Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ευρήματα περιλαμβάνει η έρευνα «Πολιτικές & Ιδεολογικές Στάσεις στην Ελλάδα Σήμερα, Ιούνιος 2022», που έχει πραγματοποιήσει η PRORATA για λογαριασμό του Ινστιτούτου «ΕΝΑ», σε ανάλυση του καθηγητή Κώστα Ελευθερίου.
Εν αναμονή της δημοσιοποίησης της έρευνας, δημοσιεύουμε ορισμένα από τα ενδιαφέροντα ευρήματά του.
Ποιός αντιπαθεί ποιόν;
Σημαντικό, ως ενός σημείου, φαινόμενο, που θα επηρεάσει την προεκλογική συνθήκη, είναι ο βαθμός αντιπάθειας προς τα κόμματα. Στη σύγχρονη εκλογική συμπεριφορά διεθνώς εμφανίζεται το φαινόμενο της «αρνητικής ταύτισης» με κάποιο κόμμα, όπου η αντιπάθεια εμφανίζεται να είναι ισχυρότερο κίνητρο ψήφου απ’ ό,τι η συμπάθεια. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη, παρατηρούμε ότι το 86% των ερωτώμενων δήλωσε ότι υπάρχει ένα κόμμα που αντιπαθεί περισσότερο από τα υπόλοιπα. Από αυτούς, το 35% δήλωσε πως αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 33% τη ΝΔ, το 9% τους Έλληνες για την Πατρίδα, το 7% το ΚΚΕ, το 4% την Ελληνική Λύση και το ΜΕΡΑ25 και το 2% το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. Επίσης, το 71% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΝΔ αντιπαθεί τον ΣΥΡΙΖΑ, το 81% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΣΥΡΙΖΑ αντιπαθεί τη ΝΔ, ενώ το 53% όσων προτίθενται να ψηφίσουν ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. αντιπαθούν τον ΣΥΡΙΖΑ και μόλις το 10% τη ΝΔ.
Στην κατεύθυνση αυτή, διαπιστώνεται η φανερή πόλωση μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, που αντικατοπτρίζει τη θέση τους ως των δύο κυρίαρχων πόλων στο κομματικό σύστημα. Εκείνο που έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον είναι η ανθεκτικότητα της αντι-ΣΥΡΙΖΑ στάσης στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ., οι οποίοι επιπλέον εμφανίζονται να αντιπαθούν το ΚΚΕ κατά 11% (1% περισσότερο από τη ΝΔ), αντίστοιχα με αυτούς της ΝΔ. Έτσι, ένα 90% αντιπάθειας των ψηφοφόρων της ΝΔ επικεντρώνεται στα κόμματα της Αριστεράς, με το αντίστοιχο των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝ.ΑΛΛ. να αθροίζει 69%, γεγονός που αποτυπώνει τις μεταβολές από το 2012 και μετά στην εκλογική βάση του κόμματος αυτού και σίγουρα αποτελεί εξαιρετικά σημαντικό παράγοντα στον υπολογισμό των μετεκλογικών δυνατοτήτων και περιορισμών.
Τελευταίο ερώτημα του δεύτερου μέρους της έρευνας αποτελεί η διερεύνηση της επικαιρότητας ή μη συγκεκριμένων εννοιών που απασχολούν τον δημόσιο διάλογο. Από όλες τις έννοιες που τέθηκαν η μοναδική που θεωρήθηκε οριακά παρωχημένη στον γενικό πληθυσμό ήταν η απεργία (51%), ενώ υψηλό ποσοστό παρωχημένου είχαν και οι ιδιωτικοποιήσεις (37% έναντι 58% επίκαιρου). Οι δύο αυτές έννοιες, απεργία και ιδιωτικοποιήσεις, φαίνεται ότι είναι και εκείνες που διχάζουν περισσότερο τους ερωτωμένους ως προς την πρόσληψή τους σαν επίκαιρες ή παρωχημένες. Οι υπόλοιπες έννοιες θεωρήθηκαν σε υψηλό ποσοστό επίκαιρες, με πρώτη την ψηφιακή οικονομία (81%), δεύτερη το κοινωνικό κράτος και την ασφάλεια (78%), τρίτη τα δημόσια αγαθά (75%) και εν συνεχεία την αλληλεγγύη, την κοινωνική επιχειρηματικότητα και τις ιδιωτικοποιήσεις.
Αναμενόμενα, η απεργία είχε ισχυρότερη αποδοχή στα αριστερόστροφα ακροατήρια, ενώ οι ιδιωτικοποιήσεις στα δεξιόστροφα. Σε όλες τις υπόλοιπες έννοιες εμφανίζεται μια αξιοσημείωτη ομοιομορφία, κυρίως γιατί πρόκειται για θεματικές κοινής αποδοχής (valenceissues), για τις οποίες υπάρχουν στρατηγικές επίτευξης θεματικής αρμοδιότητας από τα κόμματα. Για παράδειγμα, η αλληλεγγύη μπορεί να ιδωθεί και ως κοινωνική πολιτική και ως φιλανθρωπία, η ασφάλεια είτε ως κοινωνική παροχή είτε ως αναγκαία κατασταλτική πρακτική κ.ο.κ. Είναι σαφές ότι η συγκυρία των αλλεπάλληλων κρίσεων έχει δημιουργήσει συναίνεση για μέχρι πρότινος διαφιλονικούμενες έννοιες, όπως το κοινωνικό κράτος ή τα δημόσια αγαθά, οι οποίες έχουν αριστερές καταβολές, κάτι που δείχνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πεδία στα οποία μπορεί να αναπτυχθεί μια αριστερή στρατηγική με ευρεία απεύθυνση.
ΣΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΘΕΜΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ
Στο τρίτο μέρος της έρευνας ο φακός μας στρέφεται προς τις αποτιμήσεις συγκεκριμένων θέσεων πολιτικής, οι οποίες μας δείχνουν πώς οι πολιτικοϊδεολογικές κατηγοριοποιήσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένες θέσεις. Επελέγησαν αποφάνσεις τα οποία αναφέρονται τόσο στον άξονα της οικονομικής Δεξιάς/Αριστεράς όσο και στον πολιτισμικό άξονα συντηρητισμού/προοδευτισμού.
Σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες θέσεις, επαληθεύονται ορισμένες αντιφάσεις στις απόψεις της κοινής γνώμης, οι οποίες απορρέουν και από την –αναμενόμενη προεκλογικά– προγραμματική ασάφεια των κομμάτων. Για παράδειγμα, το 81% των ερωτώμενων συμφωνεί με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, αλλά μόνο το 16% αποδέχεται την αναγκαία φορολογική επιβάρυνση για την ύπαρξη κοινωνικών δαπανών, την ίδια στιγμή που το 77% επιθυμεί τη φορολόγηση εύπορων και μεγάλων επιχειρήσεων. Οι εν λόγω αντιφάσεις προφανώς πρέπει να αποδοθούν στην αίσθηση υπερφορολόγησης πολλών κοινωνικών στρωμάτων στα χρόνια της μνημονιακής περιόδου, αλλά σίγουρα εδώ υπεισέρχεται και μια ανεπαρκής κατανόηση του τρόπου λειτουργίας ενός συστήματος αναδιανομής στο πλαίσιο μιας κρατικοπρονοιακής διευθέτησης. Η νομιμοποιητική βάση ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι η αναγνώριση της ύπαρξης σημαντικών οικονομικών αδικιών – για παράδειγμα, το 77% των ερωτώμενων διαφωνεί με ότι οι εργαζόμενοι έχουν ικανοποιητικές απολαβές.
Από την άλλη πλευρά, το 52% των ερωτώμενων δυσπιστεί απέναντι στην ιδέα του μεγάλου κράτους, αλλά το 64% διαφωνεί με τη μη παρέμβαση του κράτους στην οικονομία και μόλις το 23% συμφωνεί με το να ανήκουν στον ιδιωτικό τομέα οι βασικές υποδομές της χώρας.
Πρακτικά, εδώ γίνεται αποδεκτή η ιδέα μιας έλλογης κρατικής παρέμβασης, όπου το κράτος πρέπει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη λειτουργία της οικονομίας και τη στήριξη της κεντρικής υποδομής της χώρας, χωρίς όμως να διεκδικεί ταυτόχρονα την καθολική κάλυψη.
Εδώ θα μπορούσε να επισημανθεί και ένα άλλο εύρημα στης έρευνας, σύμφωνα με το οποίο το κράτος (74%) θεωρείται ότι μπορεί να μειώσει τις ανισότητες έναντι της ιδιωτικής οικονομίας (19%). Αυτό δείχνει ότι, πέρα από μια αναγκαία παρέμβαση στην οικονομία, το κράτος φαίνεται να είναι βασικός εκφραστής και της κοινωνικής παρέμβασης, με την πρόσφατη εμπειρία της πανδημίας να θεωρείται ότι έχει επιδράσει προς αυτήν την κατεύθυνση. Είναι σαφές, βέβαια, ότι αυτά τα πολιτικοϊδεολογικά υβρίδια, που αναπόφευκτα αντανακλούν τόσο την ιδεολογική αμηχανία των πολιτών όσο και τη δυσκολία των κομμάτων, θέτουν εκ των πραγμάτων σημαντικές προκλήσεις στις στρατηγικές των κομμάτων.
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΜΠΛΟΚΗ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΙΜΟΤΗΤΑ, ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ ΣΤΟΥΣ ΘΕΣΜΟΥΣ
Σε ό,τι αφορά το ενδιαφέρον για την πολιτική, είναι δηλωτικό ότι η κοινή γνώμη έχει υψηλές απαιτήσεις και προσδοκίες τόσο από τις πολιτικές διαδικασίες όσο και από την κοινωνία των πολιτών, καθώς το 87% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι η πολιτική μπορεί να βελτιώσει τη ζωή των ανθρώπων και το 85% συμφωνεί ότι η κοινωνική δράση μπορεί να αλλάξει έστω και λίγο τα πράγματα. Αυτά τα χαρακτηριστικά διαπερνούν οριζόντια το ιδεολογικό, μορφωτικό, ηλικιακό και έμφυλο φάσμα, αν και, ειδικά ως προς την πολιτικοϊδεολογική τοποθέτηση, όσοι αρνούνται τη σημασία της διάκρισης Αριστεράς – Δεξιάς υπολείπονται σχετικά ως προς τις γνώμες συμφωνίας (69% και 71% αντίστοιχα) 1. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, διαφαίνεται μια γενική και υπό προϋποθέσεις πίστη στην πολιτική, που ίσως εδράζεται και στην πεποίθηση ότι είναι αναγκαία η ανάκαμψη της πολιτικής στο θεσμικό και στο κοινωνικό πεδίο.
Στις απαντήσεις που δίνονται στο ερώτημα σχετικά με το εάν η πολιτική μοιάζει να είναι μια σύνθετη ή μπερδεμένη διαδικασία υπεισέρχεται ο βαθμός πολιτικής καλλιέργειας (politicalsophistication), που αξιολογεί τα χάσματα μεταξύ πολιτών και πολιτικών ελίτ. Συνήθως θεωρούμε ότι η κρίση της πολιτικής μεταξύ άλλων κρίνεται και από τη δυνατότητα των πολιτών να κατανοούν τις πολιτικέ ςδιαδικασίες. Προφανώς αυτή η ερώτηση από μόνη της δεν αποκαλύπτει την πραγματικότητα, ωστόσο δείχνειορισμένη πολιτική αυτοκατανόηση και το βαθμό φοβικότητας ή μη απέναντι στην πολιτική. Έτσι, μόλις το 34% των ερωτώμενων επιδεικνύει αυτή τη φοβικότητα· λίγο πιο ενισχυμένος αρνητισμός υπάρχει στους μη έχοντες πανεπιστημιακή εκπαίδευση (41%), τους αρνούμενους να τοποθετηθούν στον άξονα Αριστεράς-Δεξιάς (39%), τους κεντρώους (38%), τους νέους 17-34 (38%) και τους κεντροδεξιούς (36%).
Η εξειδίκευση των εν λόγω στάσεων σε ό,τι αφορά τα ελληνικά δρώμενα αποκαλύπτει μια διαμετρικά αντίθετη εικόνα. Το 80% των ερωτώμενων δηλώνει λίγο ή καθόλου ικανοποιημένο από τη λειτουργία του ελληνικού πολιτικού συστήματος, ένα εύρημα που προφανώς συνάπτεται με μια μακρόχρονη τάση, ιδίως στην περίοδο των αλλεπάλληλων κρίσεων, απαξίωσης του ελληνικού πολιτικού συστήματος, η οποία αποτελεί επεισόδιο της διεθνούς κρίσης του κομματικού φαινομένου και της πολιτικής. Ως προς την πολιτικοϊδεολογική της κατανομή, η –ούτως ή άλλως χαμηλή στο σύνολο– ικανοποίηση (πολύ/αρκετά) αυξάνεται όσο κινούμαστε από τα αριστερά (4%) προς τα δεξιά (41%), δείγμα προφανώς της δυναμικής κυβέρνησης – αντιπολίτευσης, που επιδρά στη διαμόρφωση των στάσεων των πολιτών ·την υψηλότερη τιμή της (96%) λαμβάνει η μη ικανοποίηση (καθόλου/λίγο) σε όσους και όσες θεωρούν ότι η διάκριση «Αριστερά–Δεξιά» δεν σημαίνει πια τίποτε. Από εκεί και πέρα, διαφαίνεται μια μικρή ηλικιακή διαφοροποίηση της τάξης του 10% μεταξύ μικρότερων και μεγαλύτερων ηλικιακών κατηγοριών, καθώς προκύπτει μια ελαφρώς μεγαλύτερη δυσαρέσκεια στους νεότερους. Φαίνεται, επομένως, ότι οι πολίτες έχουν υψηλές απαιτήσεις από την πολιτική και τους πολιτικούς, τις οποίες προς το παρόν το ελληνικό πολιτικό σύστημα τις ματαιώνει.
Η πολιτική διαθεσιμότητα και η πολιτική εμπλοκή εμπεριέχουν μια βολονταριστική αντίληψη περί πολιτικής, που διακρίνει τις διαφορετικές ποιότητες της πολιτικής δράσης. Το σε τι διατίθεται να εμπλακεί πολιτικά ένα άτομο δείχνει τι είδους δράση εμφανίζει υψηλή ή χαμηλή αποδοχή στην κοινή γνώμη. Στο γενικό δείγμα η πιο δημοφιλής δράση είναι η τοπική, η δράση στον τόπο κατοικίας (78%) και εν συνεχεία η συμμετοχή σε μια ψηφιακή διαμαρτυρία (62%). Λιγότερο δημοφιλείς είναι η συμμετοχή σε διαδήλωση (41%) και η οικονομική στήριξη μιας ΜΚΟ (20%).
Ως προς την ιδεολογική κατανομή, όσο πάμε από τα αριστερά προς τα δεξιά, μειώνεται η υψηλή πιθανότητα συμμετοχής σε ψηφιακή διαμαρτυρία (από 82% καταλήγει σε 38%), ενώ αξιοσημείωτη είναι η ηλικιακή διάσταση, αφού η υψηλή πιθανότητα του 66% για τους 55+ αντιπαραβάλλεται προς τη χαμηλότερη υψηλή πιθανότητα του 54% για τους 17-34. Ενδεχομένως αυτό το φαινομενικά παράδοξο εύρημα να εξηγείται από την ηλικιακή κατανομή των απαντήσεων στο ερώτημα σχετικά με την πρόθεση συμμετοχής σε διαδήλωση, όπου στους 17-34 καταγράφεται πλειοψηφική θετική πιθανότητα (52%), έναντι της αρνητικής στις άλλες ηλικιακές κατηγορίες. Φαίνεται πως για τις νεότερες ηλικίες οι διάζώσης δια μαρτυρίες είναι σχετικά πιο επιθυμητές από τις ψηφιακές. Αναμενόμενα, οι αριστεροί και κεντροαριστεροί εμφανίζουν τις θετικότερες πιθανότητες συμμετοχής σε διαδηλώσεις (60%-80%), όπως επίσης και το ένα τρίτο των «κεντρώων». Σε γενικές γραμμές, η διαμαρτυρία είναι πρωτευόντως αριστερόστροφη, νεανική στη διά ζώσης εκδοχή της, ενώ αφορά τις μεγαλύτερες ηλικίες στην ψηφιακή εκδοχή της.
Η στάση απέναντι στις ΜΚΟ παρουσιάζει ενδιαφέρον στη συγκυρία, κυρίως εξαιτίας της αρνητικής δημοσιότητας των εν λόγω θεσμών λόγω συνωμοσιολογικών αφηγήσεων, που έχουν ενταθεί μετά την προσφυγική κρίση του 2015, αλλά και λόγω υπαρκτών ζητημάτων ελλιπούς διαφάνειας και ελέγχου στη λειτουργία τους. Πρακτικά, κι εδώ παρατηρείται μια σχετικά εμφανής διαφοροποίηση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς και μια λιγότερο ευρεία, αλλά υπαρκτή, ηλικιακή διαφοροποίηση. Σε καμία περίπτωση όμως η οικονομική ενίσχυση μιας ΜΚΟ δεν λογίζεται ως επιθυμητή μορφή δράσης. Αντίθετα, η τοπικότητα και οι συνδηλώσεις οικειότητας που τη συνοδεύουν διαμορφώνουν μια γενική αποδοχή μιας δράσης «στη γειτονιά» ή στην εγγύς κοινότητα, χωρίς αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις (κάποια σχετική διαφοροποίηση φαίνεται στην ηλικιακή κατηγορία 17-34).
Συναφής με τον προηγούμενο προβληματισμό είναι και η καταγραφή των συνδέσεων της πολιτικής στις οποίες προέβησαν οι ερωτώμενοι, σκεπτόμενοι για αυτή, με συγκεκριμένες λέξεις. Η πρώτη λέξη που απαντήθηκε, με διαφορά από τις επόμενες, είναι η «διαφθορά» (38%). Ακολουθούν η «δημοκρατία» (15%), η «ιδεολογία» (12%), η «διαχείριση» (12%) και το «κατεστημένο» (11%). Ενδιαφέρον είναι ότι στις πέντε πρώτες λέξεις επιλέχθηκαν μόνο δύο αρνητικές («διαφθορά» και «κατεστημένο»).
Ως προς την πολιτικοϊδεολογική κατανομή, οι αριστεροί θέτουν ως πρώτη τη διαφθορά (28%), δεύτερη την ιδεολογία (25%), τρίτη τη δημοκρατία (15%), τέταρτο το κατεστημένο (10%) και πέμπτη την ιδιοτέλεια (6%). Για τους κεντροαριστερούς η σειρά είναι: διαφθορά – δημοκρατία – ιδεολογία – διαχείριση–κατεστημένο/ιδιοτέλεια, για τους κεντρώους: διαφθορά – διαχείριση – δημοκρατία/κατεστημένο-ιδεολογία, για τους κεντροδεξιούς: διαχείριση – διαφθορά/δημοκρατία – κατεστημένο – ιδιοτέλεια και για τους δεξιούς: διαφθορά – δημοκρατία – ιδεολογία – κατεστημένο – διαχείριση. Σε όσους και όσες αρνούνται τη σημασία της διάκρισης «Αριστερά – Δεξιά», πρώτη με συντριπτικό ποσοστό είναι η διαφθορά (71%). Η διαφθορά, επίσης, φαίνεται πως επηρεάζει ιδιαίτερα κεντροαριστερούς και κεντρώους, η ιδεολογία τούς κινούμενους στο αριστερό άκρο του άξονα, η διαχείριση είναι κεντρώο και κεντροδεξιό επίδικο, ενώ δημοκρατία και κατεστημένο εμφανίζουν μια ομοιόμορφη αναγνώριση ανά πολιτικοϊδεολογική κατηγορία. Σε ηλικιακή βάση, περίπου οι μισοί της κατηγορίας 17-34, το 41% της κατηγορίας 35-54 και λιγότερο από το ένα τρίτο των 55+προτάσσουν τη «διαφθορά».
Τα εν λόγω ευρήματα θα πρέπει να ιδωθούν σε συνάφειαμε τις παρατηρήσεις στην αρχή του πρώτου μέρους. Η πολιτική, σε ένα πλαίσιο έντονης αμφισβήτησης, τουλάχιστον με τον τρόπο που ασκείται, συνδέεται με την πολύ αρνητική έννοια της διαφθοράς. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν προσδοκίες· η διάψευσή τους όμως δημιουργεί στάσεις κυνισμού και απάθειας. Βέβαια, αυτού του είδους η ηθικοποίηση της πολιτικής υποδηλώνει ότι κανένα περιεχόμενο πολιτικής δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την κατάσταση εάν δεν δώσει απάντηση στο ερώτημα της διαφθοράς από μια αξιακή σκοπιά.
Τέλος, η εμπιστοσύνη προς συγκεκριμένους θεσμούς αποτυπώνει και αυτή με τη σειρά της τη γενικευμένη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στην τρέχουσα πολιτική λειτουργία. Ενδεικτικό είναι ότι στο γενικό δείγμα μόνο τρεις θεσμοί ξεπερνούν το όριο της θετικής εμπιστοσύνης: ο στρατός (6,6), το πανεπιστήμιο (6,2) και το ΕΣΥ (5,9). Και αυτό γιατί οι δύο πρώτοι συνιστούν θεσμούς με παράδοση δεκαετιών, ενώ το τρίτο προέκυψε προφανώς από την εμπειρία της διαχείρισης της πανδημίας. Και οι τρεις δε θεσμοί είναι «σταθεροί», δεν μεταβάλλονται έντονα στο χρόνο, έχουν ιεραρχική διάρθρωση και δεν επηρεάζονται άμεσα από τον εκλογικό κύκλο – τουλάχιστον όχι ως προς τη συνολική διάρθρωσή τους. Κυβέρνηση και κόμματα είναι στο φάσμα της χαμηλής εμπιστοσύνης (3,5 και 3), με την τοπική αυτοδιοίκηση ωστόσο να κινείται κάπως καλύτερα.
Κοντά στην ενδιάμεση θέση βρίσκονται αστυνομία, επιχειρήσεις και δικαιοσύνη, ενώ πλέον καταγράφεται χαμηλή αξιολόγηση για την Εκκλησία, ενδεχομένως υπό την επιρροή της στάσης της στην πανδημία, όπως και για τα ΜΜΕ, καθώς επαληθεύεται μια μακρόχρονη κρίση εμπιστοσύνης προς τα τελευταία. Ίσως έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η χαμηλή επίδοση της αστυνομίας και της δικαιοσύνης, δύο θεσμών που μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά σταθερότητας, ιστορικότητας και διάρθρωσης με τον στρατό και το πανεπιστήμιο, αλλά φαίνεται ότι στη συνείδηση των πολιτών στιγματίζονται από αναποτελεσματικότητα. ΗΕΕ και το ΝΑΤΟ παρουσιάζουν, επίσης, χαμηλή εμπιστοσύνη (3,8 και 2,9), όπως και δύο θεσμοί κοινωνικής εκπροσώπησης, οι ΜΚΟ και τα συνδικάτα (2,3 και 2,2). Με όρους ηλικιακούς, η κατηγορία 17-34 εμπιστεύεται το πανεπιστήμιο (6,5), το ΕΣΥ (6,0), το στρατό (5,5) και τη δικαιοσύνη (5.0), ενώ η χαμηλότερη εμπιστοσύνη εμφανίζεται στα ΜΜΕ (2,1), τα κόμματα (2,7) και τα συνδικάτα (2,7). Η κατηγορία 35-54 εμπιστεύεται περισσότερο το στρατό (6,6), το πανεπιστήμιο (6,2) και το ΕΣΥ (5,8) και λιγότερο τα συνδικάτα (2,1), τις ΜΚΟ και τα ΜΜΕ (2,2), καθώς και τα κόμματα (2,7). Τέλος, η κατηγορία 55+ εμπιστεύεται το στρατό (6,9), το πανεπιστήμιο (6,2) και το ΕΣΥ (6,1) και λιγότερο τις ΜΚΟ (2,0), τα συνδικάτα (2,1) και τα ΜΜΕ (2,4).
Η ΕΡΕΥΝΑ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΝΑ ΔΟΘΕΙ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ «ΕΝΑ».
1)Ορίζουμε ως «Αριστερά» τις αυτοτοποθετήσεις στις θέσεις 0-2, «Κεντροαριστερά» τις θέσεις 3-4, «Κέντρο» τη θέση 5, «Κεντροδεξιά» τις θέσεις 6-7 και «Δεξιά» τις θέσεις 8-10. Βλ. και το μέρος ΙΙ του παρόντος κειμένου.