Τα θερινά θέατρα, η νυχτερινή ζωή της Αθήνας και πρόσωπα της εποχής ήταν το αντικείμενο της συζήτησης μιας παρέας συνταξιούχων στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Όχι για τα δικά τους χρόνια αλλά ακόμη παλαιότερα, στις αρχές του περασμένου αιώνα, όπως τα είχαν ακούσει από τους γονείς τους ή τα είχαν διαβάσει σε βιβλία της εποχής.
Μιας Αθήνας όπου ο πληθυσμός μόλις ξεπερνούσε τους 140.000 κατοίκους, αλλά η ζωντάνια της και το κέφι της έχει μείνει στην ιστορία, μέσω διηγήσεων από ανθρώπους που την έζησαν.
Ένας από αυτούς ήταν ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης θεάτρου, δημοσιογράφος και πολιτικός της γενιάς του 1890, οι αναμνήσεις του οποίου καταγράφηκαν στην εφημερίδα Ασύρματος και αποτέλεσαν τη βάση για την έκδοση του βιβλίου “Μίλτος Λιδωρίκης – Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ” (Εκδόσεις Polaris).
Γράφει μεταξύ άλλων ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης για τις θερινές νύχτες της Αθήνας: “H νυχτερινή ζωηρότης και κίνησις ηύξανε το καλοκαίρι στην Αθήνα. Σε αυτήν προσετίθετο το νέον Φάληρον, η Κολοκυνθού, τα Πατήσια και, προπάντων, τα παριλίσσια θέατρα και κέντρα, καθώς και οι διάφορες πλατείες, τα καφενεία των οποίων άλλα μεν είχαν άριστες μπάντες, άλλα, δε, πρόχειρα παλκοσένικα με νούμερα ασμάτων «ευρωπαϊκών και ανατολίτικων». Μόλις βράδιαζε, η Αθήνα μετεβάλλετο εις ένα είδος τόπου πανηγυριών. Μεγάλη η ζωηρότης και το σύρε κι έλα στους δρόμους. Πολύς ο κόσμος που κυριολεκτικώς κρεμόταν στα βαγόνια του ιπποσιδηρόδρομου, που εξυπηρετούσε τη συγκοινωνία από την Ομόνοια στο Σύνταγμα και από αυτό έξω στα «Ιλύσια», μέχρι της γέφυρας του Σταδίου.
Φοβερός ο συνωστισμός του κόσμου μέσα στον κολοσούρτη, όπως όλοι ονόμαζαν τον περίφημο σιδηρόδρομο τραμ, που ασθμαίνων κατέβαζε όλη μέρα τον κόσμο στα δύο Φάληρα για θαλάσσια λουτρά και όλη νύχτα για γλέντι και θεάματα, προπάντων στο νέο Φάληρο”.
Τα θερινά Θέατρα
Ο Μίλτος Λιδωρίκης, που υπηρέτησε το Εθνικό Θέατρο για περισσότερα από 20 χρόνια, από την πρώτη ημέρα λειτουργίας του το 1932 ως προσωπάρχης, κατέγραψε και στιγμές της θεατρικής ζωής της πόλης στις αρχές του περασμένου αιώνα:
«Έις τον περί το σημερινόν Ζάππειον χώρον εβρίσκοντο θέατρα, κήποι, εστιατόρια, καφενεδάκια, όλα φίσκα κάθε βράδυ. Θέατρα: ο «Απολλων» πάνω στον δρόμο πλάι πλάι με το τότε νεκροταφείο των Καθολικών, που σήμερα δεν υπάρχει, και που τώρα εξαπλώνεται το ‘Αλσος Ζαππείου μετά την «Όαση» και που αρχίζει το Δημόσιον Γυμναστήριον. Απέναντι, πέρα από τον Ιλισό, το «’Αντρον των Νυμφών», και προ αυτού ο «Παράδεισος».
Ξύλινα γεφύρια χρησίμευαν για να περνούν οι θεαταί πάνω από τον ξεροπόταμο και να φθάνουν στις πευκοφυτευμένες γύρω γύρω πλατείες των θεάτρων. Έκεί που σήμερα είναι στημένο το άγαλμα του Βύρωνος πάνω σε βραχώδες ύψωμα, τα περίφημα «Ολύμπια» του αειμνήστου Αναστασίου Τσόχα, αρχηγού της παλαιάς Αθηναϊκής οικογενείας.
Το «’Αντρον των Νυμφών», που για χρόνια υπήρξε το πολυσύχναστον και αγαπητόν θέατρον της αθηναϊκής κοινωνίας, δεν ήταν δραματική ή λυρική σκηνή, αλλά ένα είδος περιέργου και ποικίλου βαριετέ, πραγματικό κέντρο διασκεδάσεως και γλεντιού. Το περιλαμβάνω λοιπόν στα κέντρα διασκεδάσεως, γιατί σε αυτά, εκτός του αθανάτου Κωστάκη Καλίτση, του ιδιορρύθμου κωμικού, παρουσιάστηκαν κατα καιρούς Γαλλίδες, Ιταλίδες, Ρωσίδες και πάσης άλλης εθνικότητος αρτίστες, μεταξύ των οποίων η αθάνατη Ζαν Νταράς, που έκαψε κόσμο και νουνιά.
Ο Κωστάκης Καλίτσης υπήρξε μια ολόκληρη εποχή διά τας Αθήνας. Αυτός θιασάρχης, αυτός διευθυντής, πρωταγωνιστής, συγγραφεύς κωμωδιών. Ήταν το θέατρόν του το κέντρον του «συρμού», όπως έλεγαν και έγραφαν στα περασμένα χρόνια. Έμπρός από το ταμείον του, ουρά ατελείωτη ο κόσμος. Αφού υπήρχαν τότε ιρισμένοι τύποι που πήγαιναν πρώτοι να πάρουν εισιτήρια, για να τα μεταπωλήσουν αυξημένα κατόπιν στους εκλεκτούς που έφθασαν αράδα τη νύκτα στο «’Αντρον». αυτό, δηλαδή, που τα τελευταία λίγα χρόνια γίνεται στην πρωτεύουσα όταν έρχονται ξένοι θίασοι, γινόταν και προ πενήντα και πλέον ετών.
Ο Κωστάκης Καλίτσης ήταν δημοφιλέστατος σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. πασίγνωστος, περιζήτητος, αγαπητότατος. Αι διάφοροι φράσεις που έβαζε στις αυτοσχέδιες κωμωδίες του κυκλοφορούσαν παντού και όλοι τις μετεχειριζόμεθα, μιμούμενοι μάλιστα το ύφος, την προφορά, την μιμική του και τας κινήσεις του».
Οι παραστάσεις και οι αρτίστες της εποχής
«Οι παραστάσεις – αναφέρει ο Μίλτος Λιδωρίκης που έγραψε και σκηνοθέτησε δεκάδες θεατρικά έργα στην 40χρονη πορεία του στο Θέατρο- άρχιζαν στας εννέα. Πότε ετελείωναν; Αυτό ήταν ακαθόριστον. Την ώρα της λήξεως την καθόριζεν ο Κωστάκης βγαίνοντας στο τέλος της παραστάσεως για να παίξει την κωμωδία του, που κανόνιζε την διάρκεια αναλόγως του δικού του κεφιού και των χειροκροτημάτων των θεατών. κάποτε μάλιστα ρωτούσε: «Τι λέτε, δεν είναι ώρα να τελειώνουμε και να πάτε να κοιμηθείτε;».
Περιττόν να προσθέσω ότι το κοινόν πάντοτε εκραύγαζε: «Όχιιι!». Έτσι, πολλές φορές το θέαμα του Κωστάκη τελείωνε τις πρωινές ώρες, και σειρά ωραιοτάτων αμαξιών, ιδιωτικών και μη, κατέβαινε στην πόλη για να ξημερωθεί συνοδεύοντας τις αρτίστες του «’Αντρου» σε κάποιο διανυκτερεύον κέντρον.
Έις τα παριλίσσια κέντρα η κίνησις έφθανε στο ζενίθ μέχρι πρωίας, διότι εκεί υπήρχε και το ζυθεστιατόριον «Μετς», που σε αυτό, μετά το τέλος εκάστης παραστάσεως, όλες σχεδόν οι αρτίστες του «’Αντρου» ανέβαιναν για να σουπάρουν, συνοδευμένες από τους φίλους και εραστάς. Και μήπως ήσαν λίγες; η Κλαίρη, η Φορτουναί, η Έστερίνα, η Αιμιλία, η Τζούλια, η Καρμεντσίτα, η Ζαν Νταράς».
“Στιγμιότυπα” της εποχής
«Ένας πλούσιος ζωέμπορος με την παρέα του είχε κρατημένα κάθε βράδυ έξι, κάποτε και περισσότερα, καθίσματα εμπρός στην πρώτη γραμμή. Νεαρότατος, υιός πλουσιοτάτων γονέων, είχε στη διάθεση της Ζαν Νταράς τα αμάξια του και ό,τι άλλο εκείνη ήθελε.
Τα γνωστά γεροντοπαλίκαρα των Αθηνών αποτελούσαν την αυλή της, και όλη η νεολαία το κόμμα της κλάκας της. Κάθε βράδυ πανέρια, μπουκέτα και περιστέρια γέμιζαν τη σκηνή. Όλοι οι γνωστοί των Αθηνών και όλων των αξιωμάτων έδιναν κάθε βράδυ ραντεβού στο «’Αντρον των Νυμφών». Πλουσιότατα και λουκούλλεια σουπέ προσεφέροντο προς τιμήν της μετά την παράσταση. Έις ένα από αυτά, νεαρότατος και πλουσιότατος θαυμαστής της γέμισε το γοβάκι τής Ζαν Νταράς και το ήπιε εις υγείαν της.
Η ζωή αυτής της Γαλλίδος αρτίστας και τα τραγούδια της, που είχαν γίνει δημοτικότατα, περιλαμβάνει σελίδες που δεν χαρακτηρίζουν μόνον την ιδίαν αλλά και την εποχή, τα πολλά χρόνια που έζησε και δούλεψε στην Έλλάδα. Το όνομά της ήταν πασίγνωστο παντού. Η Ζαν Νταράς δούλεψε πολλά καλοκαίρια μαζί με τον Κωστάκη Καλίτση. Όταν έφυγε από το «’Αντρο» και ταξίδεψε στην Έυρώπη, πένθος και κατήφεια παντού. Απαρηγόρητοι ήσαν όλοι. Παρηγορήθηκαν όμως γρήγορα, γιατί η νύμφη των παραλισσίων ξαναγύρισε στην Αθήνα, και αυτή τη φορά για χρόνια πολλά. Δούλεψε σε άλλα κέντρα. Διέπρεψε στο θέατρον «Ορφανίδη», που βρισκόταν στον θαυμάσιο κήπο του ποιητού και σοφού Βοτανικού Θ. Ορφανίδη”.
Οι ξενύχτηδες του Συντάγματος και της Ομόνοιας – Οι διάφορες τους
Ο Μίλτος Λιδωρίκης στις αναμνήσεις αναφέρεται ξεχωριστά και με ονόματα σε πολλούς Αθηναίους της εποχής που πρωταγωνιστούσαν στην νυχτερινή ζωή της Αθήνας. Πολλούς από αυτούς τους είχε γνωρίσει και ο ίδιος προσωπικά. Στο εισαγωγικό του σημείωμα πριν αναφερθεί ξεχωριστά στο καθέναν από αυτούς αναφέρει: «Οι πραγµατικοί νυκτόβιοι ζούσαν δύο ζωές: τη ζωή της ηµέρας και τη ζωή της νυκτός. Οµολογώ ότι βασανίζω το γεγηρακός µυαλό µου για να µην ξεχάσω κανέναν. Θέλω όλους να τους αναφέρω, για να δείξω, ότι δεν ξενυκτούσαν οι αργόσχολοι, αλλά οι δουλευταράδες.
Ξενύκτηδες µε πατέντα, τακτικοί, σαν να πούµε επαγγελµατικοί, ήσαν όχι εκείνοι που χαιρετούσαν την αυγή γλεντώντας, αλλά όσοι κάθε βράδυ έµεναν έξω από τα σπίτια τους, όλες τις νύκτες του έτους. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν αδύνατον να κοιµηθούν αν δεν άνοιγαν την εξώθυρά τους τις πρωινές ώρες. Ούτε λόγο ούτε δουλειά είχαν να ξενυκτούν. Συνήθεια της ωραίας ζωής που έκαναν. Κάτι θα τους έλειπε αν παρέλειπαν να συναντηθούν, µετά τα µεσάνυκτα, στο κέντρο του ξενυκτιού της παρέας τους.
Το Σύνταγµα, και ειδικώς το καφενείον «Γιαννοπούλου-Ζαχαράτου», ήταν η φωλιά τους. Όσοι ξενυκτούσαν εκεί είχαν τα τραπεζάκια τους µακριά από τη σειρά των άλλων. Οι ξενύκτηδες του Συντάγµατος δεν έµοιαζαν τους νυκτοβίους της Οµονοίας.
Οι πρώτοι περνούσαν τις ώρες του ξενυκτιού µακριά από τον άλλο κόσµο που παρέµενε τυχαίως αργά στο καφενείον. Γι’ αυτό έβλεπε κανείς, αργά τη νύκτα, έρηµη την πλατεία από κόσµο και τραπέζια, ενώ παράµερα έµεναν δύο τρία τραπεζάκια µε πέντε δέκα ανθρώπους, που έπιναν καφέδες, φούμαραν ναργιλέδες, συζητούσαν γελούσαν.
Οι δεύτεροι ξενυχτούσαν στα πολυθόρυβα μαγαζιά της Ομόνοιας με όλο τον κινούμενο πληθυσμό της Αθήνας. Αυτοί γλεντούσαν».