Η παιδοφιλία περιγράφεται από τη σύγχρονη ψυχιατρική ως ψυχική διαταραχή και ανήκει στην κατηγορία των παραφιλιών.
Του Γιώργου Ξυλούρη*
Ως παραφιλία ορίζεται το έντονο και επίμονο σεξουαλικό ενδιαφέρον διαφορετικό από αυτό που προκύπτει με τη διέγερση των γεννητικών οργάνων ή επαφής με σωματικά ώριμους, συναινετικούς συντρόφους. Μια παραφιλία χαρακτηρίζεται ως διαταραχή όταν η παρουσία της προκαλεί άγχος ή βλάβη στο άτομο ή όταν η ικανοποίησή της συνεπάγεται με βλάβη ή κίνδυνο βλάβης προς τον εαυτό ή τους άλλους. Πιο συγκεκριμένα, η παιδοφιλική διαταραχή περιλαμβάνει τα εξής διαγνωστικά κριτήρια όπως αυτά ορίζονται από το 5ο Διαγνωστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρίας (DSM-5):
Α. Για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών παρουσία επαναλαμβανόμενων επίμονων φαντασιώσεων, παρορμήσεων ή συμπεριφορών που περιλαμβάνουν σεξουαλικές δραστηριότητες με παιδιά προεφηβικής ηλικίας (13 ετών ή μικρότερα).
Β. Το άτομο έχει ενδώσει σε αυτές τις σεξουαλικές παρορμήσεις ή αυτές οι παρορμήσεις ή φαντασιώσεις του προκαλούν σημαντική δυσφορία ή διαπροσωπικές δυσκολίες.
Γ. Διευκρινίζεται πως το άτομο πρέπει να είναι τουλάχιστον 16 ετών και 5 χρόνια μεγαλύτερο από το παιδί.
Διευκρινίζεται πως η διάγνωση δεν αποδίδεται σε άτομο στην όψιμη εφηβεία το οποίο έχει σταθερή σεξουαλική σχέση με ένα άτομο 12-13 ετών και προσδιορίζεται αν η διαταραχή αφορά την αποκλειστική έλξη μόνο προς παιδιά ή όχι , ή την αποκλειστική έλξη προς το ένα από τα δύο φύλα, ή αφορά αμφότερα τα φύλα. Επίσης, προσδιορίζεται αν είναι αποκλειστικά αιμομικτικου χαρακτήρα.
Ωστόσο, ο παραπάνω σαφής ορισμός , δεν προστατεύει από ένα πολύ συχνό και μεγάλο λάθος που γίνεται μέσα από τη γενική χρήση του όρου «παιδοφιλία». Τα προφίλ των ατόμων με παιδοφιλική διαταραχή μπορεί να διαφέρουν κατά πολύ, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης της προσωπικότητας, ψυχικών μηχανισμών και ψυχοπαθολογίας όσο και σε επίπεδο συμπεριφορών και πράξεων. Είναι συνεπώς σε κάθε ειδική περίπτωση καθόλα απαραίτητο να γίνεται σωστή διαγνωστική διερεύνηση και εξειδικευμένος σχεδιασμός αντιμετώπισης.
Ο επιπολασμός της παιδοφιλίας στον γενικό πληθυσμό δεν είναι γνωστός αλλά εκτιμάται ότι είναι χαμηλότερος από 5% στους ενήλικες άνδρες.Λιγότερα είναι γνωστά για τον επιπολασμό της παιδοφιλίας στις γυναίκες, αλλά υπάρχουν αναφορές περιπτώσεων γυναικών με έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις και ορμές προς τα παιδιά. Οι άνδρες δράστες ευθύνονται για την πλειονότητα των σεξουαλικών εγκλημάτων που διαπράττονται κατά παιδιών. Μεταξύ των καταδικασθέντων παραβατών, το 0,4% έως 4% εκτιμάται ότι είναι γυναίκες . Ο πραγματικός αριθμός των γυναικών με παιδοφιλική διαταραχή- κακοποιητών παιδιών μπορεί να υποεκπροσωπείται από τις διαθέσιμες εκτιμήσεις, για λόγους , όπως αναφέρεται βιβλιογραφικά, ότι υπάρχει ηκοινωνική τάση να απορρίπτεται ο αρνητικός αντίκτυπος των σεξουαλικών σχέσεων μεταξύ νεαρών αγοριών και ενήλικων γυναικών, καθώς και η μεγαλύτερη πρόσβαση των γυναικών σε πολύ μικρά παιδιά που δεν μπορούν να αναφέρουν παρενόχληση/ κακοποίηση, μεταξύ άλλων εξηγήσεων.
Στην κλινική πράξη υπάρχουν άτομα με παιδοφιλική διαταραχή που προβαίνουν σε μεμονωμένες ή επαναλαμβανόμενες εγκληματικά αξιόποινες πράξεις (σεξουαλική παρενόχληση ή/και κακοποίηση ανηλίκων προέφηβων ή/και παιδιών). Συγχρόνως υπάρχει και η κατηγορία των ατόμων με παιδοφιλική διαταραχή που πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια αλλά δεν προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις.
Από την πλευρά της προσέγγισης της ψυχοπαθολογίας είναι εξαιρετικά σημαντικό να μπορεί να γίνει η διάκριση της ποιότητας της ψυχικής λειτουργίας του υποκειμένου με παιδοφιλική διαταραχή: μεταξύ άλλων, αν κυριαρχούν νευρωτικές ή ψυχωτικές λειτουργίες (βαθμός διάκρισης ανάμεσα στην πραγματικότητα και φαντασία, ανάμεσα στον εξωτερικό και τον εσωτερικό κόσμο του υποκειμένου) , αν κυριαρχούν διαστροφικού χαρακτήρα λειτουργίες.
Κάποιοι ψυχικοί μηχανισμοί που μπορεί κανείς να διακρίνει σε ένα άτομο με παιδοφιλική διαταραχή είναι η ναρκισσιστική επιλογή αντικειμένου, δηλαδή το άτομο αυτό μπορεί να βλέπει ένα παιδί ως είδωλο του εαυτού του ως παιδί. Κάποιες φορές συναντά κανείς ένα άτομο ναρκισσιστικά ευάλωτο που μπορεί να δει τα παιδιά ως σεξουαλικό αντικείμενο γιατί αυτά θα προέβαλαν μικρότερη αντίσταση ή θα δημιουργούσαν μικρότερο άγχος απ’ ό,τι ενήλικες σύντροφοι δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στα άτομα που πάσχουν από την παιδοφιλική διαταραχή να αποφύγουν το άγχος ευνουχισμού. Τα άτομα με τη διαταραχή αυτή,τα οποία , σε κάποιες περιπτώσεις, επιλέγουν επαγγέλματα στα οποία μπορούν να αλληλοεπιδρούν με παιδιά ή επαγγέλματα που συμπυκνώνουν συμβολικά κάτι ιδεώδες (πχ. προσωπική ασφάλεια, προστασία, φροντίδα, κοινωνική συνοχή) συναντούν συχνά εξιδανικευτικές αποκρίσεις των παιδιών. Το γεγονός αυτό βοηθά τα άτομα αυτά να διατηρήσουν τον θετικό αυτοσεβασμό τους. Τα άτομα με παιδοφιλική διαταραχή, με τη σειρά τους, δεν είναι σπάνιο να εξιδανικεύουν αυτά τα παιδιά. Έτσι , η σεξουαλική δραστηριότητα με αυτά περιλαμβάνει την ασυνείδητη φαντασίωση της συγχώνευσης με ένα ιδεώδες αντικείμενο ή την αποκατάσταση ενός νεανικού εξιδανικευμένου εαυτού. Τα άγχη του γήρατος και του θανάτου μπορούν να κατευναστούν μέσα από τη σεξουαλική δραστηριότητα με παιδιά.
Όταν η παιδοφιλική δραστηριότητα εμφανίζεται σε συνδυασμό με μία ναρκισσιστική διαταραχή προσωπικότητας με σοβαρά αντικοινωνικά χαρακτηριστικά , οι ασυνείδητοι παράγοντες που καθορίζουν την συμπεριφορά μπορεί να είναι στενά συνδεδεμένοι με τον σαδισμό. Η σεξουαλική κατάκτηση του παιδιού μπορεί να είναι το εργαλείο της εκδίκησης.
Είναι γεγονός ότι στα άτομα με παιδοφιλική διαταραχή ανευρίσκεται στην ιστορία της ζωής τους τραύματα και βία , τόσο σε σωματικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο . Σήμερα , μπορούμε επίσης να μιλήσουμε και για «οικογενειακή ψυχική κακοποίηση» ή τραυματική αναπτυξιακή διαταραχή γιατί το τραύμα ειδικά στα 10 πρώτα χρόνια της ζωής, διεισδύει και επηρεάζει την πορεία της ανάπτυξης. Είναι σημαντικό ωστόσο να τονιστεί ότι ο όποιος έχει υποστεί βία ή κακοποίηση ως παιδί δεν εκδηλώνει αυτόματα και γραμμικά την παιδοφιλική διαταραχή. Επίσης, δεν έχει αποδειχθεί άμεση συσχέτιση ενός βιολογικού/ γενετικού παράγοντα με την εμφάνιση της παιδοφιλικής διαταραχής.
Οι συνέπειες βεβαίως για τα παιδιά θύματα μπορεί να είναι πολλές και συχνά καταστροφικές. Η ποιότητά τους αλλά και το εύρος της επίδρασής τους καθορίζεται μεταξύ άλλων από την ηλικία, το αναπτυξιακό στάδιο και την ωριμότητα του παιδιού, τη σχέση του παιδιού-θύματος με τον θύτη, τα χαρακτηριστικά των παιδοφιλικών συμπεριφορών (συχνότητα, διάρκεια, βαθμός έκθεσης, είδος πράξης, έντασης, βίας κ.ά.). Ενδεικτικά, η ικανότητα του παιδιού να φτιάχνει και να χρησιμοποιεί δεσμούς και σχέσης αντικειμένου επηρεάζεται σημαντικά, η αίσθηση κανονικότητας διαταράσσεται, τα όρια ανάμεσα σε ενήλικες και παιδιά συγχέονται, ειδικά στις περιπτώσεις που ο θύτης είναι στενό μέλος της οικογένειας, οι ιδέες της αγάπης, της φροντίδας μπερδεύονται με το μίσος και την επιθετικότητα, η αίσθηση της ασφάλειας κλονίζεται.
Εν κατακλείδι, είναι εξαιρετικά σημαντικό να ξανατονιστεί ότι η παιδοφιλία είναι μία ψυχική διαταραχή η οποία δεν αναφέρεται αποκλειστικά σε ένα ψυχοπαθολογικό προφίλ . Χαρακτηρίζεται από ετερογένεια και κατά συνέπεια απαιτείται σε κάθε περίπτωση μια εξειδικευμένη προσέγγιση.
Εδώ αναδύεται και η εξαιρετικά σημαντική διάσταση της αντιμετώπισης.
Καταρχήν, της απόλυτης αδιαπραγμάτευτης ανάγκης για τη φροντίδα και προστασία, τη θεραπευτική πλαισίωση και υποστήριξη των παιδιών θυμάτων και των οικογενειών τους.
Κατά δεύτερον, της προσπάθειας της εξειδικευμένης θεραπευτικής αντιμετώπισης των ατόμων που πάσχουν από τη διαταραχή αυτή.
Εν τέλει, εξίσου σημαντική αν όχι σημαντικότερη είναι ηπρωτογενής πρόληψη που περνάει μέσα από την ενίσχυση της προστασίας του ρόλου των παιδιών στην κοινωνία, της διαφύλαξης των δικαιωμάτων τους, της διασφάλισης ευνοϊκών συνθηκών για το μεγάλωμά τους, της ενίσχυσης των θεσμών που προστατεύουν τις κοινωνικές ομάδες και προάγουν τις συνθήκες διαβίωσης και ευημερίας τους. Το παραπάνω δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μόνο μέσα από μία συνεργική στάση και προσπάθεια τόσο της επιστημονικής κοινότητας όσο και της πολιτικής, νομοθετικής, εκτελεστικής και θεσμικής εξουσίας στα πλαίσια ενός ευρύτερου κοινωνικού διαλόγου.
*Ψυχίατρος Παιδιών και Εφήβων
Επιστημονικά Υπεύθυνος στο «Σπίτι του Παιδιού» του «Χαμόγελου του παιδιού»