Η υπόθεση της παρακολούθησης του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη (από την ΕΥΠ) και το κύμα των αποκαλύψεων -που είναι μάλλον βέβαιο πώς δεν σταματούν εδώ- έχουν ήδη παραγάγει σημαντικά νέα πολιτικά δεδομένα, τα οποία, με την συνδρομή των παράλληλων ερευνών της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, της ΑΔΑΕ, και της Εξεταστικής επιτροπής που θα συγκροτηθεί, καθώς και της δημοσιογραφικής ιχνηλάτησης, διαμορφώνουν νέο πολιτικό τοπίο.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Για να έχει κανείς συνολική εικόνα του πολιτικού κάδρου των επόμενων εβδομάδων, ίσως και επόμενων μηνών, με ορίζοντα τις εκλογές (όποτε κι αν κρίνει ο πρωθυπουργός πως θα διεξαχθούν), παραθέτουμε μερικές πτυχές της πιο συγκλονιστικής υπόθεσης των τελευταίων πολλών ετών:
-Το προφανές: Ο πρωθυπουργός στερείται, πλέον, των υπηρεσιών ενός πολύτιμου γι’ αυτόν συνεργάτη που -πέραν της εμπλοκής του στην υπόθεση- διηύθυνε εκ του παρασκηνίου το σύνολο των λειτουργιών της κυβέρνησης, τις σχέσεις με τους υπουργούς, τα μεγάλα εμφανή και αφανή “πρότζεκτ”, την επαφή με τους κρίσιμους κρίκους της κοινοβουλευτικής ομάδας, την επικοινωνία με τους “αρμούς” της εξουσίας και με σημαίνοντες επιχειρηματικούς παράγοντες.
Με την μεταβίβαση της (αντικειμενικής) πολιτικής ευθύνης στον Γρηγόρη Δημητριάδη, ο μαέστρος του Μεγάρου Μαξίμου “κάηκε” πολιτικά και ίσως αποδειχθεί αναντικατάστατος. Ούτε, φυσικά, ο Γιάννης Μπρατάκος, που ανέλαβε την θέση του, ούτε κάποιος εκ των Γιώργου Γεραπετρίτη και Άκη Σκέρτσου που κατοικοεδρεύουν στο “συντονιστικό κέντρο” του λεγόμενου επιτελικού κράτους, έχουν την εμπιστοσύνη του και την απόλυτη εντολή “license to kill”. Πιθανότατα δεν έχουν ούτε τις ικανότητες, και, πάντως, η επιρροή τους στο κόμμα και την κοινοβουλευτική ομάδα είναι ανύπαρκτη.
Για τον τρόπο που συνήθισε να κυβερνά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η απώλεια του Γρ. Δημητριάδη είναι κρίσιμη, κι αυτό θα πολλαπλασιάσει τις δυσλειτουργίες και θα δημιουργήσει πολλά κέντρα εξουσίας με αντιπαλότητες. Για μια κυβέρνηση,δε, που βρίσκεται στην δίνη μιας θεσμικής και πολιτικής κρίσης και έχει να αντιμετωπίσει πολλά μέτωπα το επόμενο διάστημα, η εξέλιξη αυτή είναι “υπαρξιακής φύσεως” και δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε από κάποιο “σύστημα” συνδρομής εκτός του Μεγάρου Μαξίμου.
-Το “αφανές”: Πολιτικά κέντρα (εντός Ν.Δ) και εξωθεσμικοί παράγοντες με μεγάλη επιρροή αντιλαμβάνονται πως η κυβέρνηση βρίσκεται “στα σχοινιά”. Θα επιχειρήσουν, πιθανώς, να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού, προς όφελός τους, θα ασκήσουν πιέσεις και θα θελήσουν να διαμορφώσουν νέο πλαίσιο επιρροής. Ο πρωθυπουργός πρέπει να ξοδέψει σχεδόν ολόκληρο το εναπομείναν πολιτικό του απόθεμα για να συγκρατήσει φυγόκεντρες δυνάμεις, μικρές ή μεγαλύτερες εξεγέρσεις, την γκρίνια ορισμένων, και, κυρίως, τις απαιτήσεις που θα εγείρουν οι παραπάνω. Σε συνδυασμό, με το προηγούμενο, την απουσία, δηλαδή, πολιτικού κυματοθραύστη στο Μέγαρο Μαξίμου, η κατάσταση θα είναι δύσκολη.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και η πίεση που θα ενταθεί από το εξωτερικό. Οι παρακολουθήσεις πολιτικών και δημοσιογράφων αποτελούν μείζον θέμα του σκληρού πυρήνα του τρόπου με τον οποίο οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται το Κράτος Δικαίου (ενίοτε υποκριτικά και επιλεκτικά- αλλά αυτό είναι, δυστυχώς, το παιχνίδι…).
Το προφίλ του πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες έχει πληγεί, και εάν δεν υπάρξει, με δική του απλόχερη πρωτοβουλία -κάτι που δεν φαίνεται-, πλήρης και οριστική διαλεύκανση της υπόθεσης, οι σχέσεις θα διαρραγούν πλήρως. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε ολόκληρο το φάσμα πολιτικών αποφάσεων που θα ληφθούν το επόμενο διάστημα.
–Η μεγάλη πολιτική (και εκλογική) επίδραση: Μπορεί οι δημοσκοπήσεις του Σεπτεμβρίου, εν μέσω αποκαλύψεων και σφοδρής πολιτικής σύγκρουσης, να αναδείξουν το πρόβλημα διακυβέρνησης και αξιοπιστίας του ίδιου του κ. Μητσοτάκη, είναι, ωστόσο, κρισιμότερη η προβολή στο μέλλον που θα αρχίσει να δημιουργείται.
Εάν, για παράδειγμα, η αυτοδυναμία ήταν ένα σχετικά ισχνός, αλλά όχι απίθανος, στόχος για το κυβερνών κόμμα, είναι πολύ πιθανό αυτή η προσδοκία να εξανεμιστεί. Στην θέση της θα αναδειχθεί το κενό διακυβέρνησης, όχι όμως, πια, ως δίλημμα που συμφέρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το βαθύ και μάλλον (αν και λένε πως στην πολιτική “ποτέ μην λες ποτέ”) αξεπέραστο χάσμα μεταξύ Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ, ή ακριβέστερα μεταξύ του πρωθυπουργού και του Νίκου Ανδρουλάκη, καλλιεργεί σταδιακά την πεποίθηση πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν διαθέτει καμία διαφυγή συνεργασίας προς το κέντρο.
Για τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ θα ισοδυναμούσε με πολιτική αυτοκτονία τυχόν συνεργασία του με τη Ν.Δ, και είναι βέβαιο πως δεν έχει τέτοιες τάσεις. Αντιθέτως, μπορεί να ελπίζει σε μία καλύτερη, ή ακόμα και πολύ καλύτερη εκλογική καταγραφή, κερδίζοντας κεντρώους ψηφοφόρους που το 2019 είχαν ψηφίσει το κυβερνών κόμμα επενδύοντας στον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Μοιραία, η Ν.Δ μετατρέπεται σε “ανάδελφο” κόμμα, χωρίς δυνατότητες συνεργασιών και εφόσον εμπεδωθεί η αίσθηση απώλειας κάθε πιθανότητας αυτοδυναμίας, το κλίμα ίσως αντιστραφεί και το αίτημα διακυβέρνησης θα μετατοπιστεί σε άλλα λιγότερο ή περισσότερο πιθανά σχήματα. Το ΠΑΣΟΚ ανακτά τον ρόλο του ρυθμιστή και μάλλον από καλύτερη θέση. Το δε αίτημα του Αλέξη Τσίπρα για “προοδευτική διακυβέρνηση”, από γράμμα μάλλον κενό περιεχομένου και “οραματική προδιάθεση” μετακινείται στην σφαίρα του πιθανού.
Δεν είναι τυχαίο πως μέχρις ώρας ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αφήνει πολιτικό χώρο στο ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίζει στον Νίκο Ανδρουλάκη την πρωτοβουλία των κινήσεων (ως πολιτικό θύμα του σκανδάλου των υποκλοπών), και κινείται θεσμικά και άκρως υποστηρικτικά.
Εάν το επόμενο διάστημα προσπαθήσει να κλείσει και κάποιες πληγές του παρελθόντος και δεν κάνει ουσιώδη σφάλματα επίδειξης πατερναλισμού στον χώρο της κεντροαριστεράς, το κλίμα μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά, να αποκατασταθεί επικοινωνία σε επίπεδο κορυφής, και να δημιουργηθούν ευνοϊκές συνθήκες συνεργασίας.
Η, δε, παρέμβαση –που προκάλεσε έκπληξη σε αρκετούς– του Ευάγγελου Βενιζέλου με δριμεία κριτική προσωπικά κατά του πρωθυπουργού (με τον οποίο διατηρούσε προνομιακή σχέση αμοιβαίας συμπάθειας), φέρνει έστω και συγκυριακά αυτόν τον κρίσιμο -αν και εκτός πεδίου- πολιτικό παράγοντα, στην “από εδώ” πλευρά. Η επίδραση που μπορεί να έχει αυτή η κίνηση στους “ενδιάμεσους” (μεταξύ Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ) ψηφοφόρους, ίσως αποδειχθεί θετική για τον Νίκο Ανδρουλάκη, ενώ από την άλλη επέρχεται μία εσωτερική οριοθέτηση στο κίνημα που θα αναγκάσει αργά ή γρήγορα κάθε αμφισημία να μετατραπεί σε κεντρομόλα ή φυγόκεντρη δύναμη. Σε κάθε περίπτωση, ο Νίκος Ανδρουλάκης ωφελείται.
-Κατακλείδα: Θα ήταν μάλλον αφελής παράμετρος στην παραπάνω ανάλυση να θεωρηθεί πως το παιχνίδι έχει οριστικά χαθεί για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Υπάρχουν ακόμα άμυνες που μπορεί να αξιοποιήσει. Π.χ τα συστήματα εξουσίας που προαναφέρθηκαν είναι μάλλον βέβαιο πως προτιμούν, ακόμα, έναν πληγωμένο και ελεγχόμενο Μητσοτάκη από έναν ανεξέλεγκτο Τσίπρα. Θα εγκαταλείψουν τον πρώτο μόνο όταν κριθεί πως δεν υπάρχουν περιθώρια ανάταξης και εφόσον πεισθούν πως η εναλλακτική διακυβέρνηση δεν θα διαθέτει χαρακτηριστικά “σάρωσης”. Επ’ αυτού, με μεγάλη δόση κυνισμού -που διαθέτει, ούτως ή άλλως, η πολιτική- η παράμετρος ΠΑΣΟΚ είναι χρήσιμη και ίσως αναγκαία…
Επίσης, δεν πρέπει να υποτιμηθεί ο “μιθριδατισμός” μερίδας της κοινωνίας και, φυσικά, των μικρών ελίτ. Για αρκετούς, η παρακολούθηση του κινητού του αρχηγού του τρίτου κόμματος και δημοσιογράφων, η αντισυνταγματική δράση της κυβέρνησης, το βαθύ τραύμα στους θεσμούς και άλλα τέτοια ζητήματα με μείζονες διαστάσεις στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες, είναι “business as usual”. Υποτιμώνται. Κι αυτή είναι μία επικίνδυνη διάσταση που, όμως, οδηγεί τα πράγματα σε ένα πιο ελεγχόμενο πεδίο για την κυβέρνηση. Μαζί, φυσικά, με το ένστικτο αυτοσυντήρησης που δεξιοτεχνικά επιδεικνύουν πολιτικό προσωπικό, κρατική γραφειοκρατία, υποσυστήματα εξουσίας και όσοι προσδοκούν οφελήματα…