Η παγκοσμιοποίηση είχε μεγάλα οφέλη για τις αναδυόμενες και ανεπτυγμένες χώρες αλλά δημιούργησε τις συνθήκες για την επιστροφή του εθνικισμού. Τι πρέπει να επανεξετάσουν οι ελίτ της Δύσης. Η περίπτωση Τουρκίας και Ρωσίας.
Η ευφορία που ακολούθησε την πτώση του Τείχους του Βερολίνου δεν αφορούσε μόνο αυτό που ο Φράνσις Φουκουγιάμα αποκάλεσε «νίκη του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού», αλλά και την παρακμή του εθνικισμού, υποστηρίζει o Nτάρον Ακέμογλου.
Όπως αναφέρει σε άρθρο του στο Project Syndicate, η οικονομική παγκοσμιοποίηση δημιούργησε την εντύπωση ότι οι άνθρωποι θα εγκατέλειπαν την εθνική τους ταυτότητα. «Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν ήταν μόνο υπερεθνικό, αλλά μεταεθνικό» σημειώνει.
Αλλά σύμφωνα με τον γεννημένο στην Τουρκία αμερικανό καθηγητή στο ΜΙΤ, ο εθνικισμός έχει επιστρέψει και διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διεθνή πολιτική σκηνή. Το ρεύμα δεν περιορίζεται μόνο στις ΗΠΑ ή τη Γαλλία, όπου πρωταγωνιστούν ο Τραμπ και η Λεπέν. Ο εθνικισμός είναι κυρίαρχο ρεύμα και στην Ουγγαρία, την Ινδία, την Τουρκία και πολλές άλλες χώρες.
Ο Ακέμογλου υποστηρίζει ότι υπάρχουν τουλάχιστον τρεις παράγοντες που δίνουν ώθηση στον νέο εθνικισμό.
Πρώτον, πολλές από τις χώρες όπου αναβιώνει ο εθνικισμός έχουν υποστεί ιστορικά τραύματα. Η Ινδία βίωσε τη συστηματική εκμετάλλευση από τους Βρετανούς αποικιοκράτες, ενώ η Κινεζική Αυτοκρατορία αποδυναμώθηκε και ταπεινώθηκε τον 19ο αιώνα. Ο σύγχρονος τουρκικός εθνικισμός τροφοδοτείται από τις μνήμες των εδαφικών απωλειών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δεύτερον, η παγκοσμιοποίηση ενίσχυσε προϋπάρχουσες εντάσεις. Όχι μόνο διεύρυνε τις ανισότητες εντός πολλών χωρών, αλλά διάβρωσε και μακραίωνες παραδόσεις και κοινωνικές νόρμες.
Τρίτον, οι πολιτικοί ηγέτες έχουν γίνει ιδιαίτερα ικανοί στην εκμετάλλευση του εθνικισμού για την εξυπηρέτηση της δικής τους ατζέντας.
Ο σημερινός εθνικισμός, τονίζει ο Ακέμογλου, αποτελεί αντίδραση στο μεταψυχροπολεμικό εγχείρημα της παγκοσμιοποίησης. Όπως αναφέρει, την εποχή εκείνη υπήρχε η ελπίδα ότι το διεθνές εμπόριο θα οδηγήσει σε πολιτισμική και θεσμική σύγκλιση. Και καθώς το εμπόριο θα γινόταν πιο σημαντικό, η δυτική διπλωματία θα γινόταν πιο ισχυρή, επειδή οι αναπτυσσόμενες χώρες θα φοβόντουσαν το ενδεχόμενο να χάσουν την πρόσβαση στις αγορές των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν, παραδέχεται ο Ακέμογλου. Η παγκοσμιοποίηση προσέφερε μεγάλα οφέλη για τις αναπτυσσόμενες χώρες που κατάφεραν να προσανατολίσουν τις οικονομίες τους προς τις βιομηχανικές εξαγωγές και να διατηρήσουν παράλληλα χαμηλά τους μισθούς (η μυστική συνταγή της Κίνας) και για τις αναδυόμενες οικονομίες που είχαν πλούσια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αλλά οι ίδιες αυτές τάσεις ενίσχυσαν χαρισματικούς εθνικιστές ηγέτες, επισημαίνει ο Ακέμογλου.
Όπως τονίζει, καθώς οι αναπτυσσόμενες χώρες συσσώρευαν περισσότερους πόρους, αποκτούσαν και μεγαλύτερη ικανότητα να διεξάγουν προπαγάνδα και να χτίσουν συμμαχίες. Αλλά ακόμα πιο σημαντική ήταν η ιδεολογική διάσταση σύμφωνα με τον ίδιο. Ακριβώς επειδή η δυτική διπλωματία αντιμετωπίζεται ως μια μορφή παρέμβασης στα εσωτερικά μιας χώρας, οι προσπάθειες για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και της δημοκρατίας σε πολλές χώρες έχουν αποδειχθεί αναποτελεσματικές, επισημαίνει.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, σημειώνει ο Ακέμογλου, η προοπτική της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση υποτίθεται ότι θα βελτίωνε την επίδοση της χώρας όσον αφορά τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και θα ενίσχυε τους δημοκρατικούς της θεσμούς. Αυτό συνέβη για ένα σύντομο διάστημα, αλλά στη συνέχεια η ενταξιακή διαδικασία πάγωσε και η τουρκική δημοκρατία αποδυναμώνεται διαρκώς, παρατηρεί ο Ακέμογλου.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο εθνικισμός που τροφοδότησε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αντανακλά τους τρεις παραπάνω παράγοντες. Πολλά μέλη της πολιτικής και αμυντικής ελίτ της Ρωσίας πιστεύουν ότι η χώρα τους ταπεινώθηκε από τη Δύση μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Την ίδια στιγμή το άνοιγμα της Ρωσίας στην παγκόσμια οικονομία έφερε οφέλη για τον πληθυσμό της και απίστευτα πλούτη σε μια ομάδα ολιγαρχών.
Και ο Πούτιν έχει καταφέρει να εκμεταλλευτεί το εθνικιστικό αίσθημα.
Αυτή η αναβίωση του εθνικισμού προσφέρει σύμφωνα με τον Ακέμογλου κάποια χρήσιμα διδάγματα. Όπως τονίζει, πρέπει να επανεξεταστεί το πώς οργανώνονται οι διαδικασίες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Ενώ το ελεύθερο εμπόριο είναι επωφελές για τις αναδυόμενες και ανεπτυγμένες οικονομίες, έχει διευρύνει τις ανισότητες και έχει πλουτίσει ολιγάρχες στη Ρωσία και μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος στην Κίνα. Το κεφάλαιο και όχι η εργασία ήταν ο μεγάλος ωφελημένος, υπογραμμίζει ο Ακέμογλου.
O ίδιος απευθύνει έκκληση να εξεταστούν εναλλακτικές προσεγγίσεις. Το κυριότερο κατά τον ίδιο είναι να μην υπαγορεύονται οι κανόνες του εμπορίου από πολυεθνικές εταιρείες που επωφελούνται από τεχνητά χαμηλούς μισθούς και απαράδεκτα πρότυπα εργασίας στις αναδυόμενες αγορές.
Επιπλέον, η Δύση πρέπει κατά τον ίδιο να αποδεχθεί ότι δεν μπορεί να επηρεάσει τις πολιτικές τροχιές των εμπορικών εταίρων της. Πρέπει επίσης να δημιουργήσει νέες δικλείδες ασφαλείας για να διασφαλίσει ότι τα διεφθαρμένα, αυταρχικά καθεστώτα δεν επηρεάζουν τη δική της πολιτική. Και, το πιο σημαντικό, οι δυτικοί ηγέτες θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι θα αποκτήσουν μεγαλύτερη αξιοπιστία στις διεθνείς υποθέσεις εάν αναγνωρίσουν την παρελθούσα κακή συμπεριφορά των χωρών τους τόσο στην εποχή της αποικιοκρατίας όσο και στον Ψυχρό Πόλεμο.