόσο γεμίζει ο χώρος του κέντρου από μία υποτιθέμενη μετριοπάθεια η οποία τροφοδοτείται από την άρνηση της κομματικής-ιδεολογικής στοίχισης και άρα δεν συνιστά μια άλλου τύπου ιδεολογία. Η ευκολία με την οποία αρκετοί πολίτες τοποθετούν εαυτούς στον χώρο του κέντρου είναι σίγουρα σύμπτωμα της κρίσης της πολιτικής. Σε μια φάση που βαθαίνει η δυσπιστία απέναντι στα κόμματα και τις δημοκρατικές διαδικασίες είναι αναμενόμενο να επιλέγεται η πιο «μεσαία» ή «κεντρώα» θέση, απέναντι σε έναν διάχυτα απαξιωμένο κομματικό ανταγωνισμό. Καλλιεργείται ο φόβος ότι η πολιτική αντιπαράθεση, ο ανταγωνισμός, η σύγκρουση ανάμεσα σε εναλλακτικά πολιτικά σχέδια δεν είναι η πεμπτουσία της δημοκρατίας αλλά αντίθετα κίνδυνος για τη συνοχή, τη σταθερότητα και τη λεγόμενη υπεύθυνη διακυβέρνηση. Ωστόσο, αν υπάρχει κάτι ζωτικό στη δημοκρατία είναι η δυνατότητα πολιτικής διαπάλης και η πολιτικοποίηση των πολιτών, το να μπορούν οι πολίτες να διαμορφώνουν απόψεις για τα δημόσια προβλήματα και να ενεργοποιούνται για την προώθηση των απόψεων τους.
Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων όπως η σημερινή, η πολιτική κατακλύζεται από διλήμματα και εμπλοκές που δεν μπορούν να επιλυθούν χωρίς σαφείς επιλογές που συχνά συνεπάγονται ρήξεις και υπερβάσεις.
Για αυτό η υποχώρηση του αριστερού ριζοσπαστισμού δεν καλύπτεται από τις δυνάμεις της «μετριοπάθειας» αλλά από εκείνες του δεξιού λαϊκισμού και της ακροδεξιάς.
Η επιμονή να προβάλλεται ένα πολιτικό κέντρο, το οποίο θα αναπαράγει με όρους μιας επίπλαστης κανονικότητας εκδοχές της κυρίαρχης πολιτικής που διευρύνει τις ανισότητες, στην πραγματικότητα απελευθερώνει δυνάμεις προς την άκρα Δεξιά.
Ωστόσο τμήματα του κέντρου προσεγγίζουν πλέον το αριστερό πολιτικό σχέδιο, γεγονός που δημιουργεί προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας προοδευτικής συμμαχίας για έξοδο από την κρίση. Από εδώ όμως πηγάζουν ευθύνες για την ίδια την Αριστερά. Το θέμα δεν είναι επικοινωνιακό, ούτε πρέπει να εμφανιστεί η Αριστερά ως κάτι που δεν είναι, αλλά να πείσει ότι οι δικές της προτάσεις απαντούν στα προβλήματα και βελτιώνουν τους συλλογικούς όρους της κοινωνικής ζωής.
Η μη θέση, στις συνθήκες αυτές, δεν συνιστά μετριοπάθεια, αλλά αδυναμία επιλογής, όπως επίσης και η ευπρέπεια από μόνη της δεν είναι μετριοπάθεια καθώς μπορεί και πρέπει να χαρακτηρίζει και μια ριζοσπαστική πολιτική. Είναι ευθύνη και σημαντική λειτουργία των κομμάτων, πρωτίστως των αριστερών, να μην λειτουργούν σαν πολιτικές επιχειρήσεις προς άγρα πελατών-καταναλωτών/ψηφοφόρων, στην εκλογική αγορά, αλλά ως θεσμοί της δημοκρατίας, πολιτικές οργανώσεις που υποστηρίζουν την ενεργό εμπλοκή των πολιτών στη δημοκρατική διαδικασία στη βάση συνεκτικών και επεξεργασμένων πολιτικών σχεδίων και προγραμμάτων.
Υπ’ αυτήν την έννοια, τα πολιτικά κόμματα δεν είναι απλά παρακολουθήματα της κοινωνικής δυναμικής, αλλά και ενεργοί δρώντες για τη διαμόρφωσή της.
Πρέπει να αντιλαμβάνονται και να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αυτής της «κεντροποίησης», αλλά ταυτόχρονα να πολιτικοποιούν τον χώρο αυτού του ιδιόμορφου κέντρου στη δική τους πολιτική λογική.
Κι εδώ πρακτικά ερχόμαστε στο επί της ουσίας στοιχείο της συζήτησης περί πολιτικού κέντρου. Το Κέντρο ως σημείο συνάντησης των μετριοπαθών εκδοχών του πολιτικού ανταγωνισμού δεν είναι σταθερό, αλλά είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα ιδεολογικών επιρροών και ετεροκαθορισμών και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμπαγές ούτε στατικό αλλά μετακινείται. Άλλοτε προς τα δεξιά και άλλοτε προς τα αριστερά. Άλλωστε και οι ίδιοι που παρουσιάζουν το κέντρο ως αυτοτελές, ιδεολογικά και πολιτικά, στη συνέχεια το εξαφανίζουν, μιλώντας για «κεντροαριστερά» και «κεντροδεξιά» αντιφάσκοντας με τον βασικό ισχυρισμό τους. Είναι τα προβλήματα, οι προτεραιότητες, οι προοπτικές της δημόσιας συζήτησης και κατ’ επέκταση οι εναλλακτικές πολιτικές που αναπτύσσονται που καθορίζουν κάθε φορά την τοποθέτηση του κεντρώου σημείου συνάντησης.
Στην εποχή μας αυτές οι διεργασίες και η σχετική «κινητικότητα» εντείνονται. Και αυτό γιατί βρισκόμαστε σε μια φάση που ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει στερηθεί τις παραδοσιακές μορφές αναπαραγωγής του και οι νέες μορφές έχουν οδηγήσει σε ανισότητες που σε πολύ μεγάλο βαθμό απειλούν τη συνοχή και τη σταθερότητα των κοινωνιών. Σε αυτό το πλαίσιο, το αριστερό σχέδιο αναδύεται ως μια κοινωνικά δίκαιη και βιώσιμη υπέρβαση αυτής της πολλαπλής κρίσης διάρκειας. Η οικονομική κρίση, η πανδημία, ο πόλεμος, η κλιματική αλλαγή επαναφέρουν στην επικαιρότητα διεκδικήσεις, πολιτικές και εργαλεία της Αριστεράς, όπως το δημόσιο σύστημα υγείας, οι πολιτικές για τα δημόσια αγαθά, η ανάκτηση του κοινωνικού ελέγχου σε κρίσιμους για την κοινωνία τομείς, η κρατική παρέμβαση για την άρση της επισφάλειας και των ανισοτήτων, ο γεωγραφικός, οικολογικός και κοινωνικός σχεδιασμός της ανάπτυξης και η στοχευμένη χρηματοδότησή της, που οι νεοφιλελεύθεροι είχαν συκοφαντήσει ως αναποτελεσματικά και είχαν απωθήσει στο περιθώριο ως παρωχημένα. Ως εκ τούτου δεν είναι τυχαίο που σήμερα τμήματα του μεσαίου χώρου, όπως είπαμε, προσεγγίζουν την αριστερά.
Με βάση και τα παραπάνω, η «προσέγγιση του κέντρου» από τη σκοπιά της Αριστεράς δεν σημαίνει μετατόπιση ή μετάλλαξη της Αριστεράς σε ένα «κεντρώο» κόμμα ούτε παθητική υπόκλιση σε κάθε προδιαμορφωμένη πεποίθηση του κεντρώου χώρου, αλλά ειλικρινή και ουσιαστική συνομιλία με τις δυνάμεις που αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώος ή μεσαίος χώρος. Αυτό απαιτεί πρώτον πιο συγκεκριμένη επεξεργασία και ευκρίνεια του δικού της σχεδίου έτσι ώστε αυτό να αναγνωρίζει, να λαμβάνει υπόψη του και να απαντά πειστικά σε προβλήματα, ερωτήματα ακόμη και σε απαιτήσεις πολιτικής αισθητικής του συγκεκριμένου χώρου. Δεύτερον, απαιτεί διαρκή πάλη για την ανατροπή και την απώθηση νεοφιλελεύθερων όσο και αναχρονιστικών, ανορθολογικών συντηρητικών επιρροών. Τρίτον την ανάδειξη των κοινωνικών και πολιτικών προϋποθέσεων για τη επίλυση των κοινωνικών και εθνικών προβλημάτων με όρους μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας και της αντίστοιχης προοδευτικής στρατηγικής για έξοδο από την κρίση.