Εάν θεωρήσει κανείς πως η δέσμευση του πρωθυπουργού για εξάντληση της κυβερνητικής θητείας είναι αταλάντευτη και οριστική, προκύπτει ένα θεμελιώδες ερώτημα λαμβάνοντας υπόψη το βαρύ κλίμα των τελευταίων ημερών: μπορεί η χώρα να κινηθεί εν μέσω αυτού του “τοξικού μαραθωνίου” (όρος που χρησιμοποιεί η “Καθημερινή της Κυριακής”) για τους επόμενους 7-10 μήνες -είτε οι εκλογές διεξαχθούν τον Φεβρουάριο, όπως γράφτηκε, είτε τον Απρίλιο ή τον Μάϊο;
Ανάλυση του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ στο Libre.gr
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε αφήσει πρόσφατα ανοικτό το ενδεχόμενο μιας πρόωρης προσφυγής στις κάλπες εξαιτίας αυτής της τοξικότητας, την οποία ο ίδιος χρεώνει στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (το ίδιο είχε κάνει και ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης). Όμως, από την άλλη, κλείνοντας τα σενάρια περί πρόωρων εκλογών πίστευαν αρκετοί πως θα έκλεινε και το κεφάλαιο αυτής της σχεδόν διχαστικής αντιπαράθεσης. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, τουναντίον η μετάθεση του χρόνου των εκλογών ενέτεινε το τοξικό πολιτικό κλίμα.
Κάποιοι θεωρούν πως, έχοντας εκ των πραγμάτων μπει σε μία παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, η τοξικότητα βοηθά και τα δύο μεγάλα κόμματα να συσπειρώσουν τους σκληρούς εκλογικούς πυρήνες τους και να αναδείξουν την “σύγκρουση πολιτισμών” από την οποία θα κριθεί το αποτέλεσμα της διπλής (;) κάλπης. Από την άλλη, όμως, το γεγονός πως οι κατηγορίες για την ανεπίτρεπτη και εκτός κάθε πλαισίου πολιτικής αντιπαράθεσης αναφορά του Χρ. Βερναρδάκη για την Νίκη Κεραμέως, ή τα υπονοούμενα για ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε αυτούς που κρύβονται πίσω από την εμπρηστική εγκληματική επίθεση κατά του Real Group, ακόμα και η εξωφρενική και ανιστόρηση ρήση του ‘Αγγελου Συρίγου στον “πολιτικό μύθο” του Πολυτεχνείου, αναδεκνύονται ως επικοινωνιακή αιχμή του δόρατος της κυβέρνησης, ποιόν ευνοεί περισσότερο;
Η πλευρά της Κουμουνδούρου θεωρεί πως την ευθύνη φέρει το Μέγαρο Μαξίμου για να αποπροσανατολίσει -πολιτικά και μιντιακά- από τα κρίσιμα θέματα της ακρίβειας, της οικονομίας, των λογαριασμών ρεύματος και του ενεργειακού αρμαγεδδώνα που ολόκληρη η Ευρώπη αναμένει για τον χειμώνα. Στην κυβέρνηση, από την άλλη, λένε πως με αυτό τον τρόπο αναδεικνύουν πως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης συνιστά μια “πολιτική ανορθογραφία” και γι αυτό παραπέμπουν στο…2015 και στον “λαϊκισμό” του.
Με συνταγή…Σημίτη
Αυτή είναι μία προσέγγιση που ξεκίνησε ο Κώστας Σημίτης, όταν προ ετών είχε μιλήσει για “προσωρινούς ενοίκους της εξουσίας” και για “λάθος της ιστορίας”, ενώ κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, όπως οι Άδωνις Γεωργιάδης και Μάκης Βορίδης, ήδη πριν το 2019 ζητούσαν την λήψη…μεριμνών για να αρθεί οριστικά η ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς ως “μητέρα όλων των κακών”.
Η κυβέρνηση επιχειρεί να ενισχύσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που την έφερε στην εξουσία και να αποδυναμώσει το θεσμικό προφίλ που καλλιεργεί ο Αλέξης Τσίπρας, δεδομένου, δε, πως οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η μάχη των δύο πολιτικών στον χώρο του Κέντρου αποκτά ισχυρά χαρακτηριστικά με μικρές ποσοτικά διαφορές.
Στο Μέγαρο Μαξίμου γνωρίζουν πως μέσα από ένα τέτοιο κλίμα θα αποκτήσει “εσχατολογικά” χαρακτηριστικά η μάχη της αυτοδυναμίας. Ακόμα και η επιμονή του Μάριο Ντράγκι να παραιτηθεί λόγω ασυμφωνίας με τα 5 Αστέρια, αναδεικνύεται προς επίρρωση ότι η απλή αναλογική οδηγεί σε πολιτική αστάθεια, κι έτσι θεωρούν πως ενδυναμώνεται το δίλημμα που θέτει ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Για τους επόμενους μήνες η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει όλα τα όπλα που διαθέτει:
Πρώτα, την …αισιοδοξία, ότι, δηλαδή, η Ελλάδα είναι σε ευνοϊκότερη θέση από την Γερμανία, την Γαλλία και άλλες χώρες, ως προς την εξάρτησή της από το ρωσικό φυσικό αέριο. Αυτό είναι κάτι που μένει να αποδειχθεί, θα ήταν, ωστόσο, πραγματική έκπληξη εάν η χώρα μας κατόρθωνε να εξέλθει σχετικά αλώβητη από την οικονομική, πολιτική και κοινωνικά αναταραχή που άπαντες προεξοφλούν.
Δεύτερον, τον δημοσιονομικό χώρο που δημιουργεί ο τουρισμός (με βέβαιο το ρεκόρ που θα ξεπερνά εκείνο του 2019), και την ανάπτυξη, όπως λένε τα κυβερνητικά στελέχη. Εάν δε …δεήσει η Ευρώπη να αποφασίσει κοινό πακέτο μέτρων για το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο, πιστεύεται πως τα πράγματα θα γίνουν διαχειρίσιμα. Θα σταθεί, δηλαδή, εφικτό να επεκταθούν οι επιδοματικές πολιτικές και κάποια γενναία μέτρα για συγκεκριμένα εκλογικά κοινά (συνταξιούχοι, νέοι κ.ά). Είναι αλήθεια πως υπάρχουν αριθμοί και στατιστικές σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης που την βοηθούν, δεν είναι, όμως, καθόλου βέβαιο πως όλα αυτά θα φτάσουν εγκαίρως στα νοικοκυριά.
Τρίτον, την δημιουργία πολιτικής μέγγενης γύρω από το ΠΑΣΟΚ και της αμφισημίας του. Θεωρείται, δηλαδή, πως ένα κεντρώο ή και κεντροδεξιό ακροατήριο που βλέπει με συμπάθεια τον Νίκο Ανδρουλάκη θα μεταναστεύσει τελικά στη Ν.Δ. Αυτό κρίνεται απαραίτητο διότι δεν είναι καθόλου βέβαιο πως ο τελευταίος θα συναινέσει σε μία συγκυβέρνηση που ίσως εξαϋλώσει εκλογικά (στην δεύτερη κάλπη) το κόμμα του. Κι από την άλλη διότι ακόμα και εάν το κάνει μπορεί, όντως, να κάνει πράξη και την “απειλή” του και να διεκδικήσει να είναι πρωθυπουργός ένα άλλο πολιτικό πρόσωπο. Όσο πολιτικά ανεπίτρεπτη ακούγεται μία τέτοια απαίτηση, ίσως να είναι και το σωσίβιο του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ εάν πιεσθεί να συμμετάσχει σε μία κυβέρνηση συνεργασίας.
Και τέταρτο, την ενίσχυση …μέχρι τέλους του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου με την ανάδειξη κάθε λάθους στελέχους της Κουμουνδούρου (αρκετά από τα οποία, είναι αλήθεια, μαγνητίζονται εύκολα από συμπεριφορές και δηλώσεις που δεν συνάδουν με την κεντρική “γραμμή” Τσίπρα) και την επιστράτευση κάθε επικοινωνιακού “εργαλείου”.
Εκ των πραγμάτων, οι κυβερνήσεις διαθέτουν πάντοτε την πρωτοβουλία των κινήσεων, η συγκεκριμένη, δε, διαθέτει επιπροσθέτως και την μιντιακή υπεροπλία. Από την άλλη, η Κουμουνδούρου καθυστερεί δραματικά στην προβολή ενός ολιστικού νέου σχεδίου διακυβέρνησης, αδυνατεί, δε, να επικοινωνήσει συνολικά τα επί μέρους θετικά μέτρα που ανακοινώνει. Η παρουσία, δε, των ίδιων προσώπων που κυβέρνησαν πριν το 2019 στα μέσα ενημέρωσης δεν βοηθά το αφήγημα Τσίπρα, γι αυτό, επειδή το γνωρίζει, αναμένεται να αναδείξει σύντομα την εναλλακτική ομάδα διακυβέρνησης.
Εκλογικός νόμος και ανασχηματισμός
Για το Μέγαρο Μαξίμου, ωστόσο, υπάρχουν δύο πολιτικά ζητήματα που αναζητούν απάντηση. Εκλογικός νόμος και -δευτερεύον, αλλά έχει την αξία του- ανασχηματισμός.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δέχεται εισηγήσεις και για τα δύο. Οι πληροφορίες, ωστόσο, αναφέρουν πως προσώρας αρνείται να προχωρήσει και στα δύο.
Για τον εκλογικό νόμο, λέει σε συνομιλητές του, πως κάτι τέτοιο θα διέλυε το θεσμικό προφίλ συνέπειας που έχει καλλιεργήσει με την μετάθεση του χρόνου εκλογών. Θα ήταν, άλλωστε, καινοφανές η ίδια κυβέρνηση να ψηφίσει εντός της ίδιας θητείας δύο εκλογικούς νόμους. Θα πρόδιδε αδυναμία επίτευξης αυτοδυναμίας. Όμως ο χρόνος είναι μακρύς και καμία απόφαση δεν είναι τελεσίδικη.
Ως προς τον ανασχηματισμό, η λογική Μητσοτάκη λέει πως δεν υπάρχει ικανός πάγκος που θα μπορούσε να αλλάξει επί τα βελτίω τους επικοινωνιακούς και πολιτικούς συσχετισμούς. Άλλωστε, θεωρείται δεδομένο πως τα στελέχη των κεντρικών υπουργείων δεν μπορούν να αλλάξουν, είτε για πρακτικούς λόγους, είτε λόγω των εξαρτήσεων που έχουν δημιουργηθεί. Γεωργιάδης, Βορίδης, Δένδιας, Σταϊκούρας, Καραμανλής, Παναγιωτόπουλος και άλλοι θεωρούνται αμετακίνητοι, οπότε το μόνο που μένει είναι ένας ανασχηματισμός ευκαιριακός με αλλαγές υφυπουργών προς ενίσχυση της παρουσίας της Ν.Δ σε συγκεκριμένες εκλογικές περιφέρειες. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα άλλαζε την εικόνα της κυβέρνησης.
Οι δημοσκοπήσεις και η…εξουθένωση της τρίτης κάλπης
Πολλά θα κριθούν από τις δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου. Ήδη, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει κατορθώσει (κυρίως λόγω της συγκυρίας της ακρίβειας, και των αδυναμιών της κυβέρνησης) να μειώσει την διαφορά στην “σφαίρα” του 7%. Ελπίζει πως με την “παραδοσιακή” υποεκπροσώπησή του στις μετρήσεις (αποτέλεσμα και της επιθετικότητας του κατά των δημοσκοπικών εταιρειών), η διαφορά αυτή μπορεί να είναι και κατάτι (μία με μιάμιση μονάδα) μικρότερη. Όμως, εκείνο που προέχει για την κυβέρνηση δεν είναι τόσο η διαφορά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο εάν το δημοσκοπικό ποσοστό της Ν.Δ στην κάλπη της απλής αναλογικής δημιουργεί εύλογες προσδοκίες ακόμα και για οριακή αυτοδυναμία στην δεύτερη. Δεν πρέπει να αποκλείεται, εάν το κυβερνών κόμμα αγγίξει αλλά δεν επιτύχει την αυτοδυναμία στην δεύτερη αυτή κάλπη, ο πρωθυπουργός να οδηγήσει τα πράγματα με ασφυκτικά διλήμματα σε μία τρίτη εκλογική αναμέτρηση. Γι αυτό η δημοσκοπική εικόνα του φθινοπώρου θα παίξει σημαντικό ρόλο και πάνω σε αυτή θα διαμορφωθούν επικοινωνιακές πολιτικές και κυβερνητικές αποφάσεις.
Στο πίσω μέρος του μυαλού της επικοινωνιακής ομάδας του Μαξίμου, άλλωστε, υπάρχει η σκέψη πως μία νέα ήττα του Αλέξη Τσίπρα, ακόμα και με μικρή σχετικά διαφορά, θα είναι μία επιπλέον ήττα σε εκείνες του 2019 (ευρωεκλογές, αυτοδιοίκηση, βουλευτικές) και θα δρομολογήσει ραγδαίες εξελίξεις στην αξιωματική αντιπολίτευση.