Την ανησυχία τους για «τις πρόσφατες και ανακοινωθείσες απειλητικές ενέργειες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ιδίως τις ασκήσεις με πραγματικά πυρά και τον οικονομικό καταναγκασμό, οι οποίες κινδυνεύουν να οδηγήσουν σε κλιμάκωση χωρίς λόγο» εκφράζουν οι υπουργοί Εξωτερικών της G7 (Καναδάς, Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία, Ηνωμένο Βασίλειο, ΗΠΑ και ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ).
Υπογραμμίζεται ότι «δεν υπάρχει καμία δικαιολογία να χρησιμοποιηθεί μια επίσκεψη ως πρόσχημα για επιθετική στρατιωτική δραστηριότητα στα στενά της Ταϊβάν. Είναι φυσιολογικό για τους βουλευτές των χωρών μας να ταξιδεύουν διεθνώς. Η κλιμακούμενη απάντηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας κινδυνεύει να αυξήσει τις εντάσεις και να αποσταθεροποιήσει την περιοχή».
«Επαναλαμβάνουμε την κοινή και σταθερή δέσμευσή μας για τη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στα στενά της Ταϊβάν και ενθαρρύνουμε όλα τα μέρη να παραμείνουν ήρεμα, να επιδείξουν αυτοσυγκράτηση, να ενεργήσουν με διαφάνεια και να διατηρήσουν ανοιχτές γραμμές επικοινωνίας για την αποφυγή παρεξηγήσεων», σημειώνουν.
Η Κίνα δεν μπορεί να εμποδίσει ξένους ηγέτες που θέλουν να ταξιδέψουν στην Ταϊβάν, δήλωσε σήμερα η πρόεδρος της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι μετά την ολοκλήρωση της επίσκεψής της στο αυτοδιοικούμενο νησί.
«Δυστυχώς, η Ταϊβάν εμποδίστηκε να συμμετάσχει σε παγκόσμιες συνόδους, με πιο πρόσφατη εκείνη του Παγκοσμίου Οργανισμού Υγείας, εξαιτίας των αντιρρήσεων του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος», ανέφερε η Πελόζι και συμπλήρωσε: «Παρότι μπορούν να εμποδίσουν την Ταϊβάν να στείλει τους ηγέτες της σε παγκόσμια φόρουμ, δεν μπορούν να εμποδίσουν τους ξένους ηγέτες – ή οποιονδήποτε άλλον θέλει – να ταξιδέψουν στην Ταϊβάν για να τιμήσουν την ακμάζουσα Δημοκρατία της, να επισημάνουν τις επιτυχίες της και να επιβεβαιώσουν τη δέσμευσή μας για συνεχή συνεργασία».