«Αν ποτέ γράψει κανείς την αυτοβιογραφία μου, να της δώσει τον τίτλο «Η τελευταία Βοναπάρτη», γιατί αυτό είμαι. Οι εξάδελφοί μου από το αυτοκρατορικό παρακλάδι είναι μόνο Ναπολέοντες» – έγραφε η πριγκίπισσα και ψυχαναλύτρια Μαρία Βοναπάρτη σε ένα ανέκδοτο σημείωμά της, γραμμένο το 1951.
Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Σελιά Μπερτέν, που ανέλαβε να γνωρίσει στους συγχρόνους της, τους προγόνους, το γενεαλογικό δέντρο, τον κόσμο που γεννήθηκε και μεγάλωσε η Μαρία Βοναπάρτη και την περιπετειώδη, αλλά γοητευτική ζωή της, ακολούθησε την επιθυμία της.
Η ογκώδης βιογραφία της που κυκλοφορεί στα ελληνικά, με τον τίτλο «Μαρία Βοναπάρτη – Η ζωή της» (εκδ. Ποταμός), ανιχνεύει πρώτα τη ζωή των προγόνων της, τις δολοπλοκίες και τις ίντριγκες της βασιλικής οικογένειας, τον τυχοδιωκτισμό αλλά τις ισχυρές τους προσωπικότητες ανδρών και γυναικών και το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και ανατράφηκε η Μαρία. Και ταυτόχρονα είναι μια εξιστόρηση της ιστορίας της ψυχανάλυσης στην Ευρώπη του Μεσοπολέμου και μετά τον πόλεμο, είναι η προσέγγιση της προσωπικότητας του Σίγκμουντ Φρόιντ με τον οποίο η Μαρία Βοναπάρτη καλλιέργησε και διατήρησε στενή σχέση όσο εκείνος ζούσε.
Εμπόδια
«Στην εποχή της δεν ήταν εύκολο να φανταστεί κανείς μια πριγκίπισσα, παντρεμένη με έναν βασιλικό γόνο, να γίνεται αρχικά μαθήτρια, κατόπιν επιστήθια φίλη του Σίγκμουντ Φρόιντ και εντέλει μία από τις πλέον περιβόητες ψυχαναλύτριες της Ευρώπης. Η περιουσία της, η οικογένειά της και η κοινωνία ύψωναν μεταξύ αυτής και της επιστήμης του Βιεννέζου δασκάλου εμπόδια που φάνταζαν ανυπέρβλητα». Ομως, η Μαρία Βοναπάρτη είχε το ηθικό σθένος και την πνευματική διαύγεια να τα αντιμετωπίσει.
Τον Φρόιντ τον γνώρισε το 1925, όταν ήταν ήδη ώριμη γυναίκα. Η γνωριμία τους συνέβαλε αποφασιστικά στο να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει το πρόβλημά της και «σίγουρα να γλιτώσει την τρέλα». Είχε μεγαλώσει με τον αδιάφορο ανθρωπολόγο και βιολόγο πατέρα της, Ρολάνδο, που ενδιαφερόταν μόνο για τις επιστημονικές του έρευνες και δραστηριότητες, και με την τυραννική γιαγιά της, τη μητέρα του, την οποία ενδιέφερε μόνο η αναγνώριση και η κοινωνική επιτυχία. «Η Μαρία υπέφερε από εκείνο το είδος της αυτοκαταστροφικής αγωνίας, που συχνά βρίσκουμε στους κληρονόμους των πριγκιπικών δυναστειών του 20ού αιώνα, οι οποίοι είναι καταδικασμένοι να ζουν πλανώμενοι μέσα στα απατηλά ομοιώματα του απολεσθέντος μεγαλείου τους».
Ο γάμος της με τον πρίγπιπα Γεώργιο της Ελλάδας της έδωσε τους τίτλους και τις τιμές που είχε χάσει στην πατρική της οικογένεια, δεν την έδωσε όμως την ερωτική ασφάλεια της σχέσης, αφού ο σύζυγός της ήταν ομοφυλόφιλος και διατηρούσε σχέση με τον θείο του Βαλντεμάρ.
Τυχοδιώκτες και πρίγκιπες
Η Σελιά Μπερτέν ήρθε σε επαφή με το ανέκδοτο αρχείο της (θα απελευθερωθεί το 2020), άντλησε στοιχεία και δημοσιοποίησε, σε αυτόν τον τόμο, κείμενα χρήσιμα για την κατανόηση περιόδων και ανθρώπων. Το βιβλίο της είναι ένα γοητευτικό παραμύθι και ένα μαγικό ταξίδι που ξεκινάει από τα χρόνια του Μεγάλου Ναπολέοντα και τον προπάππο της Λουσιέν, για να φτάσει μέχρι το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.
Ο Λουσιέν, με εξαίρεση τον Ναπολέοντα, ήταν το πιο έξυπνό από τα οκτώ παιδιά της Λετίτσια και το πιο αγαπητό. Ο παππούς της, Πιερ Ναπολέων, ήταν το έκτο παιδί της προγιαγιάς Αλεξαντρίν και του προπάππου Λουσιέν και ήρθε στον κόσμο το 1815, τέσσερις μέρες πριν ο θείος του Ναπολέων φτάσει στη νήσο Αγία Ελένη. Παντρεύτηκε τη Νίνα, την κόρη ενός εργάτη, και μόνο η τρίτη τελετή του γάμου τους ήταν νόμιμη. Αυτή η απλή κοπέλα, που αγάπησε βαθιά τον απόγονο της οικογένειας Βοναπάρτη, ήταν δραστήρια, έξυπνη, θρασεία και αδίστακτη, προκειμένου να επιτύχει την κοινωνική καταξίωση που ονειρευόταν. Η Μαρία Βοναπάρτη είχε την ατυχία να μεγαλώσει δίπλα σ’ αυτήν τη γυναίκα, την οποία χαρακτήρισε αργότερα «πραγματική γυναίκα φαλλό», αφού η μητέρα της, η Μαρί Φελίξ Μπλαν, πέθανε 30 ημέρες μετά τη γέννησή της, στις 2 Ιουλίου 1881.
Σε αυτό το πρώτο τμήμα της βιογραφίας η Σελιά Μπερτέν μάς μεταφέρει από τη μια πόλη της Ευρώπης στην άλλη, από τα βασιλικά κυνήγια αγριόχοιρων στα ταπεινά εμπορικά, στις απελπισμένες προσπάθειες των αριστοκρατών της γενιάς του Ναπολέοντα να διατηρήσουν τα πλούτη τους και τη χλιδή τους. Και στο βάθος, διακρίνονται μεγάλοι πόλεμοι αλλά και μεγάλες προσωπικότητες -της τέχνης, της πολιτικής, της λογοτεχνίας-, η παρισινή Κομμούνα, διακρίνονται τα γαϊτανάκια των κοινωνικών τάξεων, μεγαλεία ψυχής αλλά και ποταπά ένστικτα.
Η Μιμί και η Μιμό
Η Μαρία, που το χαϊδευτικό της ήταν Μιμί, άλλαξε πολλές νταντάδες μέχρι που γνώρισε τη Μιμό. Το πραγματικό της όνομα ήταν Κλαιρ, όμως η Μαρία αποφάσισε να τη φωνάζει έτσι από τα άνθη της μιμόζας: «Το όνομα Κλαιρ, που φαινόταν ψυχρό, έμοιαζε με την υπερβολική καθαρότητα μιας όμορφης μέρας σε κάποια χώρα του Βορρά. Ξαφνικά, μόλις την είδα να κρατάει τα λουλούδια του Νότου στα χέρια της, μου ήρθε η ιδέα να της δώσω το ζεστό όνομα των λουλουδιών. Είπα «Μιμό…» χωρίς να τελειώσω τη λέξη, διατηρώντας όμως τα δύο «μ» από τη λέξη μαμά, μια λέξη που δεν πρόφερα ποτέ και τράβηξα τρυφερά τη δεύτερη συλλαβή». Ηταν αυτό που είχε ανάγκη σε ένα περιβάλλον σκληρότητας και αδιαφορίας στο οποίο μεγάλωνε.
Μπορεί όταν πέθανε η γιαγιά της να σημείωσε: «Μου φαίνεται πως μαζί με τη γιαγιά θάψαμε και το Θάνατο», αλλά η ζωή με τον πατέρα της δεν ήταν καλύτερη. Είναι πια 25 χρόνων και ο πατέρας της ήδη αναζητεί γαμπρό για τη μοναχοκόρη του. Εκείνη από τη μια πλήττει κοντά στον πατέρα της και από την άλλη δεν θέλει να αφήσει το Παρίσι. Η εξάρτηση από τον πατέρα της ήταν πολύπλοκη. Ο πρίγκιπας Γεώργιος της Ελλάδας, «ένας μεγαλόσωμος Σκανδιναβός, πραγματικός γίγαντας, ψηλός, αδύνατος, ξανθός» συγκεντρώνει την πιο σοβαρή υποψηφιότητα. Στις 29 Αυγούστου 1907 γίνονται οι επίσημοι αρραβώνες, ενώ οι πολιτικές εξελίξεις και οι ανατροπές στην Ελλάδα αρχίζουν να αφορούν και τη Μαρία Βοναπάρτη.
Σπάταλος γάμος
Ο πατέρας της καταφέρνει να διαχωρίσει τα περιουσιακά στοιχεία της Μαρίας και καταφέρνει ο πρίγκιπας να παραιτηθεί από οποιαδήποτε μελλοντική διεκδίκηση της περιουσίας της Μαρίας. Ομως ο γάμος ήταν παραμυθένια σπάταλος. «Μια και η γιαγιά της δεν ζούσε πια για να την αποτρέψει από τα αλόγιστα έξοδα, η Μαρία παρήγγειλε μια μυθική γκαρνταρόμπα, αποτελούμενη από φορέματα, παπούτσια, καπέλα και ασπρόρουχα. Ο οίκος Ντρεκόλ και οι προμηθευτές του ζήτησαν την άδειά της ώστε να εκθέσουν από κοινού όλα όσα προορίζονταν γι’ αυτήν. (…) Ο λογαριασμός στον οίκο Καρτιέ ανερχόταν στις σαράντα χιλιάδες φράγκα, ενώ οι «τουαλέτες» της κόστισαν εκατόν ογδόντα χιλιάδες φράγκα, ποσό στο οποίο προστέθηκαν άλλες τριάντα χιλιάδες φράγκα που δαπανήθηκαν σε άλλες αγορές».
Το ζευγάρι αποκτά δύο παιδιά, τον Πέτρο και την Ευγενία, και πολλά προβλήματα. Η ζωή στην Ελλάδα δεν σηκώνει τη γαλλοαναθρεμμένη και ανήσυχη πριγκίπισσα, που αναζητεί διεξόδους. Τις βρίσκει στις μετακομίσεις και στους εραστές. Παρ’ όλα αυτά, λέει: «Ο σύζυγός μου. Με κάνει να πλήττω, με κρατά δέσμια μιας ζωής που δεν με ικανοποιεί, είναι όμως ο μοναδικός άνδρας που θα με αγαπά μέχρι να πεθάνω. Οταν υποφέρω, έχω ανάγκη απ’ το πλατύ στέρνο του πιστού μου συζύγου. Ολοι οι άλλοι έρχονται και παρέρχονται· ακόμα και τα παιδιά, η ζωή θα τα πάρει μακριά μας». Και στις σκόρπιες σημειώσεις της έγραφε: «Επειτα από μερικές απέλπιδες προσπάθειες να γνωρίσω την αγάπη΄, έζησα δύο μεγάλους έρωτες. Μεταξύ των τριάντα και πενήντα μου χρόνων, δύο ήταν οι άνδρες που με συντρόφεψαν. Ο πρώτος, από πλευράς ηλικίας και εξουσίας, θα μπορούσε να είναι πατέρας μου. Κανείς όμως δεν με αγάπησε όπως αυτός. Ο δεύτερος ήταν σαν μεγάλος αδελφός. Αυτή η αγάπη κράτησε, σε ένταση και χρόνο, πιο πολύ από κάθε άλλη».
Η ψυχανάλυση και ο Φρόιντ
Από το 1919 αρχίζει να γράφει και να αναρωτιέται για την ψυχική της υγεία. Αρχίζει να ενημερώνεται για τον νεοσύστατο ψυχαναλυτικό κύκλο της Γαλλίας. Αναζητούσε την προσωπική λύτρωση. Γνωρίζει πρώτα τον δρα Λαφόργκ και μετά τον Οτο Ρανκ. Δεν έβρισκε όμως ούτε μαζί τους λύση στα δύσκολα ψυχικά της προβλήματα. Εν τέλει, στις 9 Απριλίου 1915 ο δρ Λαφόργκ γράφει εκ μέρους της στον Φρόιντ: «Δεν γνωρίζω αν ο Ρανκ σας ανέφερε πως ένα βράδυ ήμασταν καλεσμένοι στην κατοικία της πριγκίπισσας Γεωργίου της Ελλάδος, η οποία πάσχει από ιδεοληπτική νεύρωση που, χωρίς ασφαλώς να έχει επιφέρει βλάβες στις διανοητικές της ικανότητες, έχει διαταράξει την ψυχική της ισορροπία. Η εν λόγω κυρία σκοπεύει να σας επισκεφτεί στη Βιέννη και με παρακαλεί να σας ρωτήσω αν θα εξετάζατε το ενδεχόμενο να την αναλάβετε».
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1925 γράφει στον Λαφόργκ: «Είδα τον Φρόιντ σήμερα το απόγευμα». Ηταν η αρχή της πραγματικής της ζωής.
Έσωσε τον Φρόιντ από τους Ναζί
Ο Σίγκμουντ Φρόιντ, έγινε ο πατέρας, ο φίλος, η έμπνευση, η αντρική φιγούρα που της δημιουργούσε ασφάλεια, όσο δεν το έκαναν ούτε ο αδιάφορος πατέρας, ούτε ο ψυχρός σύζυγος, ούτε οι κρυφοί εραστές της που ήταν επίσης παντρεμένοι και δεν την κάλυπταν συναισθηματικά. Ο Φρόιντ έγινε ο πυγμαλίωνας που τη μύησε πνευματικά σε μια άλλη ζωή, πιο βαθιά, πιο ουσιαστική, την οδήγησε σε αυτογνωσία και την απελευθέρωσε. Για πρώτη φορά η Μαρία έκανε ειρήνη με τον εαυτό της, αγγίζοντας άφοβα με τα σκοτάδια της. Μετά την άνοδο των Ναζί στην εξουσία και την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία τον Μάρτιο του 1938, η Μαρία έδωσε έναν τεράστιο αγώνα με τη βοήθεια του Αμερικανού πρέσβη στην Γαλλία, για να καταφέρει να διασώσει τον εβραϊκής καταγωγής δάσκαλό της και να τον φυγαδεύσει στο Λονδίνο.
Λίγα χρόνια αργότερα θα γράψει: «Στο φως της μέρας τα φαντάσματα διαλύονται. Προηγουμένως όμως χρειάζεται να βρει κανείς τη δύναμη να τα καλέσει στο φως της ημέρας». Η Μαρία Βοναπάρτη είχε καλέσει τα φαντάσματά της στο φως της μέρας, τα είχε διαλύσει και με την προσωπική και την επιστημονική της πορεία άνοιξε δρόμους στην ψυχανάλυση.
Η χαρτογράφηση της κλειτορίδας και της γυναικείας σεξουαλικότητας
Από το 1924 η Μαρία Βοναπάρτη είχε αρχίσει να μελετάει τη γυναικεία σεξουαλικότητα ώστε να κατανοήσει τα αίτια της ψυχρότητας. Προκειμένου να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Φρόιντ, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Α.Ε. Ναρτζανί ένα ιατρικό άρθρο που συνέδεε την ανατομία της κλειτορίδας με την έλλειψη ικανοποίησης κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης. Η πριγκίπισσα ισχυριζόταν ότι είχε μελετήσει ως δείγμα 200 κλειτορίδες για να εξαγάγει τα συμπεράσματά της. Όλη αυτή την ιστορία, καθώς και την εξέλιξη της ταραχώδους σχέσης που ανέπτυξε η Μαρία Βοναπάρτη με τον πατέρα της ψυχανάλυσης, μια παθιασμένη σχέση γεμάτη σκαμπανεβάσματα, έχει αφηγηθεί στο βιβλίο της «Οι διακόσιες κλειτορίδες της Μαρίας Βοναπάρτη» η Αλίξ Λεμέλ (εκδ. Πατάκη). Η θεωρία της Μαρίας καθώς και η εξέλιξη αυτής μέσα στα επόμενα χρόνια οδήγησαν την πριγκίπισσα και τον Φρόιντ πολλές φορές σε διαφωνία. Η Μαρία τού μιλά για την ερωτική της ζωή και για κάποια σεξουαλικής φύσεως ζητήματα που αντιμετωπίζει με έναν εραστή της. Σύμφωνα με τη βιογράφο της Σελιά Μπερτέν (η βιογραφία κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ποταμός με τίτλο «Μαρία Βοναπάρτη: η ζωή της») ο Φρόιντ της λέει πως ο εραστής της «αποτελεί στα μάτια της μεταβίβαση του πατέρα και η Μαρία παρατηρεί: “Η αρρενοπρέπειά μου του αρέσει, είναι ένα μείγμα σεξουαλικότητας και διανοητισμού”». Και συνεχίζει η Μπερτέν: «Απ’ ό,τι φαίνεται, οι διαφωνίες της με το δάσκαλό της δεν είναι σπάνιες. Σύμφωνα με τη θεωρία που η Μαρία είχε αρχίσει να κατασκευάζει, η σεξουαλική ικανοποίηση προέρχεται από την ανδρική πλευρά της γυναίκας. Λίγο αργότερα παρευρίσκεται στο Δέκατο Συνέδριο Ψυχολογίας στην Κοπεγχάγη όπου γνωρίζει τον Παβλόφ, ο οποίος εκτιμά τον Φρόιντ,, σέβεται τις απόψεις του, αλλά δεν πιστεύει πως η σεξουαλικότητα έχει τη σημασία που της αποδίδει. Στη συνέχεια αναχωρεί για το Διεθνές Συνέδριο του Βισμπάντεν […] Εκεί ήταν η πρώτη φορά που η Μαρία παρουσίασε δικό της κείμενο ενώπιον του Διεθνούς Οργανισμού με τίτλο “Η ερωτική λειτουργία στις γυναίκες”: “Υπάρχουν γυναίκες οι οποίες, μη έχοντας αποποιηθεί την αρρενοπρέπειά τους διατηρούν ως επί το πλείστον τη φαλλική οργάνωση στις ερωτογενείς ζώνες, δηλαδή είναι ετεροφυλόφιλες, όμως η κυρίαρχη ζώνη παραμένει κλειτοριδική».
Όλα αυτά εν έτει 1932, από μια πριγκίπισσα που τολμά να μην είναι όπως προτάσσει το πρωτόκολλο, από μια γυναίκα που δεν διστάζει όχι μόνο να έχει εραστές, ενώ είναι δεσμευμένη, αλλά και να στηρίζει ολόκληρη θεωρία για τον γυναικείο οργασμό σε μια εποχή όπου οι γυναίκες ακόμα πάλευαν για δικαίωμα ψήφου, ενώ την καρδιά της Ευρώπης απειλούσε ο ναζισμός, ενώ προερχόταν από ένα συντηρητικό σύστημα όπως η μοναρχία.
Το βιβλίο της Σελιά Μπερτέν μας γνωρίζει πρώτα τα φαντάσματα που στοίχειωσαν τη ζωή της Μαρίας Βοναπάρτη, μετά τις οδύνες που της προκάλεσαν και τέλος τις διαδικασίες μέσω των οποίων τα διέλυσε.
Η Μαρία Βοναπάρτη δεν ήταν ευτυχισμένη κόρη, δεν ήταν ευτυχισμένη σύζυγος, ήταν όμως μια απελευθερωμένη γυναίκα που ευτύχησε να επιβάλει τον εαυτό της και τα θέλω της σε έναν κόσμο που δεν ήταν ακόμα έτοιμος για τη δικαιώσει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι ήταν πολύ μπροστά από την εποχή της, πολύ μπροστά από τον κόσμο που εκπροσωπούσε.
Ιnfo
Η βιογραφία «Μαρία Βοναπάρτη – Η ζωή της» της Σελιά Μπερτέν, μετάφραση – επίμετρο Ρούλα Τσιτούρη, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ποταμός».