Με τις πληροφορίες και τα σενάρια που διακινούνται στα ΜΜΕ να θεωρούν δεδομένο ότι τα έχουμε προσφυγή στις κάλπες εντός του φθινοπώρου, το πολιτικό τοπίο μοιάζει ρευστό.
Ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στη συνέντευξη που ακολουθεί προβλέπει διπλές εκλογές και πόλωση. Περιγράφει ως «καραμέλα» που «πιπιλίζουν κάποιοι πολιτικοί και φίλοι τους» ότι το πολιτικό προσωπικό δεν διαθέτει κουλτούρα συνεργασιών και θεωρεί το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ ρυθμιστή υπό προϋποθέσεις. «Αν θέλεις να λες πως δεν θέλω να πάω με κανέναν, τότε αποποιείσαι το ρόλο του ρυθμιστή», τονίζει χαρακτηριστικά.
Συνέντευξη στον Χρόνη Διαμαντόπουλο
Κύριε Μαραντζίδη, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει πιθανότητα να δούμε κάποιο κόμμα αυτοδύναμο στην κυβέρνηση μετά τις εκλογές. Και για την ώρα οι εκπρόσωποι τω κομμάτων της αντιπολίτευσης δεν αφήνουν περιθώρια συνεργασίας με το κόμμα που εμφανίζεται πρώτο στις δημοσκοπήσεις, δηλαδή τη ΝΔ. Μπορούμε να κάνουμε προβλέψεις για το τι τα συμβεί αμέσως μετά τις εκλογές;
Το πιο πιθανό είναι να πάμε σε δεύτερες εκλογές γιατί αυτό θα εξυπηρετεί τις στρατηγικές των περισσότερων κομμάτων, ειδικά των τριών πρώτων. Για τη μεν ΝΔ, θα εξυπηρετείται το αφήγημα της αδυναμίας της απλής αναλογικής να συμβάλει στην διαμόρφωση κυβέρνησης. Οι δεύτερες εκλογές θα της επιτρέψουν να διεκδικήσει την αυτοδυναμία, εφόσον είναι πρώτο κόμμα, και θα παρέχουν μια καμπάνια προσαρμοσμένη που θα περιστρέφεται γύρω από το ηγετικό προφίλ του Κ.Μητσοτάκη. Για το ΣΥΡΙΖΑ, οι δεύτερες εκλογές θα συμβάλουν στην προσέλκυση ενός αντιδεξιού ακροατηρίου που θα αισθανθεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κύριος εκφραστής αυτού του πόλου. Κάπως έτσι θα ενισχυθεί η πεποίθηση πως αργά ή γρήγορα ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι εκείνος θα διαδεχθεί την κυβέρνηση της ΝΔ. Τέλος για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, οι δεύτερες εκλογές θα αποτρέψουν το δίλλημα σχηματισμού κυβέρνησης να γίνει διαιρετικός παράγοντας εντός του κόμματος. Βεβαίως, από τις δεύτερες εκλογές είναι προφανές πως οι δύο μεγάλοι θα κερδίσουν περισσότερο, ενώ για το ΚΙΝΑΛ η αγωνία θα περιστραφεί γύρω από το ποιο θα είναι το ποσοστό των ψηφοφόρων που θα το εγκαταλείψουν στην βάση των διλλημάτων της πόλωσης.
Αν γίνουν δεύτερες εκλογές, είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει πόλωση. Ωστόσο το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης που θα έχει αποτυπωθεί δεν θα επηρεάσει και τη δυναμική ενόψει των νέων εκλογών;
Προφανώς! Είναι διαφορετικό φερειπείν η ΝΔ να εκκινεί για παράδειγμα από το 35% και άλλο να εκκινεί από το 30%. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι άλλο να εκκινεί από το 30% και άλλο από το 25% ή και πιο χαμηλά. Όπως επίσης είναι άλλο αν η διαφορά μεταξύ των δύο πρώτων κομμάτων στις πρώτες εκλογές να θυμίζει περισσότερο το 2019 (δηλαδή διαφορά 5 μονάδων και άνω) και άλλο αν η απόσταση μεταξύ τους είναι οριακή.
Στην Ελλάδα η κουλτούρα των συνεργασιών δεν έχει εμπεδωθεί. Αυτό που συνέβη από το 2012 έως το 2019 έμοιαζε περισσότερο με «δούναι και λαβείν» μεταξύ των κομμάτων που συμμετείχαν στις κυβερνήσεις. Αν κληθούν να συνεργαστούν δύο ή περισσότερα κόμματα στο μέλλον θα αλλάξει αυτή η νοοτροπία;
Δεν πιστεύω σοβαρά στις νοοτροπίες ως εμπόδια. Πιστεύω στους θεσμούς και την ανάγκη. Κατά το παρελθόν, τα ελληνικά κόμματα απέδειξαν πως μπορούσαν να κάνουν συνεργασίες που ακόμη και στο εξωτερικό δεν το φαντάζονταν. Για παράδειγμα το 1989-1990, η ΝΔ συνεργάστηκε δύο φορές με την Αριστερά (την πρώτη φορά το καλοκαίρι στην κυβέρνηση Τζανετάκη και τη δεύτερη στα πλαίσια της οικουμενικής κυβέρνησης) και ενώ ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είχε καν τελειώσει, η ΕΣΣΔ δεν είχε διαλυθεί και το τείχος του Βερολίνου δεν είχε ακόμη πέσει. Αν έλεγαν στους περισσότερους πολίτες λίγο καιρό πριν, πως η χώρα που έζησε τη μεταξικήαντικομουνιστική δικτατορία, τον εμφύλιο και τη δικτατορία των συνταγματαρχών θα έβλεπε τέτοιου είδους κυβερνήσεις μόλις 15 χρόνια από την πτώση της απριλιανής δικτατορίας, θα έλεγαν «αυτά δεν γίνονται».
Βέβαια για να είναι κανείς ρυθμιστής απαιτούνται δύο προϋποθέσεις: καταρχήν ασφαλώς να το επιτρέπουν οι αριθμοί και οι συγκυρίες. Και δεύτερον να το θέλεις και εσύ.
Δεν θέλω καν να αναφερθώ στα χρόνια της κρίσης και στις διάφορες κυβερνήσεις από το 2011 μέχρι το 2019 όπου είδαμε πιθανά και απίθανα σχήματα συνεργασίας. Τι θέλω να πω; Πως υπάρχει μια καραμέλα, συγχωρείστε με για τον όρο, που διαρκώς πιπιλίζουν κάποιοι πολιτικοί και φίλοι τους που ζουν ακόμη στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, πως δεν διαθέτει το πολιτικό προσωπικό την κουλτούρα των συνεργασιών. Αντιθέτως, είμαι πεπεισμένος, πως το πολιτικό προσωπικό έχει αποδείξει τόσο στο πιο μακρινό όσο και στο πιο πρόσφατο παρελθόν, πως μια χαρά διαθέτει τέτοια κουλτούρα, απλώς η βουλιμία του νικητή να τα παίρνει όλα για να ασκεί μια εξουσία πρωθυπουργοκεντρική που υπονομεύει την λειτουργία του κοινοβουλίου και επιτρέπει μεγαλύτερη ευκολία εξυπηρέτησης κομματικών μελών, φίλων και πελατών, είναι ακατανίκητη προς το παρόν.
Στις πρώτες εκλογές μετά την κρίση, δηλαδή το 2012 στο πολιτικό σκηνικό εμφανίστηκε η ΔΗΜΑΡ, ένα φιλοευρωπαϊκό κόμμα που για έναν χρόνο συμμετείχε στην κυβέρνηση μαζί με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Τη ΔΗΜΑΡ διαδέχτηκε στο πολιτικό σκηνικό το Ποτάμι, ένα άλλο φιλοευρωπαϊκό κόμμα που στήριξε νομοσχέδια του ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως στα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και τη συμφωνία των Πρεσπών. Από το 2019 ένα τέτοιο κόμμα εκλείπει. Υπάρχει η πιθανότητα να δούμε και πάλι στο πολιτικό σκηνικό έναν πολιτικό σχηματισμό«ρυθμιστή», όπως αυτά τα δύο;
Βεβαίως και μπορούμε να δούμε. Αυτή είναι η περίπτωση ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αυτή τη στιγμή. Βέβαια για να είναι κανείς ρυθμιστής απαιτούνται δύο προϋποθέσεις: καταρχήν ασφαλώς να το επιτρέπουν οι αριθμοί και οι συγκυρίες. Και δεύτερον να το θέλεις και εσύ. Αν θέλεις να λες πως δεν θέλω να πάω με κανέναν, τότε αποποιείσαι το ρόλο του ρυθμιστή. Αυτή είναι η περίπτωση ας πούμε του ΚΚΕ. Το ερώτημα μετά από όλα αυτά είναι απλό: σηκώνει το πολιτικό σύστημα ένα ΚΚΕ του Κέντρου;