Ο μοναδικός πυρηνικός σταθμός της Βουλγαρίας, ο οποίος παράγει περίπου το ένα τρίτο του ηλεκτρισμού που καταναλώνει η χώρα, διέκοψε σήμερα τη λειτουργία του ενός από τους δύο αντιδραστήρες του των 1.000 μεγαβάτ έπειτα από βλάβη στη γεννήτρια, χωρίς να υπάρξει διαρροή ραδιενέργειας, ανακοινώθηκε από το σταθμό.
Το Κοζλοντούι έχει μακρά ιστορία ατυχημάτων, που ξεκινά από το 1982. Μόνο στην
περίοδο 1990-1993 έγιναν επισήμως γνωστά 15 ατυχήματα, ενώ σημειώθηκε διαρροή
ραδιενέργειας τον Ιούλιο του 1991, τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου και τον
Ιανουάριο του 1993.
Έρευνα της Διεθνούς Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας έδειξε πως για αντιδραστήρες, όπως αυτοί του Κοζλοντούι, ο κίνδυνος του μεγαλύτερου δυνατού πυρηνικού ατυχήματος, τήξη του πυρήνα δηλαδή, είναι 55 φορέςμεγαλύτερος από κάθε άλλο τύπο αντιδραστήρα. Η τελευταία μεγάλη βλάβη συνέβη το Νοέμβριο του 2019.
Σήμερα στις 06:05 (τοπική ώρα και ώρα Ελλάδας) διακόπηκε η λειτουργία της μονάδας 5 του πυρηνικού σταθμού του Κοζλοντούι «εξαιτίας κακής λειτουργίας συστήματος» της γεννήτριας «και ενεργοποίησης της ηλεκτρικής προστασίας στο μη πυρηνικό τμήμα» του σταθμού.
Η προστασία έκτακτης ανάγκης ενεργοποιήθηκε, αλλά «δεν υπάρχει καμιά αλλαγή στην κατάσταση της ραδιενέργειας στην εγκατάσταση», ανέφερε ο σταθμός σε ανακοίνωσή του.
Ο δεύτερος αντιδραστήρας του Κοζλοντούι, η «Μονάδα 6», ίδιας ισχύος, εξακολουθεί να βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία, σύμφωνα με το σταθμό.
Η ημερομηνία, κατά την οποία η Μονάδα 5 θα μπορέσει να επανασυνδεθεί στο ηλεκτρικό δίκτυο, δεν διευκρινίσθηκε. Είχε απενεργοποιηθεί πριν από λιγότερο από ένα μήνα για συντήρηση και τροφοδοσία.
Το Κοζλοντούι, ο μοναδικός πυρηνικός σταθμός της Βουλγαρίας, παράγει περίπου το ένα τρίτο του ηλεκτρικού της χώρας χάρη σε δύο αντιδραστήρες που πήραν τη σκυτάλη από τέσσερις μικρούς αντιδραστήρες οι οποίοι έκλεισαν το 2002 και το 2006 ώστε να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σύμφωνα με έκθεση της Greenpeace 132.000 Έλληνες θα πεθάνουν από καρκίνο σε περίπτωση ατυχήματος, ενώ το μέγιστο συνολικό κόστος των μέτρων έκτακτης ανάγκης θα ανέλθει σε 250 δισεκατομμύρια δραχμές.