Η τρέχουσα συγκυρία στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν έχει κάτι το ανεξήγητο. Και υπό μια έννοια δεν υπάρχει κάτι δραματικά νέο.
Του Κώστα Υφαντή (Καθηγητή Διεθνών Σχέσεων και Διευθυντή του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Αν υπάρχει κάτι που ξαφνιάζει – αν και δεν θα έπρεπε δεδομένου του πρόσφατου παρελθόντος και του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται σε τακτικό επίπεδο το καθεστώς Ερντογάν – είναι η ένταση της αντιπαράθεσης, η τοξικότητα των μηνυμάτων που εκπέμπονται από την Άγκυρα, η «λογική» των απειλών και η προσωποποίηση της διπλωματικής σύγκρουσης.
Η τουρκική ατζέντα έρχεται από μακριά. Οριοθετείται πρώτον από τις πάγιες τουρκικές αιτιάσεις, κάποιες εκ των οποίων μετρούν πλέον πάνω από μισό αιώνα ζωής, δεύτερον από το «όραμα» της λεγόμενης Γαλάζιας Πατρίδας και τρίτον από την αυταπάτη μεγάλης δύναμης που συνοδεύει μια «νεοοθωμανική» αντίληψη ιστορικής αδικίας που πρέπει να αναταχθεί.
Σε μικροεπίπεδο τα δεδομένα είναι τα εξής:
Πρώτον, ο Πρόεδρος Ερντογάν είναι μπροστά στην ίσως κρισιμότερη μάχη της πολιτικής του ζωής. Όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι δύσκολα δεν θα ηττηθεί.
Μετά από είκοσι χρόνια πολιτικής ηγεμονίας, το φάσμα της ήττας πρέπει να είναι πραγματικά ανυπόφορο για κάποιον ηγέτη που έχει ταυτίσει το καλό της χώρας του με το δικό του. Η πρόσληψη μιας τέτοιας συνθήκης ενισχύει τα ήδη υφιστάμενα εθνολαϊκιστικά χαρακτηριστικά μιας ηγεσίας που για να επιβιώσει έχει συμμαχήσει με την πιο σκληρή πτέρυγα της τουρκικής υπερεθνικιστικής δεξιάς.Έτσι, δύσκολα η τουρκική δημόσια σφαίρα θα απαλλαγεί από την εμμονή σε ζητήματα ασφάλειας και εξωτερικής πολιτικής. Ένα πεδίο που ο Πρόεδρος Ερντογάν θεωρεί προνομιακό.
Δεν είναι η οικονομία το πεδίο στο οποίο θέλει να αντιπαρατεθεί πολιτικά ο Τούρκος Πρόεδρος. Μια επιχείρηση στην Συρία εναντίον των Κουρδικών πολιτοφυλακών, η απειλή του βέτο στην ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ και το μπαράζ επιθέσεων εναντίον της Ελλάδος συγκροτούν μια ατζέντα που ελπίζεται ότι θα συσπειρώσει μια εκλογική βάση που προς το παρόν αρνείται να στοιχηθεί πίσω από τον Πρόεδρο, τουλάχιστον στον βαθμό που το έκανε στο παρελθόν.
Δεύτερον, «το όραμα» μιας χώρας που το 2023 θα γιόρταζε την εκατονταετηρίδα της Τουρκικής Δημοκρατίας ως μία από τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχει πλέον παραπεμφθεί στο μέλλον.
Με όρους ΑΕΠ, η Τουρκία έχει υποχωρήσει στην 22η θέση και αν η ομάδα G20 συνεδρίαζε είναι αμφίβολο αν θα συμμετείχε. Αντί για μια μεγάλη δύναμη που αυτονομείται και απεγκλωβίζεται από παλιούς συσχετισμούς αρνητικής ισχύος, διαπραγματεύεται ισότιμα με την Δύση που – στην ίδια αντίληψη και… προσδοκία – ήταν σε παρακμή και αποδρομή και διαμορφώνει όρους μιας νέας περιφερειακής τάξης με την Τουρκία σε ηγετική θέση. Η αποτυχία αυτού του ηγετικού προγράμματος δημιουργεί ένα μεγάλο κενό στρατηγικής. Σε αυτό το κενό οι τακτικισμοίαποτελούν μερικές φορές μοναδικό εργαλείο πολιτικής.
Τρίτον, αν και η Τουρκία παραμένει μια ισχυρή στρατιωτικά χώρα, η Ελλάδα μετά το καλοκαίρι του 2020 έχει φροντίσει να βελτιώσει την αποτρεπτική της ικανότητα. Όχι βέβαια με τα προγράμματα που έχουν δρομολογηθεί αλλά θα αργήσουν να υλοποιηθούν, αλλά με την συνολική βελτίωση της επιχειρησιακής ετοιμότητας και διαθεσιμότητας των αμυντικών της συστημάτων. Αυτό δεν μπορεί παρά να επηρεάζει τον στρατηγικό υπολογισμό της άλλης πλευράς.
Τέλος, το επόμενο διάστημα είναι κρίσιμο. Τα σενάρια είναι πολλά και γνωστά. Δεν υπάρχει κάτι η Τουρκία μπορεί να κάνει και να αιφνιδιάσει την Αθήνα. Σύμφωνα με τις αναφορές στα τουρκικά ΜΜΕ, η Σύνοδος του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη μπορεί να μετατραπεί στην παγκόσμια σκηνή που τόσο πολύ αναζητά ο Πρόεδρος Ερντογάν για να εμφανιστεί ως ο ανυποχώρητος υπερασπιστής των εθνικών συμφερόντων. Κανείς δεν ξέρει αν θα ρισκάρει να θέσει θέματα που θα συναντήσουν την απόρριψη ή έστω την σιωπηλή αποδοκιμασία των περισσοτέρων εταίρων. Το κυρίως πιάτο στο μενού της Συνόδου είναι η Ρωσική απειλή και η διεύρυνση της Συμμαχίας. Για την Αθήνα ένα ζήτημα χωρίς αγκάθια που της επιτρέπει να εμφανιστεί ως αξιόπιστος εταίρος. Αν η Άγκυρα επιχειρήσει να αποσταθεροποιήσει την Συμμαχία σε αυτό το επίπεδο θα είναι σημάδι αδιεξόδου. Μέχρι στιγμής, ο τουρκικός «εκβιασμός» δεν έχει φέρει κάποιο απτό αποτέλεσμα.
Αν και με βάση τα παραπάνω, το τοπίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ευνοϊκό για την Αθήνα υπάρχει πάντοτε ένα αρνητικό σενάριο. Και αυτό είναι η Άγκυρα να θεωρήσει ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εξουδετερώσει τα όποια ελληνικά πλεονεκτήματα παρά μια κρίση.
Μία κρίση που θα δοκιμάσει και ίσως απαξιώσει τις ελληνικές στρατηγικές συνεργασίες με τρίτους, που θα αναγκάσει τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ να πιέσουν για μία συνολική και άνευ όρων διαπραγμάτευση και που θα έχει ως αποτέλεσμα μια δραματική αποσταθεροποίηση της ελληνικής κυβέρνησης και του Έλληνα Πρωθυπουργού.
Η Αθήνα πρέπει να είναι προετοιμασμένη. Δεν υπάρχουν εύκολες επιλογές.