Η ετυμολογία της λέξης βρυκόλακας, σημαίνει «ο νεκρός που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, βγαίνει τη νύχτα από τον τάφο του και τρέφεται με αίμα ζωντανών, νηπίων ή και ζώων»
Η Ελληνική λέξη που χρησιμοποιούταν τον μεσαίωνα για αυτά τα όντα της φαντασίας ήταν ο «βουρκόλακας» ή ο «βορβόλακας». Στα αγγλικά η λέξη «βαμπίρ» (εκτός από το είδος της νυχτερίδας) είναι συνώνυμη του βρυκόλακα.
Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας ακούγονται ιστορίες για απέθαντους που σηκώνονται τα βράδια από τους τάφους και ταλαιπωρούν τους ζωντανούς. Αυτό που συνέβη όμως στη Μύκονο το 1.700 δεν έχει προηγούμενο.
Ένα ολόκληρο νησί, έπαθε ομαδική παράκρουση και υστερία επειδή θεωρούσε ότι τα βράδια κυκλοφορεί ένας βρυκόλακας που κάνει κακό στους ανυποψίαστους κατοίκους.
Την παράκρουση αυτή κατέγραψε στο ημερολόγιο του, ο Γάλλος περιηγητής Ζοζέφ Πιτόν ντε Τουρνεφόρ, ο οποίος ταξίδευε στα νησιά των Κυκλάδων με σκοπό να γράψει ένα βιβλίο για τη ζωή και τους κατοίκους στην περιοχή. Το βιβλίο το έγραψε και ονομάστηκε «ταξίδι στην Ανατολή».
Ο χωρικός που έγινε βρυκόλακας
Ο Τουρνεφόρ λοιπόν αφηγείται μια ιστορία η οποία διαδραματίστηκε μπροστά στα μάτια του, όταν επι μέρες έμενε ο ίδιος στην Μύκονο. Γράφει λοιπόν: «Υπήρξα μάρτυρας στη Μύκονο, μιας σκηνής πολύ παράδοξης που αφορά την επιστροφή στον κόσμο ενός νεκρού και ενταφιασμένου.»
«Τέτοιου είδους φαντάσματα οι βόρειοι λαοί τα λένε βαμπίρ ενώ οι Έλληνες τα λένε βρυκόλακες» γράφει ο Τουρνεφόρ και στη συνέχεια ξεδιπλώνει την ιστορία στην οποία ήταν μάρτυρας.
Στη Μύκονο λοιπόν ζούσε ένας χωρικός ο οποίος δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο. Όλα του έφταιγαν, μάλωνε με το παραμικρό, και γενικά δεν λογάριαζε τίποτε και κανέναν.
Μέχρι που μια μέρα ο χωρικός αυτός βρέθηκε δολοφονημένος κάτω από ένα δέντρο μέσα σε ένα χωράφι στην εξοχή. Και ο Τουρνεφόρ συνεχίζει την αφήγηση του: «Δυο μέρες μετά την κηδεία και τον ενταφιασμό του σε τάφο στο νεκροταφείο κυκλοφόρησε μια φήμη που έλεγε ότι πολλοί κάτοικοι τον είχαν δει να περιφέρεται τη νύχτα στα χωριά και τα στενά της χώρας».
Οι φήμες γιγαντώθηκαν σαν φλόγα που της ρίχνεις πετρέλαιο. Άρχισαν όλο και περισσότεροι να διαδίδουν ότι τον είδαν την προηγούμενη νύχτα να διασχίζει με μεγάλα βήματα τα δρομάκια, να μπαίνει στα σπίτια, να τρομοκρατεί τον κόσμο, να αναποδογυρίζει έπιπλα, να ρίχνει πιάτα στο πάτωμα και να σβήνει τις λάμπες.
Στην αρχή οι Μυκονιάτες γελούσαν με όλα αυτά που ακούγονταν όταν όμως διάφοροι προύχοντες και αξιόπιστοι κάτοικοι του νησιού, έλεγαν και εκείνοι ότι δέχτηκαν επίθεση από τον βρυκόλακα, ή ότι τον είδαν το προηγούμενο βράδυ να περιφέρεται, τότε το πράγμα σοβάρεψε.
Ένα αμόκ, μια παράκρουση άρχισε να καταλαμβάνει τον κόσμο. Όλο και περισσότεροι έτρεχαν στις εκκλησιές και ζητούσαν από τους παπάδες να κάνουν εξορκισμούς στο σπίτι τους για να μην πατήσει ο βρυκόλακας.
Την επόμενη μέρα όμως όλο και σε κάποιο σπίτι είχε κάνει ζημιές, όλο και κάποιος τον είχε δει τρομοκρατημένος στο σκοτάδι στο δρόμο. Και κάθε μέρα ο τρόμος άρχισε να φωλιάζει στο μυαλό των Μυκονιατών.
Τρόμος και αμοκ
Και ο Τουρνεφόρ αναφέρει: «Οι διαδώσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί το συμβούλιο των Δημογερόντων του νησιού. Σε αυτό παρευρέθηκαν και ιερείς.» Οι δημογέροντες λοιπόν αποφάσισαν να περιμένουν να περάσουν 9 νύχτες από την ημέρα της ταφής του χωρικού.
«Την δέκατη μέρα, έγινε λειτουργία στον ναό του νεκροταφείου και στη συνέχεια κάποιοι πήγαν στο μνήμα του χωρικού, το άνοιξαν και τον ξέθαψαν. Η κίνηση αυτή θέριεψε τις φήμες. Άρχισαν να λένε και να διαδίδεται ότι το σώμα του ήταν άφθαρτο, αναλλοίωτο και πως η μυρωδιά που έβγαζε ο τάφος του ήταν ανυπόφορη».
Δεν πέρασαν κάποιες μέρες και σύμφωνα με τον περιηγητή δεν υπήρχε άνθρωπος στο νησί που να μην είχε αναφέρει ότι είδε και εκείνος τον βρυκόλακα. Μάλιστα ολόκληρες οικογένειες που έμεναν σε σπίτια μέσα σε κτήματα που ήταν απομονωμένα, τρομοκρατημένες τα εγκατέλειπαν η μια μετά την άλλη για να πάνε να ζήσουν στη χώρα.
«Κάθε βράδυ καλόγεροι και παπάδες περιφέρονταν στους δρόμους και έψελναν ενώ ράντιζαν με τις αγιαστούρες τους τα σπίτια για να μην τα επισκεφτεί ο βρυκόλακας. Εμείς οι ξένοι που ήμασταν στο νησί» συνεχίζει ο Τουρνεφορ, «αποφασίσαμε να μην μιλήσουμε και να μην εκφράσουμε γνώμη γιατί θα μας θεωρούσαν άπιστους. Ο φανατισμός δεν έχει καμία λογική»
Εκτός από τους καλόγερους και τους παπάδες, οι Μυκονιάτες είχε οργανώσει και περιπολίες. Ομάδες ατόμων με δάδες στα χέρια, με σταυρούς, ρόπαλα και σπαθιά όλο το βράδυ τριγυρνούσαν στους δρόμους για να βρουν τον βρυκόλακα.
Στην πυρά
Τελικά κάποιος πέταξε την ιδέα να κάψουν το πτώμα για να φύγει το κακό και να λυτρωθούν. Έτσι και έγινε. Σε μια ακτή του νησιού με ξύλα και ξεράγκαθα, άναψαν μια τεράστια φωτιά. Ξέθαψαν το πτώμα του βρυκόλακα το κουβάλησαν μέχρι την ακτή και το πέταξαν επάνω στις φλόγες.
Περίμεναν μέχρι να καεί. «Ήμασταν παρόντες στην μακάβρια αυτή σκηνή» έγραψε ο περιηγητής και συνέχισε, «Ήταν η πρωτοχρονιά του 1701όταν οι στάχτες του Μυκονιάτη βρυκόλακα σκορπίστηκαν στη θάλασσα. Τότε μόνο οι άνθρωποι ξαναγύρισαν στα σπίτια τους»