Στον απόηχο του metoo για ανηλίκους, είναι χρέος όσων επιστημόνων εργάζονται στο πεδίο της δικαιοσύνης να επισημαίνουν ότι τα εγκλήματα του 19ου κεφαλαίου του Ποινικού Κώδικα (εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας) που υπάγονται στον γενικώτερο εξωνομικό ορισμό της «σεξουαλικής κακοποίησης» είναι εγκλήματα υψηλού σκοτεινού αριθμού. Δηλαδή τελούνται και στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν αποκαλύπτονται ή για μια σειρά από αιτίες αποκαλύπτονται καθυστερημένα. Και να υπογραμμίζουν τους τρόπους και τις έννομες μεθόδους με τις οποίες αυτό πρέπει να αλλάξει.
Του Παναγιώτη Παπαϊωάννου*
Το πλέγμα των παραγόντων που συντείνουν σε αυτό μπορεί να αμβλυνθεί υπέρ των θυμάτων, καταρχάς με την υπόμνηση ορισμένων δεδομένων, τα οποία γνωρίζοντάς τα, ο πολίτης έχει την ευχέρεια να τοποθετηθεί απέναντι στο φαινόμενο με υπευθυνότητα και ευαισθησία.
Η παιδοφιλία ανήκει στις παραφιλίες και αποτελεί ψυχική διαταραχή, η οποία περιγράφεται στο Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Διαταραχών (DSM-IV), με σαφή διαγνωστικά κριτήρια. Με άλλα λόγια, ο παιδόφιλος δεν είναι «άρρωστος», ξέρει τί κάνει, απλώς του είναι αδύνατον να καθυποτάξει την διαταραχή του, προς ικανοποίηση της οποίας αδιαφορεί για το ότι σημαδεύει ανθρώπινες ζωές για πάντα.
Τόσο εμπειρικά, όσο και από διεθνείς έρευνες, ο παιδόφιλος είναι συνήθως άντρας, άνω των 30 ετών, ελεύθερος, με λίγους φίλους της ηλικίας του. Αν είναι παντρεμένος, πιθανότατα έχει περιορισμένη ή και καθόλου ερωτική ζωή με τη σύντροφό του, ενώ όχι σπάνια είναι αξιοσέβαστο μέλος της εκάστοτε τοπικής κοινωνίας. Καταδικασθέντες για αδικήματα που σχετίζονται με την προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας ανηλίκων, κατά τη διάρκεια των ψυχολογικών / ψυχιατρικών αποτιμήσεων όσο εκτίουν ποινή έχουν ομολογήσει ότι είχαν κακοποιηθεί σεξουαλικά και οι ίδιοι ως παιδιά, ενώ καταγράφεται αρκετά συχνά ότι στις περιπτώσεις αυτές και τα θύματά τους είναι της ίδιας περίπου ηλικίας που είχαν αυτού όταν κακοποιήθηκαν. Παρά τις κοινές περί του αντιθέτου πεποιθήσεις, ο παιδόφιλος ανήκει συνήθως στο περιβάλλον του παιδιού ή και της οικογένειας. Μπορεί να είναι ο δάσκαλος, ο προπονητής, ο γείτονας, ο θείος, ο πατριός ή κάποιο άλλο άτομο «υπεράνω πάσης υποψίας».
Με βάση διεθνή ερευνητικά δεδομένα, στη συντριπτική πλειονότητα τα παιδιά γνώριζαν τον δράστη (93,0%) – μόνο στο 7% των περιπτώσεων ο δράστης τους ήταν άγνωστος. Στο 38,2% των καταγγελιών ο υπαίτιος της κακοποίησης φαίνεται να είχε σχέση συγγένειας με το παιδί. Ειδικότερα, ως δράστης παρουσιάζεται ο πατέρας του παιδιού (15,1%) και στο 19,6% κάποιος άλλος συγγενής του (θείος, ξάδερφος κ.ά.). Ορισμένες καταγγελίες κακοποίησης αφορούν στη μητέρα του παιδιού ως δράστη (1,5%).
Οι δράστες είναι άντρες (98%) και στο 14,6% των περιπτώσεων ο δράστης της κακοποίησης είναι ανήλικος. Οι καταγγελίες αφορούν σε δράστες ενήλικες, που είχαν αναπτύξει σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με το παιδί (41,7%) και μόνο 7,5% των καταγγελιών σχετίζονται με ενήλικα άτομα, τα οποία ήταν άγνωστα στο παιδί.
Στην πλειονότητά τους τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης αποκρύπτουν την κακομεταχείριση την οποία έχουν υποστεί. Η διεθνής βιβλιογραφία αποδεικνύει ότι ένα μόνο μικρό ποσοστό όσων βιώνουν την τραυματική αυτή εμπειρία, αποφασίζει να μιλήσει (Berliner & Conte, 1995· Lamb & Edgar-Smith, 1994). Σύμφωνα με ερευνητικά αποτελέσματα το 30 με 80 τοις εκατό των παιδιών αρνείται να αποκαλύψει τη θυματοποίησή του μέχρι την ενηλικίωσή του (Arata, 1998· Paine & Hansen, 2002). Όλα τα ερευνητικά ευρήματα καταμαρτυρούν την υπέρμετρη δυσκολία που απαντούν τα θύματα στην προσπάθειά τους να μιλήσουν για ό,τι τους συνέβη (Cristiansen & Blake, 1990). Πηγή : Ο. Θέμελη, σε Crime In Crisis – Τιμητικό Τόμο Ν.Ε. Κουράκη, εκδ. Σάκκουλα, 2016
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) περίπου 1 στα 5 παιδιά πέφτει θύμα κάποιας μορφής σεξουαλικής βίας ή κακοποίησης. Στην Ελλάδα 1 στα 6 παιδιά θα δεχθεί κάποια μορφή σεξουαλικής βίας στη ζωή του, 1 στα 13 παιδιά θα έχει και σωματική επαφή με τους δράστες και 1 στα 30 θα έχει μια εμπειρία βιασμού ή απόπειρας βιασμού.
Έρευνα του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού στο πλαίσιο του Ερευνητικού Προγράμματος BECAN (Επιδημιολογική Μελέτη για την Κακοποίηση και Παραμέληση του Παιδιού στα Βαλκάνια), απέδειξε ότι τα υψηλά ποσοστά κακοποίησης αφορούν και τη χώρα μας. Φαίνεται δε, ότι υπάρχει ένα μεγάλο χάσμα ανάμεσα στα κρούσματα που λαμβάνουν χώρα και σε εκείνα που τελικά καταγγέλλονται (BECAN, 2013):
· Ένα στα δύο παιδιά υπέστησαν στο ενδοοικογενειακό ή κοινωνικό περιβάλλον, εκτός σχολείου, σωματική βία.
· Ένα στα δέκα παιδιά θυματοποιήθηκαν σεξουαλικά κατά τη διάρκεια μόνο της τελευταίας χρονιάς διεξαγωγής της έρευνας (2012).
· Τα αντίστοιχα ποσοστά για το σύνολο των εμπειριών τους στη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, ανέρχονται σε 76,8% για σωματική βία και 16,2% για σεξουαλική.
Ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών ανέφερε πολλαπλές και διαφορετικών ειδών εμπειρίες, με θύματα τα ίδια.
· Τα περιστατικά τα οποία αναφέρθηκαν στις αρμόδιες υπηρεσίες ήταν λιγότερο από το 1%.
Στον Ποινικό μας Κώδικα, τα εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας των ανηλίκων τυποποιούνται στο 19ο κεφάλαιο. Στην πλειονότητά τους, συνιστούν κακουργήματα και τιμωρούνται με ποινές κάθειρξης (5-20 ετών), ιδίως όταν τα θύματα είναι κάτω των 14 ή και 12 ετών. Ενδεικτικώς:
Βιασμός ανηλίκου (αρ. 336) παρ. 3 : προβλέπεται η ισόβια κάθειρξη (ισχύει από τον Ν. 4855/2021, μέχρι τότε η ποινή ήταν 10-20 έτη).
Κατάχρηση ανικάνου προς αντίσταση σε γενετήσια πράξη (αρ. 338 παρ. 1) παρ. 1 : ποινή 5-10 έτη, παρ. 2 : 5-20 έτη.
Γενετήσιες πράξεις με ανηλίκους ή ενώπιόν τους (αρ. 339 παρ. 1) παρ. 1α) : 5-20 έτη, παρ. 1β): ποινή 5-10 έτη
Κατάχρηση ανηλίκων (αρ. 342 παρ. 1, 2) παρ. 1 : ποινή 10-20 έτη, παρ. 2 : 5-20 έτη, παρ. 3 : ποινή 5-10 έτη, αναλόγως με την ηλικία του θύματος.
Γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών [το παλαιό Αιμομιξία] (αρ. 345 παρ. 1) όταν ο δράστης είναι ανιών : ποινή 5-10 έτη (Ν. 4855/21)
Πορνογραφία ανηλίκων(αρ. 348Α)παρ. 3, 4 (όταν τελείται κατ’ επάγγελμα ) : 5-20 & χρηματική ποινή, παρ. 5, εδ. α΄ : ποινή 10-20 έτη, εδ. β΄ έως και ισόβια κάθειρξη, εάν επέλθει θάνατος του ανηλίκου)
Πορνογραφικές παραστάσεις ανηλίκων(αρ. 348Γ παρ. 1) παρ. 1 περ. α΄: κάτω των 12 ποινή 5-20 έτη, περ. β΄ (12-14): ποινή 5-10 έτη, παρ. 2 (με βία ή απειλή) περ. α΄ : ποινή 10-20 έτη, περ. β΄ : ποινή 5-20, περ. γ΄: 5-10 έτη.
Τέλος, για να ανατραπεί ο σκοτεινός αριθμός του εγκληματικού αυτού φαινομένου, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει με βάση το νόμο η σχολική κοινότητα, όπου το παιδί περνά περίπου τη μισή του ημέρα.
Στο αρθρο 23 του Ν. 3500/2006 (ΦΕΚ 232/Α΄/24-10-2006) προβλέπεται ρητή υποχρέωση των εκπαιδευτικών να αναφέρονται συντεταγμένα στις αρχές όταν διαπιστώνουν ίχνη σεξουαλικής κακοποίησης ή και ενδοοικογενειακής βίας. Ειδικώτερα, εκεί ορίζεται ότι : «Παρ. 1: Εκπαιδευτικός της πρωτοβάθμιας ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ο οποίος, κατά την εκτέλεση του εκπαιδευτικού του έργου, με οποιονδήποτε τρόπο πληροφορείται ή διαπιστώνει ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος μαθητή έγκλημα ενδοοικογενειακής βίας, ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, τον διευθυντή της σχολικής μονάδας. Ο διευθυντής της σχολικής μονάδας ανακοινώνει, αμέσως, την αξιόποινη πράξη στον αρμόδιο εισαγγελέα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 το άρθρου 37 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ή στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή. Την ίδια υποχρέωση έχουν οι εκπαιδευτικοί και οι διευθυντές των ιδιωτικών σχολείων, καθώς και οι υπεύθυνοι των πάσης φύσεως Μονάδων Προσχολικής Αγωγής. Παρ. 2: Κατά την προδικασία και τη διαδικασία στο ακροατήριο, ο διευθυντής της σχο-λικής μονάδας, ο οποίος ανακοίνωσε την αξιόποινη πράξη στις παραπάνω αρμόδιες αρχές, και ο εκπαιδευτικός, ο οποίος την πληροφορήθηκε ή τη διαπίστωσε, καλούνται να εξετασθούν ως μάρτυρες, μόνον αν η πληροφορία δεν αποδεικνύεται με οποιοδήποτε άλλο αποδεικτικό μέσο».
Πλέον, με την τελευταία νομοθετική τροποποίηση (Ν. 4855/2021, κατ’ επιταγήν των προβλεπομένων σε ολόκληρη την Ευρώπη), σύμφωνα με το αρ. 113 παρ. 4 του Π.Κ. «Η προθεσμία της παραγραφής των κακουργημάτων (σ.σ.: η οποία κατά νακόνα είναι πενταετής) που στρέφονται κατά ανηλίκου αρχίζει από την ενηλικίωση του θύματος. Η προθεσμία της παραγραφής των εγκλημάτων που προβλέπονται (…) στο 19ο Κεφάλαιο του Ειδικού Μέρους του παρόντος Κώδικα, όταν αυτά στρέφονται κατά ανηλίκου, αρχίζει ένα (1) έτος μετά από την ενηλικίωση του θύματος, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και τρία (3) έτη μετά την ενηλικίωση, εφόσον πρόκειται για κακούργημα».
Το ελάχιστο που οφείλουμε στα θύματα ως συντεταγμένη πολιτεία και ως σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι να τα βοηθήσουμε να μιλήσουν και να αναδείξουν με δικονομικά υποστατό τρόπο τις εγκληματικές πράξεις μέχρι την επίτευξη της δίκαιης αποτίμησής τους από την δικαιοσύνη.
Η παιδοφιλία δεν είναι «ιδιαιτερότητα», είναι νοσηρή συμπεριφορά και τιμωρητέα ως κακούργημα.
………………………………
* Ο Παναγιώτης Γ. Παπαϊωάννου είναι μαχόμενος Δικηγόρος Αθηνών, διδάκτωρ Εγκληματολογίας. συγγραφέας των βιβλίων «Ανθρωποκτόνοι Κατά Συρροή και κατ’ Εξακολούθηση (Serial Killers & Mass Murderers) – το Ελληνικό Παράδειγμα», Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη 2013 και «Εγκλήματα Ζηλοτυπίας – Εγκληματολογική Θεώρηση και Νομολογία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2001.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ: Κώστας Γιαννόπουλος στο AnatropiNews: Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών…Μένει μυστικό;