H ολοκλήρωση της πρώτης φάσης των πανελλαδικών εξετάσεων για την εισαγωγή των αποφοίτων λυκείων στα Πανεπιστήμια, που σηματοδοτείται με τη δημοσιοποίηση της βαθμολογίας τους, δίνει κάθε χρόνο την ευκαιρία να ξανασυζητήσουμε δημόσια ποικίλες πλευρές του θεσμού αυτού, όπως και τις επιπτώσεις των αλλαγών που έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία χρόνια, στη ζωή και το μέλλον των νέων ανθρώπων.
του Θέμη Κοτσιφάκη, πρώην προέδρου της ΟΛΜΕ
Το υπουργείο Παιδείας επιμένει τα δύο τελευταία χρόνια να εφαρμόζει μια πολιτική περιορισμού της πρόσβασης στα Πανεπιστήμια, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία μέτρα που έχει λάβει αφορούν μια γενιά νέων που έχουν βιώσει όχι μόνο τις επιπτώσεις της παλαιότερης και της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, αλλά και τις σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας στην προσπάθειά τους να ολοκληρώσουν τη λυκειακή εκπαίδευση. Προσπάθεια που στιγματίστηκε με δύο χρόνια επιβολής μιας προβληματικής τηλεκπαίδευσης χωρίς στοιχειώδεις προϋποθέσεις εφαρμογής και ολοκληρώθηκε με τα γνωστά προβλήματα στην εκπαιδευτική λειτουργία των σχολείων της τελευταίας σχολικής χρονιάς (υγειονομικά και εκπαιδευτικά).
Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν νέα, μεγάλα προβλήματα που είχαν εκπαιδευτικές, παιδαγωγικές, ψυχοσυναισθηματικές και κοινωνικές επιπτώσεις, ενώ ταυτόχρονα διεύρυναν τις κοινωνικές και μορφωτικές ανισότητες.
Ο περιορισμός των εισακτέων στα Πανεπιστήμια επιχειρήθηκε κυρίως με τους εξής τρόπους:
- με σημαντική μείωση κατά 9.021 των θέσεων (-11,6% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά) που διατίθενται για νέους και νέες φοιτητές από την ακαδημαϊκή χρονιά 2022-23·
- με τη θεσμοθέτηση μιας ελάχιστης βάσης εισαγωγής (ΕΒΕ) από την ακαδημαϊκή χρόνια 2021-22, που ισχύει ακόμα και αν υπάρχουν κενές θέσεις στα ΑΕΙ·
- με την επιπρόσθεση μιας ακόμη ελάχιστης βάσης ξεχωριστά για κάθε σχολή και τμήμα, με την καθιέρωση συντελεστή βαρύτητας για τα επιμέρους μαθήματα ή για ειδικά μαθήματα·
- με το πρώτο μικρό μηχανογραφικό (των περιορισμένων επιλογών σε σχολές), που ήδη έχει νομοθετηθεί και θα εφαρμοστεί από το ακαδημαϊκό έτος 2023-24.
Έτσι δημιουργείται το φαινόμενο, ακόμα και όταν υπάρχουν κενές θέσεις, ακόμη και όταν έχει επιτευχθεί η υπέρβαση της ΕΒΕ από τους/τις υποψήφιους/ες, να μένουν εκτός των σχολών πρώτης επιλογής τους, λόγω των «ειδικών ΕΒΕ» που ισχύουν ανά σχολή ή τμήμα.
Η κυβέρνηση επιμένει απτόητη σε αυτή την αδιέξοδη πολιτική. Με το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για τα ΑΕΙ, που βρίσκεται σε διαδικασία εισαγωγής στο κοινοβούλιο, συμπληρώνει το ισχύον θεσμικό πλαίσιο που αναμένεται να εφαρμοστεί από την επόμενη χρονιά.
Τα τραγικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής έχουν ήδη διαφανεί, καθώς εξαιτίας της θεσμοθέτησης της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής το 2021 έμειναν εκτός ΑΕΙ επιπλέον περίπου 20.000 υποψήφιοι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Επιπλέον, σημαντικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν αρκετά περιφερειακά ΑΕΙ, στα οποία υπάρχουν, ήδη από την περσινή χρονιά, τμήματα με ελάχιστους ή και καθόλου νέους φοιτητές και φοιτήτριες, γεγονός που εκτός των άλλων θα οδηγήσει αυτά τα τμήματα στη συρρίκνωσή τους και σε διοικητικό και οικονομικό αδιέξοδο.
Από την άλλη μεριά, ο περιορισμός του αριθμού των εισακτέων στα δημόσια πανεπιστήμια, χωρίς καμιά αμφιβολία, θα επιφέρει σημαντική αύξηση της πελατείας των πάσης φύσης ιδιωτικών κολεγίων, αλλά και των ιδιωτικών ΙΕΚ για όσους μπορούν να ανταποκριθούν στα δίδακτρα, αλλά ταυτόχρονα θα οδηγήσει και σε ραγδαία ενίσχυση των μορφωτικών ανισοτήτων.
Επιπλέον, όπως ήδη φάνηκε και από τα περσινά αποτελέσματα, η θεσμοθέτηση κοινής βάσης ανάμεσα σε υποψηφίους από ημερήσια και από εσπερινά Λύκεια (ΓΕΛ και ΕΠΑΛ αντίστοιχα) απέκλεισε ήδη από τα ΑΕΙ τους/τις αποφοίτους των εσπερινών λυκείων, που όπως είναι γνωστό αγωνίζονται να σπουδάσουν σε πολύ πιο δύσκολες συνθήκες, αφού συνήθως εργάζονται παράλληλα με τις σπουδές τους.
Και όλα αυτά γίνονται στην Ελλάδα του 2022, σε μια Ευρώπη που η αύξηση των γνωστικών προσόντων των νέων και, πιο συγκεκριμένα, η αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, έχει τεθεί ως βασικός στόχος για την κοινωνική και την οικονομική ανάπτυξη.
Από την άλλη μεριά, προφανώς δεν είναι απάντηση στο πρόβλημα η βίαιη στροφή των νέων σε σπουδές στα ΙΕΚ, που προσφέρουν έτσι και αλλιώς επαγγελματική κατάρτιση για όλους τους ενήλικες, ακόμα και για απόφοιτους ΑΕΙ που θέλουν μια διαφορετική ή συμπληρωματική κατάρτιση για εργασία. Είναι εξαιρετικά σημαντικός ο ρόλος του δημόσιου συστήματος της αρχικής επαγγελματικής κατάρτισης που προσφέρεται από τα ΔΙΕΚ, αλλά η βίαιη παρώθηση των νέων που θέλουν να συνεχίσουν αλλιώς τις σπουδές τους σε αυτά, θα φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα. Οι έχοντες θα επιλέξουν ΑΕΙ εξωτερικού ή ιδιωτικό κολέγιο, ενώ οι φτωχότεροι θ εγκλωβιστούν σε ανυπέρβλητα διλήμματα.
Πολλές παραλλαγές στο εξεταστικό σύστημα έχουν δοκιμαστεί από τις ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας τα τελευταία 25 χρόνια. Όλες απέτυχαν, γιατί δεν συνδυάστηκαν με ουσιαστικές αλλαγές σε όλη τη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος και κυρίως του λυκείου, αλλά και στις δομές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Η ύπαρξη ενός ισχυρού, με πολλές διεξόδους και επαγγελματικά δικαιώματα, συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης και μεταλυκειακής κατάρτισης δίνει στέρεες λύσεις, όταν αυτό γίνεται επιλογή από τους νέους και τις νέες και όχι καταναγκασμός για τους «αποτυχόντες». Έχουν δοκιμαστεί όλα αυτά πολλά χρόνια τώρα, και στη χώρα μας και διεθνώς, και απέτυχαν.
Με αυτές τις εξελίξεις, δεν αποκλείεται η χώρα μας να τιμηθεί και με διεθνές βραβείο καινοτομίας στην εκπαιδευτική αλλαγή, για το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας επέλεξε να μην εφαρμοστούν ούτε μια φορά, ούτε καν σε πειραματικό στάδιο, οι σημαντικές αλλαγές που προωθήθηκαν το 2018-19: το νέο πρόγραμμα σπουδών για την τρίτη τάξη Γενικού Λυκείου, η καθιέρωση «πράσινων» σχολών με προαπαιτούμενο για πρόσβαση μόνο το απολυτήριο ΓΕΛ και η καθιέρωση των διετών επαγγελματικών σχολών εντός των ΑΕΙ για τους αποφοίτους των ΕΠΑΛ. Διεθνής πρωτοτυπία…
Τελικά ποιο είναι το ζητούμενο για την αναβάθμιση της δημόσιας εκπαίδευσης; Ποια θα μπορούσε να είναι μια σύγχρονη και αποτελεσματική απάντηση σε όλα αυτά; Η εμπειρία μου με οδηγεί να απαντήσω ότι απαιτούνται βαθιές τομές στη δομή και το περιεχόμενο όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης με έμφαση στις διδακτικές πρακτικές και όχι στις εξετάσεις και στον ανταγωνισμό σχολείων και μαθητών / μαθητριών. Και βεβαίως, είναι αναγκαία η διεύρυνση της πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, η οποία δεν πρέπει να αποτελεί προνόμιο των λίγων.
Το σχολείο τελικά οφείλει, μέσα από ένα διαφορετικό πρόγραμμα και με μια άλλη προσέγγιση, πιο παιδαγωγική και φιλική στους μαθητές και στις μαθήτριες, να συμβάλλει μέσα από τη μαθησιακή διαδικασία σε μια δίκαιη κοινωνικά οικονομική ανάπτυξη αλλά και πρωτίστως να διαμορφώνει τα χαρακτηριστικά του αυριανού δημοκρατικού πολίτη σε μια καλύτερη κοινωνία. Να απαντά στην αγωνία της ελληνικής κοινωνίας για ένα καλύτερο μέλλον για τους νέους και τις νέες. Να συμβάλλει, τελικά, σε μια καλύτερη ζωή για όλους και όλες χωρίς διακρίσεις. Οι διεθνείς έρευνες για τις ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις από την πανδημία, επιβεβαιώνουν αυτή την προσέγγιση και την καθιστούν πλέον αναγκαία.