Τον Ιούλιο του 1518, μια γυναίκα ονόματι Φράου Τρόφι, άρχισε να χορεύει ανεξέλεγκτα στους δρόμους του Στρασβούργου. Χόρευε σχεδόν ασταμάτητα για μια εβδομάδα. Μέσα σε μια εβδομάδα, άλλα τριάντα άτομα την ακολούθησαν στον χορό της.
Μέχρι τον Αύγουστο εκατοντάδες άνθρωποι χόρευαν ασταμάτητα. Χόρευαν με ματωμένα πόδια και με τα άκρα τους να συσπώνται. Διάφορα χρονογραφήματα και δημόσια έγγραφα περιγράφουν τα μέτρα που έλαβαν οι αρχές για να αντιμετωπίσουν αυτό το φαινόμενο. Ωστόσο, τα διάφορα μέτρα αποδείχθηκαν ανώφελα καθώς πολλοί χόρευαν μέχρι τελικής πτώσης. Έκτοτε, έχουν διατυπωθεί πολλές θεωρίες για να εξηγήσουν τι ακριβώς συνέβη.
Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η μόνη «χορευτική πανούκλα» που έπληξε την Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και της πρώιμης νεότερης εποχής. Πολλά περιστατικά ανεξέλεγκτου χορού καταγράφηκαν στη Γερμανία, τη Γαλλία και άλλα μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε προηγούμενους αιώνες αυτά τα γεγονότα ερμηνεύονταν ως θεϊκή τιμωρία ή δαιμονική κατοχή που θεραπεύονταν με λιτανείες, λειτουργίες ή με την άμεση παρέμβαση ιερέων.
Αρκετά χρόνια μετά το περιστατικό στο Στρασβούργο, ο Ελβετός γιατρός και αλχημιστής Παράκελσος, μελέτησε το φαινόμενο της χορεομανίας, καθώς και άλλες ασθένειες όπως ο Χορός του Αγίου Βίτου, η μελαγχολία και η παραφροσύνη. Ο Παράκελσος, ο οποίος σήμερα είναι γνωστός ως ο θεμελιωτής της ιατροχημείας, υποστήριξε ότι το φαινόμενο αυτό ήταν μάλλον γήινο και όχι θεϊκό. Πρότεινε ότι οι «φλέβες του γέλιου» ενός ατόμου μπορούσαν να προκαλέσουν ένα «γαργαλιστικό συναίσθημα» που ανέβαινε από τα άκρα στο κεφάλι, θολώνοντας την κρίση και προκαλώντας ακραίες κινήσεις μέχρι να ηρεμήσει το «φρενήρες αίμα». Αυτοί που πλήττονταν συχνότερα από την χορεομανία, έγραψε ο Παράκελσος, ήταν «πόρνες και αχρείοι που απολαμβάνουν το παίξιμο της κιθάρας και του λαούτου… ικανοποιώντας κάθε ηδονή, σωματική ευχαρίστηση, φαντασία και φαντασία».
Υποστήριζε μάλιστα, ότι η φαντασία ευθυνόταν για αυτό φαινόμενο και όχι ο Θεός ή ο διάβολος. «Η φαντασία δεν πετάει μόνο από ένα σπίτι σε ένα άλλο… αλλά περνάει πολύ γρήγορα από μια πόλη σε μια άλλη, έτσι ώστε η φαντασία ενός μόνο ατόμου μπορεί να φέρει την πανούκλα και να προσβάλλει μια ολόκληρη πόλη ή χώρα».
Αυτή η ερμηνεία συνάδει περισσότερο με τις σημερινές θεωρίες για μαζικές ψυχογενείς ασθένειες που προκαλούνται από πυρετώδεις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.
Σύγχρονη χορεομανία
Το φαινόμενο της χορεομανίας εξακολουθεί να γοητεύει ακόμη και σήμερα. Μια μοναχική φιγούρα πυροδοτεί ένα μαζικό κίνημα χορεύοντας έναν χορό που είναι ταυτόχρονα γοητευτικός και εξαντλητικός, αψηφώντας τους φυσικούς περιορισμούς.
Ο ανεξέλεγκτος χορός έχει μια μαγευτική επίδραση σε όσους τον μελετούν. Αρκεί να σκεφτεί κανείς το δημοφιλές παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν «Τα κόκκινα παπούτσια», με τα καταραμένα κατακόκκινα δερμάτινα γοβάκια που καταδικάζουν την κάτοχό τους σε έναν χορό τόσο βασανιστικό που τελικά βρίσκει έναν δήμιο για να κόψει τα ίδια της τα πόδια. Είναι ένα φρικτό παραμύθι αλλά ο κόσμος το αγαπάει. Το ηθικό δίδαγμα του παραμυθιού είναι σχετικά απλό: η ματαιοδοξία τιμωρείται. Η κάτοχος των παπουτσιών υποβάλλεται σε αυτή τη δοκιμασία επειδή τόλμησε να επιθυμήσει τόσο όμορφα παπούτσια.
Έκσταση και θυμός
Η χορευτική πανούκλα ξαναήρθε στην επικαιρότητα λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Τα τελευταία δύο χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για προηγούμενες πανδημίες όπως η Μαύρη Πανώλη και η ισπανική γρίπη. Οι επιστήμονες τις μελετούν όχι μόνο για να τις συγκρίνουν αλλά και για να επιβεβαιώσουν ότι τελικά, όλες οι επιδημίες τελειώνουν.
Το νέο άλμπουμ της Florence + The Machine, το οποίο ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι επίσης εμπνευσμένο από το φαινόμενο της χορεομανίας. Το ένθετο που συνοδεύει το άλμπουμ σκιαγραφεί το ενδιαφέρον της τραγουδίστριας Florence Welch για αυτό το ασταθές σημείο συνάντησης μεταξύ της ενεργητικής κίνησης και του ηθικού πανικού. Τον Ιούλιο του 2020, ο Βρετανός κινηματογραφικός σκηνοθέτης Jonathan Glazer παρουσίασε για πρώτη φορά μια 10λεπτη ταινία του με τίτλο «Strasbourg 1518», στην οποία σόλο καλλιτέχνες σε όλο τον κόσμο, χορεύουν μέχρι να πέσουν κάτω από την εξάντληση.
Φέτος, βρετανικές θεατρικές παραγωγές όπως το «The Maladies», το «Dance to the Bone» και το «The Dancing Public» αναφέρθηκαν στην ιστορία του Στρασβούργου, για να μιλήσουν για την καταπίεση, την απομόνωση και το μαζικό κίνημα.
«Νομίζω ότι όσο πιο πολύ πιεζόμαστε στην καθημερινότητά μας, όσο έχουμε την ανάγκη να παράγουμε και να είμαστε αποτελεσματικοί και όσο οι δημόσιοι χώροι μας περιφράσσονται και αστυνομεύονται… τόσο περισσότερο έχουμε ανάγκη την φαντασίωση, το όνειρο και την ελευθερία», δήλωσε στο BBC η Kélina Gotman, συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Choreomania: Dance and Disorder». Στο βιβλίο της, η Gotman, διερευνά κυρίως την παθολογικοποίηση της χορεομανίας, και εστιάζει στο πώς έχουν καταγραφεί, ερμηνευτεί και χρησιμοποιηθεί αυτά τα περιστατικά για να δικαιολογήσουν διάφορες ιδεολογίες.
Στο βιβλίο με τίτλο «The Dance Tree», η Kiran Millwood Hargave μιλά για την γυναικεία οργή, την γυναικεία επιθυμία και για το τι σημαίνει για μια γυναίκα να είναι αντικείμενο φόβου. Ο χορός δεν είναι πάντα όμορφος. Μπορεί να είναι άσχημος, τρομακτικός, ιδρωμένος, με σπασμένα άκρα και γκριμάτσες. Είναι ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος διεκδίκησης της αυτονομίας.
Η απελευθέρωση είναι μια ιδέα που βρίσκεται στο επίκεντρο του «The Dance Tree». «Υπάρχει κάτι ανερχόμενο κι ελπιδοφόρο, μια εγκατάλειψη», γράφει η Hargrave αναφερόμενη στο πλήθος που χορεύει ασταμάτητα. Ο χορευτικός λοιμός, όπως αναφέρεται στο βιβλίο της, είναι μια κατάσταση αταξίας, αλλά και ένα εκστατικό καταφύγιο. «Ήθελα να εξετάσω το συναίσθημα του να παρασύρεσαι από κάτι τόσο απίστευτο και υπερβατικό και παράξενο», δήλωσε στο BBC. «Τελικά, πρόκειται για μια συλλογική έκσταση».
Μια χορευτική πανούκλα για κάθε ηλικία
Τα γεγονότα μαζικής αταξίας πάντα γοήτευαν τους καλλιτέχνες. Υπάρχει κάτι θεμελιωδώς συναρπαστικό τη στιγμή που σπάει ο κοινωνικός ιστός και η σύμβαση αντικαθίσταται από παράξενα και ανεξήγητα γεγονότα. Στην περίπτωση της χορεομανίας, αυτό που αναδύεται δεν είναι μόνο η αίσθηση της έκστασης ή της αυτοκαταστροφής, αλλά και η σωματική διαμαρτυρία. Σήμερα, η ιδέα της χορευτικής πανούκλας καταγράφεται όχι μόνο ως κάτι παράδοξο, αλλά και ως κάτι πιο απελευθερωτικό. Όσο τρομακτικός κι αν είναι ένας ασταμάτητος χορός, έχει και μια γοητεία. Τι θα μπορούσε να συμβεί αν επιτρέπαμε στους εαυτούς μας να παρασυρθούμε; Τι θα μπορούσε να επιτευχθεί με αυτό το συναίσθημα αν αναπαραγόταν στα σώματα εκατοντάδων άλλων ανθρώπων που κινούνται γύρω μας;
Αυτό όμως δεν συνέβαινε πάντα. Όπως διερευνά η Gotman στο βιβλίο της, στο παρελθόν, η χορευτική πανούκλα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Κατά την έρευνά της σχετικά με τις προσεγγίσεις του φαινομένου αυτού τον 19ου αιώνα, ανακάλυψε μια ανησυχητική στάση που συνδεόταν με την αποικιοκρατική σκέψη και τον φόβο της διαφορετικότητας.
«Μια νέα εκδοχή της νεωτερικότητας αντιπαραβαλλόταν με ό,τι εκλαμβανόταν ως πιο θηλυκό, πιο ζωώδες, πιο άγριο και αδάμαστο με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένας ρατσιστικός και άκρως έμφυλος λόγος». Η ίδια η έννοια της «χορευτικής μανίας» ήταν ένα χρήσιμο πολιτικό εργαλείο που επέτρεπε τη σύγκριση και την απόρριψη διαμαρτυριών και πρακτικών που περιλάμβαναν οποιοδήποτε στοιχείο σωματικής κίνησης.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Αυτό που κάνει ενδιαφέρουσα μια χορευτική πανούκλα, είναι η θηλυκότητα και η ετερότητα. Στο επίκεντρο βρίσκεται μια απλή ιδέα. Μια ομάδα ανθρώπων αρχίζει να χορεύει και δεν μπορεί να σταματήσει. Όμως το ερώτημα γιατί χορεύει και για ποιο σκοπό, παραμένει ανοικτό και μπορεί να τεθεί ξανά και ξανά.
ΠΗΓΗ: BBC