Η πρόσφατη έκκληση της Γερμανίδας υπουργού Εσωτερικών Nάνσι Φίζερ προς τους συμπατριώτες της να αποθηκεύσουν συγκεκριμένα είδη και ποσότητες τροφίμων προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης γκρέμισε ουσιαστικά τις μεταπολεμικές μας βεβαιότητες (Handelsblatt, 1/5/2022).
Γιώργου Γασία*
Το ζήτημα της επισιτιστικής ασφάλειας που έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο συνειδητοποιούμε ολοένα και περισσότερο πως δεν θα αποτελέσει ένα πρόσκαιρο πρόβλημα. Οι πολλαπλές κρίσεις της εποχής μας -οι πανδημίες, οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, οι κίνδυνοι από τον πόλεμο που μαίνεται και πάλι στην Ευρώπη, τα σενάρια για κυβερνοεπιθέσεις σε υπηρεσίες δημόσιας ωφέλειας (π.χ. υδροδότηση και ηλεκτρικό)- δημιουργούν μια καινούργια κατάσταση που απαιτεί συστηματικότερη αντιμετώπιση. Το φάντασμα της επισιτιστικής κρίσης πλανάται στην Ευρώπη και υποχρεώνει σε σχέδια έκτακτης ανάγκης. Η επισιτιστική ασφάλεια αποτελεί πλέον βασική προτεραιότητα και επανέρχονται συζητήσεις και πρακτικές που η παγκοσμιοποίηση είχε εκτοπίσει τις προηγούμενες δεκαετίες.
Σε αυτό το πλαίσιο παρουσιάστηκαν αναλύσεις για δομικά ζητήματα του πρωτογενούς αγροτικού τομέα και στην ελληνική μας καθημερινότητα. Στη δημόσια σφαίρα αναδεικνύεται με εμφατικό τρόπο πως σχεδόν τα πάντα από αυτά που θεωρούνται βασικά διατροφικά αγαθά (όπως μαλακό σιτάρι που αποτελεί την πρώτη ύλη για το ψωμί, χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας, κοτόπουλα, ζάχαρη, όσπρια, ζωοτροφές, κ.ά.) εισάγονται από το εξωτερικό. Κοινό ερμηνευτικό τόπο αποτελεί η αντίληψη πως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) κατεύθυνε παραγωγούς σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας και ταυτόχρονα αύξησε τις φτηνές εισαγωγές γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι διατροφικά εξαρτημένη από το εξωτερικό («Το Ποντίκι», 28/4/2022).Το ζήτημα κατά πόσο η ελληνική γεωργία και κτηνοτροφία μπορεί να καλύψει τις διατροφικές μας ανάγκες τίθεται και πάλι ρητά.
Η διερεύνηση των δεδομένων για τα αποτελέσματα της ΚΑΠ στον ελληνικό αγροτικό τομέα από το 1981 έως τις μέρες μας αποτελεί μια σημαντική πρόκληση αλλά ξεφεύγει από τις επιδιώξεις του άρθρου. Αντίθετα, το κείμενο εστιάζει στις διαδικασίες εκείνες που συγκρότησαν το «αγροτικό θαύμα» του Μεσοπολέμου, ειδικότερα στην επίτευξη της σιτάρκειας που είχε την αφετηρία της σε παρόμοιες με τη σημερινή συγκυρία αναζητήσεις στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Στις αρχές του 20ού αιώνα
Σκιαγραφώντας συνοπτικά τη λειτουργία της ελληνικής υπαίθρου στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα, ο προσεκτικός παρατηρητής θα εστίαζε στην αποδόμηση των πρακτικών που συντηρούσαν μια εύθραυστη ισορροπία.
Εως τότε ο αγροτικός τομέας κατόρθωνε να θρέψει τον ελληνικό πληθυσμό, χωρίς να επιτυγχάνει όμως εκείνες τις υψηλές αποδόσεις σιτηρών που αποτελούσαν τα προϊόντα με τη μεγαλύτερη σημασία για την καθημερινή διατροφή. Η επέκταση της καλλιεργούμενης επιφάνειας των δημητριακών στην παλαιά Ελλάδα θεωρείται μικρή σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, ενώ η παραγωγή ήταν μονίμως ελλειμματική. Οι ανάγκες καλύπτονταν από την εισαγωγή ρωσικού, ρουμανικού ή βουλγαρικού σιταριού. Αντίθετα, μεταξύ των ετών 1830 και 1911 οι εκτάσεις των εμπορευματικών φυτειών, της σταφίδας βασικά, ήταν εκείνες που γνώριζαν συνεχή επέκταση.
Η χώρα ολόκληρο τον 19ο αιώνα εξήγε γεωργικά προϊόντα έντασης εργασίας, όπως σταφίδα, λάδι και κουκούλια αρχικά, ενώ εισήγε προϊόντα έντασης γης, δημητριακά κυρίως, και προϊόντα κεφαλαίου, βιομηχανικά δηλαδή. Το βασικό εξαγώγιμο προϊόν του ελληνικού βασιλείου, η σταφίδα, υπερέβαινε το ήμισυ της αξίας όλων των εξαγωγών κι έτσι υπερκάλυπτε το κόστος των εισαγόμενων δημητριακών. Με αυτόν τον τρόπο η εγχώρια γεωργική παραγωγή πετύχαινε να εξασφαλίσει το απαραίτητο συνάλλαγμα για τις εισαγωγές σιταριού, εξασφαλίζοντας έμμεσα την τροφοδοσία της διατροφικής κατανάλωσης της υπαίθρου και των πόλεων.
Η κρίση των εξαγωγών της σταφίδας τη δεκαετία του 1890 ανέτρεψε τις ισορροπίες και προκάλεσε οικονομική ζημιά στους αγρότες της νότιας Ελλάδας. Η εξέλιξη αυτή τους οδήγησε στην αντικατάσταση των αγραναπαυόμενων εκτάσεων με καλλιέργειες σιτηρών με στόχο την επιβίωσή τους. Ομως, αυτή η επέκταση των καλλιεργειών είχε συνέπεια τη σταδιακή συρρίκνωση των στρεμματικών αποδόσεων, καθώς δεν συνοδεύτηκε από καινοτόμες πρακτικές ή έστω από τη χρήση λιπασμάτων. Παράλληλα η ενσωμάτωση της Θεσσαλίας δεν είχε καλύψει σε καμία περίπτωση την εγχώρια ζήτηση των δημητριακών. Η περιφέρεια παρέμενε μια αραιοκατοικημένη περιοχή με ελώδεις πεδιάδες όπου η κτηνοτροφία συχνά απέδιδε περισσότερα κέρδη, έπειτα από μια εικοσαετία ελληνικής διοίκησης.
Στο γύρισμα του 20ού αιώνα η διατροφή της χώρας εξαρτιόταν απόλυτα από τις διακυμάνσεις του εξωτερικού εμπορίου των σιτηρών. Το ζήτημα της σιτάρκειας συζητιόταν πλέον ανοιχτά στον δημόσιο λόγο. Οι αναλύσεις της εποχής είχαν εστιάσει στους μηχανισμούς της δασμολογικής προστασίας του εγχώριου σίτου και όχι στις ίδιες τις γεωργικές πρακτικές στην ύπαιθρο. Οι επερχόμενοι πόλεμοι στη συνέχεια θα αναδείκνυαν την ανεπάρκεια της χώρας ώστε να θρέψει τον πληθυσμό της.
Η σιτοδεία
Την κατάσταση συνειδητοποίησαν οι Ελληνες ιθύνοντες με δραματικό τρόπο κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου. Τη στιγμή της έναρξης των πολεμικών επιχειρήσεων, το απόθεμα των 20.000.000 οκάδων επαρκούσε μόνο για 1 1/2 μήνα σύμφωνα με τους υπολογισμούς της εποχής. Η έλλειψη επαρκών ποσοτήτων σίτου και αλεύρων είχε οδηγήσει τότε σε κατακόρυφη αύξηση της τιμής του ψωμιού, στην επιβολή δελτίου και σε έκτακτες νομοθετικές ρυθμίσεις (π.χ. ενιαίος τύπος ψωμιού-απαγόρευση για ζωοτροφές).
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κράτους των Αθηνών την περίοδο του Διχασμού, η μηνιαία κατανάλωση απαιτούσε 40.000.000 οκάδες, δηλαδή 50.000 τόνους (1 οκά = 1.282 γραμμάρια). Σε εκείνη τη συγκυρία, πέρα από την έλλειψη αγαθών και τη μαύρη αγορά, παρατηρήθηκαν στην Αθήνα πείνα, ασιτία και μετακινήσεις για εύρεση τροφής στην επαρχία. Λίγο αργότερα, σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς των γεωπόνων, η παλαιά και η νέα Ελλάδα (του 1912-1913) παρήγαν μαζί 350.000.000 οκάδες σίτου με ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, ενώ οι εισαγωγές για την κάλυψη του διατροφικού ελλείμματος της χώρας υπολογίζονταν στις 380.000.000 οκάδες.
Η γεωπονική καινοτομία
Επειτα από τους πολέμους της δεκαετίας 1912-1922, η διαχείριση του ζητήματος είχε εγκαταλείψει τη δασμολογική προστασία κι επικεντρωνόταν πια σε ολόκληρη την αλυσίδα του σιταριού (π.χ. ανανέωση του σπόρου, προπαρασκευή των αγρών, μηχανική καλλιέργεια, αποθήκευση, λίπανση, συγκομιδή, καταπολέμηση ζιζανίων, πλάγιασμα, κ.ά.). Η ύπαρξη της κατάλληλης ποικιλίας, του κατάλληλου σπόρου και η πρόσβαση των καλλιεργητών σε αυτά συνιστούσαν τις πρώτες προτεραιότητες στην προσπάθεια για μεγάλες και καλής ποιότητας αποδόσεις.
Ο γεωπόνος Ιωάννης Παπαδάκης (1903-1997) υπήρξε ο πρωταγωνιστής σε αυτή την προσπάθεια. Γεννημένος στη Νάξο στο γύρισμα του αιώνα, ολοκλήρωσε τη μέση εκπαίδευση στη Σύρο, έλαβε μέρος στη συνέχεια σε διαγωνισμό του υπουργείου Γεωργίας και πέτυχε υποτροφία για το «Αγροτικό Ινστιτούτο» του Gembloux του Βελγίου από όπου αποφοίτησε το 1922. Το 1923 ειδικεύτηκε στην «καλυτέρευση φυτών» και στη σποροπαραγωγή στη Γαλλία μελετώντας ποικιλίες σίτου. Στην Ελλάδα επέστρεψε τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και διορίστηκε στο υπουργείο Γεωργίας με μετάταξη στη νεοσύστατη Γεωπονική Σχολή Αθηνών όπου και συνεργάστηκε με τον Σπύρο Χασιώτη, διακεκριμένο γεωπόνο εκείνης της εποχής. Το 1925 ανέλαβε τη διεύθυνση του «Ειδικού Σταθμού Καλλιτερεύσεως Φυτών» της Λάρισας, που μετονομάστηκε στη συνέχεια σε Ινστιτούτο και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη. Ως επικεφαλής πλέον του νεοσύστατου οργανισμού, μπόρεσε και ανάπτυξε την πειραματική του έρευνα που έμελλε να αποτελέσει το θεμέλιο για την επίτευξη της σιτάρκειας τα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με τη μεθοδολογία του Ι. Παπαδάκη, θα έπρεπε α) πρώτα να αποτυπωθεί το κλίμα της χώρας από άποψη ευδοκίμησης σίτου και στη συνέχεια να προσδιοριστεί το είδος των κατάλληλων ποικιλιών, β) να ανιχνευτούν οι ποικιλίες που ήδη καλλιεργούνταν και οι ιδιότητές τους, γ) να εντοπιστούν και να χρησιμοποιηθούν οι αποδοτικότερες ποικιλίες ξένων χωρών που παρουσίαζαν όμοιες συνθήκες με την Ελλάδα. Η αφετηρία πάντως ήταν αρκετά δύσκολη, καθώς το μεσογειακό κλίμα της χώρας δεν ευνοούσε τη φυτική αύξηση του σίτου. Σε σχέση με τις παλαιότερες προσπάθειες, ο Ι. Παπαδάκης δεν αρκέστηκε απλώς στην επιλογή μερικών γεωγραφικών σημείων για το πείραμά του. Ξεκίνησε από την υπόθεση πως το ζήτημα της δημιουργίας της καταλληλότερης ποικιλίας για τις ελληνικές συνθήκες απαιτούσε κυρίως οικολογική έρευνα.
Η επιλογή αγρών από κάθε σιτοπαραγωγικό σημείο της επικράτειας είχε στόχο να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά της κατάλληλης ποικιλίας που θα απέδιδε αυξημένες αποδόσεις στις δεδομένες κλιματικές και γεωμορφολογικές συνθήκες για κάθε επιμέρους γεωγραφικό διαμέρισμα. Ετσι, είτε με τη διαλογή των καλύτερων εγχώριων ποικιλιών, είτε με την εισαγωγή ξένων, είτε με τις συνεχείς διασταυρώσεις ελληνικών και ξένων, ο Ι. Παπαδάκης επιδίωκε να αποκρυσταλλώσει την ιδανικότερη σχέση μεταξύ χώρου, οικολογικών παραγόντων που επιδρούσαν και της ποικιλίας που θα μπορούσε να αποδώσει τα μέγιστα σε αυτές τις φυσιολογικές συνθήκες.
Γι’ αυτόν τον λόγο δημιούργησε για πρώτη φορά ένα δίκτυο πειραματικών αγρών. Υστερα από καλλιέργεια και αξιολόγηση πάνω από 10.000 τύπων εγχώριων και ξένων ποικιλιών, επιλέχθηκαν και προωθήθηκαν άμεσα στην παραγωγή οι εισαγόμενες ποικιλίες Kanbera (Αυστραλία) και Μentana (Ιταλία).
Αποτέλεσμα αυτών των πειραμάτων ήταν το 1934 να δημιουργηθεί η ποικιλία Γ-38290, γνωστή στον μεταπολεμικό αγροτικό κόσμο ως «Νούμερο». Ηταν διασταύρωση της ιταλικής Riety με την αυστραλιανή Quality, ποικιλία ανθεκτικότερη, που μπορούσε να αυξήσει θεαματικά τις αποδόσεις χωρίς λιπάσματα και φυτοφάρμακα.
Η ΚΕΠΕΣ
Η καινούργια γεωπονική προσέγγιση δεν θα μπορούσε να ευδοκιμήσει αν δεν συνδυαζόταν με στοχευμένες πολιτικές επιλογές. Ο Ι. Παπαδάκης μαρτυρεί σύσκεψη στο υπουργείο Γεωργίας το 1927 μεταξύ του υπουργού Γεωργίας, Αλ. Παπαναστασίου, του υποδιοικητή της ΕΤΕ, Αλ. Κορυζή, του επιθεωρητή Γεωργικών Συνεταιρισμών Λάρισας και του ιδίου με θέμα την προστασία και την ενίσχυση της εγχώριας σιτοπαραγωγής. Σε αυτήν τη σύσκεψη τέθηκαν οι βάσεις για την ίδρυση της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας Εγχώριας Σιτοπαραγωγής (ΚΕΠΕΣ). Βασικός πρώτος στόχος της προσπάθειας ήταν να εξισωθεί η τιμή του εγχώριου σίτου με εκείνη του εισαγόμενου και οι παραγωγοί να απολαμβάνουν υψηλότερες τιμές.
Στις 12/8/1927 υπογράφηκε η σύμβαση-προπομπός της ΚΕΠΕΣ μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και των αλευροβιομηχάνων. Σύμφωνα με αυτήν, η Εθνική Τράπεζα, μέσω της Προνομιούχου Εταιρείας Γενικών Αποθηκών, θα αναλάμβανε τη συγκέντρωση και αγορά των σιτηρών από τους παραγωγούς σε καθορισμένες τιμές και στη συνέχεια θα μεταπωλούσε τις ποσότητες στους αλευροβιομήχανους. Το 1930 η επιτροπή είχε πετύχει να λειτουργούν 122 αποθηκευτικοί χώροι σε 22 πόλεις της χώρας, να περιορίσει τη συγκέντρωση εγχώριου σίτου από έξι μόνο ποικιλίες, ενώ είχε υποχρεώσει τους σιτεμπόρους να εισάγουν ποσότητες σε ανάλογο ποσοστό με τις αγορές που πραγματοποιούσαν από την ίδια την ΚΕΠΕΣ.
Ταυτόχρονα με τις προσπάθειες για προστασία της τιμής, με εντατικούς ρυθμούς επιδιώχθηκε η προώθηση στα χωράφια των νέων ποικιλιών. Ηδη από το 1928 είχε διαδοθεί η ποικιλία Kanbera. Το 1929, 1.180.000 οκάδες ελεγμένων σπόρων, κυπριακών και ιταλικών, μοιράστηκαν σε όλη τη χώρα.
Την άνοιξη του 1930 κυριαρχούσε η πεποίθηση πως η σοδειά θα ήταν εντυπωσιακή. Ομως οι συνεχείς βροχές την περίοδο του θερισμού ευνόησαν την επώαση της σκωρίασης και κατέστρεψαν σε σημαντικό βαθμό την παραγωγή. Η ασθένεια αυτή έπληξε τότε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου με αποτέλεσμα οι επιτελείς του υπουργείου Γεωργίας και της νεοϊδρυθείσας Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδος (ΑΤΕ) να επιδοθούν σε αγώνα δρόμου για να βρεθούν σπόροι για την καλλιέργεια της επόμενης χρονιάς. Ακόμη και η συνδρομή του Ελ. Βενιζέλου χρειάστηκε ώστε να προμηθευτεί η χώρα 566.000 οκάδες σπόρων (μεντάνα, αρντίνο, κολώνια) από την Ιταλία, 650.000 οκάδες από την Κύπρο και 1.000.000 οκάδες από την Τουρκία.
Τα επόμενα χρόνια, η ΚΕΠΕΣ αναδείχθηκε στον κύριο πρωταγωνιστή. Πιο συγκεκριμένα, μπορούσε να ελέγξει τις εγχώριες τιμές με εξαγορές και επιβολή υποχρεωτικής διάθεσης ποσοτήτων, είχε τη δυνατότητα να δημιουργήσει αποθήκες συγκέντρωσης με σιτοκαθαριστήρια και απολυμαντήρια, διέθετε συστηματικά σπόρους των καινούργιων ποικιλιών, ενίσχυε χρηματικά τις εγκαταστάσεις και τη λειτουργία του φυτοπαθολογικού, του χημικού και του σποροπαραγωγικού τμήματος του «Ινστιτούτου Καλλιτερεύσεως Φυτών».
Στο τέλος της δεκαετίας του 1930, ο απολογισμός της λειτουργίας της ήταν εντυπωσιακός. Η δεκαετία 1928-1937, σε σχέση με τη δεκαετία 1918-1927, είχε να επιδείξει όσον αφορά το σιτάρι:
● αύξηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων του σίτου κατά 51,7%
● αύξηση της παραγωγής κατά 88,4%
● αύξηση των στρεμματικών αποδόσεων κατά 19,1%
● αύξηση των επιτόπιων τιμών κατά 62%
Τα νούμερα αποκτούν ακόμη εντυπωσιακότερη διάσταση με τη σύγκριση μεταξύ του σίτου που προστάτευε η ΚΕΠΕΣ σε σχέση με τα υπόλοιπα σιτηρά που καλλιεργούνταν στη χώρα. Πιο συγκεκριμένα, κατά την πενταετία 1933-1937 σε σχέση με την πενταετία 1928-1932, παρατηρήθηκε:
● αύξηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων κατά 304,6%
● αύξηση της παραγωγής κατά 107,8%
● αύξηση των στρεμματικών αποδόσεων κατά 105,8%
● αύξηση της αξίας της παραγωγής κατά 99,4%
Παράλληλα, το μέρος του εγχώριου σίτου στο σύνολο του σιταριού που χρησιμοποιούνταν από τη βιομηχανία αλεύρων αυξήθηκε περίπου στο 1/3 καθώς βελτιώθηκε σημαντικά η αρτοποιητική του αξία λόγω της ένταξης των νέων ποικιλιών στα χωράφια. Το 1938, η παραγωγή βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο έπειτα από το 1911 αγγίζοντας τους 983.452.000 τόνους. Σύμφωνα, τέλος, με τον απολογισμό του 1939 της ΑΤΕ, η κάλυψη της εγχώριας παραγωγής σιταριού μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στο 74% της εγχώριας κατανάλωσης.
Την επόμενη χρονιά (1940), η δικτατορία του Ι. Μεταξά αποφάσισε να ιδρύσει την «Κοινοπραξία Ενώσεων Συνεταιρισμών Διαχειρίσεως Εγχώριου Σίτου» (ΚΕΣΔΕΣ), μεταφέροντας ολοκληρωτικά στις ενώσεις των συνεταιρισμών τις αρμοδιότητες της ΚΕΠΕΣ. Η ΚΕΠΕΣ παρέμεινε σε λειτουργία έως το 1946 οπότε τέθηκε σε διαδικασία εκκαθάρισης.
Η κεντρική φιλοσοφία της λειτουργίας της όμως παρέμεινε σε ισχύ μέσω της «Κεντρικής Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Εγχώριων Προϊόντων» (ΚΥΔΕΠ), που λειτούργησε σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο στη χώρα και εκκαθαρίστηκε με τη σειρά της το 1993.
Αποτιμήσεις
Η σπορά στα ίδια χωράφια με καλύτερα στάρια που θα έδιναν μεγαλύτερη και ασφαλέστερη απόδοση αποτελούσε το 1923 τον πρωταρχικό στόχο του «Ινστιτούτου Καλλιτερεύσεως Φυτών».
Επειτα από 17 χρόνια, το 1940, το Ινστιτούτο είχε κατορθώσει να δημιουργήσει την ποικιλία Γ-38290 που προσαρμοζόταν κι απέδιδε σε όλες τις συνθήκες της χώρας, εισήγαγε τις κατάλληλες ξένες ποικιλίες (Kanbera, κ.ά.), δημιούργησε νέες με διαλογή και με διασταυρώσεις στις οποίες έδωσε ελληνικά ονόματα (Λήμνος, Ερέτρεια, Ξυλόκαστρο, Μυκήνες, Αργος, Μίνως, 3130, 31323, 31327, κριθάρι Ελασσόνα), ξεχώρισε ποικιλίες που είχαν εισαχθεί μόνες τους (18372 και 18436 μέσα στα κυπριακά, 10871 και 17644 μέσα στη βρώμη της Κασσάνδρας). Τα σιτάρια αυτά απέδιδαν 40% έως και 100% περισσότερο από τα παλαιότερα ντόπια. Η διάδοσή τους ήταν σχετικά γρήγορη μέσω του συστήματος της ΚΕΠΕΣ καθώς από τα 50.000 στρέμματα που καλλιεργήθηκαν το 1928-1929 με νέους σπόρους, ο αριθμός ξεπέρασε τα 5.000.000 στρέμματα το 1940. Για να διαδοθούν οι νέες ποικιλίες και για να ανανεώνουν οι γεωργοί τον σπόρο κάθε τόσο το Ινστιτούτο παρήγε κάθε έτος ποσότητες σπόρων που έφτασαν στις 10.000.000 οκάδες το 1940.
Η στροφή όμως των γεωργών προς την καλλιέργεια σιτηρών, λόγω του προστατευτισμού, ανέδειξε αντιπαραθέσεις μεταξύ των γεωπόνων κι ένα καίριο πλέον πολιτικό ερώτημα: Η σιτάρκεια φαινόταν εφικτή αλλά ήταν ευκταία; Μήπως η διαδικασία είχε προχωρήσει υπερβολικά;
Το 1934, ο συντηρητικός γεωπόνος Γ. Κυριακός (μετέπειτα υπουργός του δικτάτορα Ι. Μεταξά) πρότεινε να στραφούν οι παραγωγοί προς μεγαλύτερης αξίας προϊόντα (σακχαρότευτλα, ρύζι, βαμβάκι, κ.ά.) καθώς η εντατική καλλιέργεια δημητριακών και η εγκατάλειψη της αγρανάπαυσης εξαντλούσε το έδαφος. Εχει σημασία να τονιστεί σε αυτό το σημείο πως η χρήση λιπασμάτων δεν είχε ακόμη μαζικοποιηθεί, πιθανόν λόγω της εισαγωγής των νέων αποδοτικότερων ποικιλιών σίτου που είχε επιτευχθεί από την έρευνα του Ι. Παπαδάκη.
Αλλες φωνές έθεταν το ζήτημα της αύξησης της στρεμματικής απόδοσης ως πρωτεύον κι όχι εκείνο των καλλιεργήσιμων εκτάσεων. Σε αυτή τη συζήτηση ο Ι. Παπαδάκης υποστήριξε πως οι γεωργοί λειτουργούσαν ορθολογικά. Αντέκρουσε την άποψη περί εξάντλησης του εδάφους καθώς, σύμφωνα με την έρευνά του, η απόδοση εξαρτιόταν περισσότερο από τον καιρό και όχι τόσο από το έδαφος. Υποστήριξε επίσης πως η στροφή σε νέες καλλιέργειες, όπως εκείνη του ρυζιού, απαιτούσε μεγάλες επενδύσεις σε αρδευτικούς διαύλους και δεν αποτελούσε δυσκαμψία των γεωργών η άρνηση καινοτόμων καλλιεργειών. Εξάλλου μόλις λίγα χρόνια πριν είχαν ενστερνιστεί τις νέες ποικιλίες σιταριού. Ο λόγος που οι γεωργοί ήταν απρόθυμοι είχε να κάνει με την έλλειψη ζήτησης άλλων προϊόντων.
Η παραπάνω συζήτηση ουσιαστικά επώαζε την επόμενη φάση στη λειτουργία της ελληνικής υπαίθρου. Μια φάση όπου ο κρατικός παρεμβατισμός θα προωθούσε πλέον την εκμηχάνιση και τη διάδοση των λιπασμάτων στην ελληνική αγροτική οικονομία. Τη χρονιά 1957-1958 πάντως, τα επίσημα στοιχεία της γεωργικής στατιστικής κατέγραφαν πως η Ελλάδα για πρώτη φορά ήταν απόλυτα αυτάρκης σε σιτάρι χάρη στην επιτυχία των μεσοπολεμικών προσπαθειών.
Το πρόβλημα όμως πλέον είχε αντιστραφεί. Η υπερβολική προστασία του σίτου και ο υψηλός αριθμός καλλιεργούμενων εκτάσεων καθήλωνε την περαιτέρω ανάπτυξη της ελληνικής γεωργίας.
* διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης
Πρώτη δημοσίευση στην Efsyn.gr – Επιμέλεια: Τάσος Κωστόπουλος