Το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων όχι μόνο είναι απολύτως υπαρκτό, αλλά όπως προκύπτει αποτελεί και απόπειρα συνταγματικής εκτροπής. Ανεξαρτήτως των αποκαλύψεων που θα ακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες –σύμφωνα με πληροφορίες του Documento 10-15 πολιτικά πρόσωπα έχουν πιστοποιήσει παρακολούθηση– αλλά και των αστυνομικού τύπου λεπτομερειών σε μια υπόθεση που θυμίζει ψυχροπολεμικό θρίλερ, η ουσία είναι μία: το σύστημα Μητσοτάκη κατάφερε να θέσει υπό παρακολούθηση πολλές χιλιάδες πολίτες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται πολιτικοί αρχηγοί, δημοσιογράφοι και –γιατί όχι;– ακόμη και εσωκομματικοί αντίπαλοι. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έπραξε αυτό, όπως όλα δείχνουν, όχι μόνο μέσω του ιδιωτικού συστήματος παρακολούθησης Predator, το οποίο η κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται ότι χρησιμοποιεί, αλλά και μέσω της ΕΥΠ, την οποία έχει φροντίσει να έχει υπό τον πλήρη έλεγχό του από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας.
Και έτσι, με το πρόσχημα της εθνικής ασφάλειας, η κατάσταση είναι εντελώς ανεξέλεγκτη: το 2021 εκδόθηκαν περισσότερες από 15.000 διατάξεις αναφορικά με την άρση του απορρήτου. Νούμερο εξωφρενικό και τρομακτικό, που οδηγεί ενδεχομένως σε εκατοντάδες χιλιάδες παρακολουθήσεις τηλεφώνων. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι οι διατάξεις άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου δεν εκδίδονται καν σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου αλλά αφορούν τηλεφωνικό αριθμό. Κανείς, πέραν της ΕΥΠ και του πολιτικού προϊστάμενού της, ούτε καν η ανεξάρτητη αρχή, δεν γνωρίζει τίνος το απόρρητο των επικοινωνιών αίρεται όταν εκδίδεται μια τέτοια διάταξη ούτε σε ποιον αντιστοιχεί ο συγκεκριμένος τηλεφωνικός αριθμός.
Στο σχέδιο που έχει ενορχηστρώσει ο πρωθυπουργός και οδήγησε σε αυτήν τη σκοτεινή πραγματικότητα που σήμερα αποκαλύπτεται υπήρχε ο βασικός στόχος του απόλυτου ελέγχου της ΕΥΠ. Στόχος που επιτεύχθηκε, αφού εκτός του ότι έχει τεθεί βάσει νόμου υπό τον έλεγχό του, απομάκρυνε παράλληλα εκατοντάδες υπαλλήλους της ΕΥΠ για τους οποίους υπέθετε ότι δεν θα ευθυγραμμιστούν με τις βουλές του. Επίσης δημιούργησε το Κέντρο Τεχνολογικής Υποστήριξης, Ανάπτυξης και Καινοτομίας (ΚΕΤΥΑΚ), το οποίο όπως λένε πηγές εντός της ΕΥΠ στο Documento αποτελεί μια «παραΕΥΠ» επί της οποίας δεν υπάρχει κανένας θεσμικός έλεγχος. Οπως αποκάλυψε το Documento την περασμένη Κυριακή, το ΚΕΤΥΑΚ υπογράφει συμβάσεις με ιδιώτες και εταιρείες μέσω αναθέσεων, που ποτέ όμως δεν δημοσιοποιούνται αφού όλα είναι «απόρρητα».
Ο πρωθυπουργός ακύρωσε επίσης την ουσία του ρόλου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία στερείται από προσωπικό σε ασύλληπτο βαθμό –όπως καταγγέλλει η ίδια η αρχή– προκειμένου να διεξαγάγει τους απαιτούμενους ελέγχους. Ο πρωθυπουργός μετά την αποκάλυψη της παρακολούθησης του δημοσιογράφου Θανάση Κουκάκη κατήργησε με νόμο το δικαίωμα του ατόμου που παρακολουθήθηκε να ενημερωθεί. Ενας νόμος που δεν υπάρχει αλλού παρά μόνο σε Ρωσία, Ουγγαρία και Βουλγαρία. Ο Κυρ. Μητσοτάκης και το παρακράτος που έχει δημιουργήσει μπορούν πλέον να συγκριθούν πλέον μόνο με τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τον Βίκτορ Ορμπάν. Δυστυχώς όμως δεν είναι μόνο αυτό. Δεν είναι ούτε καν ότι, όπως αποκαλύπτει σήμερα το Documento, το αίτημα της ΕΥΠ για την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη κατατέθηκε όχι μία αλλά δυο φορές.
Η ΑΔΑΕ με συνεχή δημόσια αιτήματα σημειώνει ότι μόνο μέσω της ψηφιοποίησης μπορεί να ασκήσει τον απαιτούμενο συνταγματικό έλεγχο που έχει ως αρμοδιότητα. Η κυβέρνηση τον Μάρτιο του 2021 ψήφισε νόμο που μεταξύ άλλων προβλέπει πράγματι την ψηφιοποίηση αυτών των αρχείων της ΑΔΑΕ, η σχετική ΚΥΑ όμως που θα οδηγούσε στην υλοποίηση του έργου δεν εκδόθηκε ποτέ. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των στελεχών της, η ΑΔΑΕ έχει αφεθεί να μετατραπεί σε ένα άδειο κουφάρι.
Και έπειτα είναι η «εισαγγελέας της ΕΥΠ» Βασιλική Βλάχου. Η εισαγγελέας που τοποθετήθηκε σε αυτήν τη θέση το 2020 και όπως προκύπτει είναι πρόθυμη να εκπληρώνει αφειδώς τα αιτήματα ΕΥΠ και αστυνομίας χωρίς να ασκεί έλεγχο νομιμότητας και βασιμότητας των στοιχείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του Documento, μόνο περίπου 500 τέτοια αιτήματα απορρίπτονται από την εισαγγελέα σε σύνολο περισσότερων από 15.000. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τέτοιου μεγέθους ποσοστά αποδεικνύουν ότι οι εισαγγελείς δεν αποτελούν τοποτηρητές των νόμων αλλά προέκταση των διωκτικών αρχών. Πώς αλλιώς μπορεί να κριθεί το ότι η εισαγγελέας της ΕΥΠ καλείται να υπογράψει περισσότερες από 50 διατάξεις την ημέρα ενώ η έγκριση για την κάθε άρση πρέπει να δίνεται μέσα σε 24 ώρες; Πότε προλαβαίνει η Βασ. Βλάχου να ελέγξει τη βασιμότητα των στοιχείων; Είναι ανθρωπίνως αδύνατον.
Πώς προσπερνούν το σύνταγμα
Στη μελέτη που συνέταξε ο καθηγητής ΕΚΠΑ και δικηγόρος Γιάννης Τασόπουλος η οποία φέρει τον τίτλο «Ο κούφιος πυρήνας του δικαιώματος για το απόρρητο της επικοινωνίας και η εθνική ασφάλεια» αναφέρει ότι το απόρρητο της επικοινωνίας προστατεύεται «με πληρότητα» από το άρθρο 19 του ελληνικού συντάγματος. Αυτό όμως είναι κάτι που στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει, αφού ο πυρήνας του επίμαχου άρθρου «αποδεικνύεται κούφιος απέναντι στην απειλή άρσης της προστασίας για λόγους εθνικής ασφάλειας».
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη μελέτη δημιουργείται «σύγκρουση μεταξύ ασφάλειας και ελευθερίας», η οποία «κορυφώνεται στην άρση του απορρήτου της επικοινωνίας για λόγους εθνικής ασφάλειας». Και αυτό γιατί, όπως προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου 19 του συντάγματος, «το απόρρητο των επιστολών και της ελεύθερης ανταπόκρισης ή επικοινωνίας με οποιονδήποτε άλλο τρόπο είναι απόλυτα απαραβίαστο. Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας ή για διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων». Είναι λοιπόν εμφανές ότι «το απόρρητο της επικοινωνίας συνιστά τον κανόνα ενώ η άρση του εξαίρεση». Ο κίνδυνος είναι «να ανατραπεί η σχέση αυτή με τη μετατροπή του κανόνα σε εξαίρεση με προσχηματική επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας. Στο ενδεχόμενο αυτό, η προστασία του δικαιώματος αποβαίνει άκαρπη».
Πώς προετοιμάστηκαν νομικά
Ως αποτέλεσμα υπάρχει αποδυνάμωση της συνταγματικής κατοχύρωσης του απορρήτου, η οποία μεταξύ άλλων «έγκειται στην άρση της δικαιοκρατικής λειτουργίας που έχει η έκδοση μιας δυσμενούς διοικητικής πράξης για τον πολίτη, η οποία έγκειται στη δυνατότητά του να την προσβάλει με αίτηση ακύρωσης ασκώντας το δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας». Το γεγονός όμως ότι αυτή η πράξη «δεν κοινοποιείται στον πολίτη τον οποίο αφορά, ώστε να μπορέσει αυτός να αμφισβητήσει τη νομιμότητά της, τη μετατρέπει από την άποψη του ατομικού δικαιώματος του ουσιαστικά σε εσωτερικό έγγραφο και διαδικαστικό τύπο τον οποίο οφείλει να τηρεί η διοίκηση παρότι η διοικητική πράξη δεν εξωτερικεύεται προς τον φορέα, το υποκείμενο του δικαιώματος». Με αυτό τον τρόπο όμως «το κράτος απεκδύεται έτσι το κρίσιμο νομικό ένδυμα δυνάμει του οποίου αποκαλείται κράτος δικαίου και προσεγγίζει πλέον το πεδίο της σκοπιμότητας…».
Η αποδυνάμωση της συνταγματικής προστασίας της άρσης του απορρήτου συντελείται –βάσει της μελέτης– και εξαιτίας της ΑΔΑΕ, που όπως διαλαλούν τα στελέχη της είναι πλήρως υποστελεχωμένη αλλά δεν αναβαθμίζεται. Προφανώς επειδή η κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται η ΑΔΑΕ να επιτελέσει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργία της. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην επίμαχη μελέτη: «η εποπτεία της ανεξάρτητης αρχής αφορά κατ’ εξοχήν τη διαπίστωση και επιβεβαίωση ότι για κάθε άρση του απορρήτου που λαμβάνει χώρα υπάρχει και η αντίστοιχη προηγούμενη διάταξη (δηλαδή απόφαση της δικαστικής αρχής) που την επιτρέπει».
Αυτή η άμβλυνση των εγγυήσεων «μπορεί να μεθοδευτεί τόσο νομικά, τυπικά (π.χ. με την ελλιπή αιτιολογία και τη μη καταγραφή των πραγματικών υπονοιών που δικαιολογούν την άρση του απορρήτου ή με τον κατακερματισμό των αρμοδιοτήτων για το απόρρητο της επικοινωνίας και την προστασία των προσωπικών δεδομένων σε διάφορες ανεξάρτητες αρχές), όσο και άτυπα, στο πραγματικό επίπεδο της διοικητικής οργάνωσης, τεχνολογικής υποδομής και πρακτικής λειτουργίας (π.χ. με την έλλειψη αρχειοθέτησης και τη μη τήρηση στατιστικών δεδομένων προς επεξεργασία)». Κανείς δεν μαθαίνει για ποιο λόγο εκδίδονται ετησίως τόσες χιλιάδες διατάξεις για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών. Ολα γίνονται εν κρυπτώ.
Πώς η εξαίρεση έγινε κανόνας
Ο πυρήνας λοιπόν του δικαιώματος του απορρήτου φαίνεται να είναι «σκληρός και απαραβίαστος εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είναι κούφιος, δίχως κανονιστική ουσία και ισχύ. Το εξωτερικό περίβλημα δεν είναι παρά λεπτό κέλυφος που σπάει ανά πάσα στιγμή. Στην άκαρπη προστασία του δικαιώματος αντιστοιχεί η τάση αυτονόμησης των κρατικών υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας και ο κίνδυνος δημιουργίας στεγανών στον ευαίσθητο αυτό τομέα». Δυστυχώς όμως, ο Γ. Τασόπουλος θεωρεί αμφίβολο αν «υπάρχει για άλλο συνταγματικό δικαίωμα μεγαλύτερη διάσταση ανάμεσα στο συνταγματικό δέον και την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα από ό,τι για το δικαίωμα του απορρήτου της επικοινωνίας στην Ελλάδα. Αυτή η άκαρπη προστασία δεν οφείλεται στο Σύνταγμα».
Αλλωστε, αναφορικά με τη συνταγματική προστασία του δικαιώματος του απορρήτου, είναι ενδεικτικό ότι όπως αναγράφεται «είναι η μόνη ατομική ελευθερία για την οποία δεν αρκείται το Σύνταγμα στον χαρακτηρισμό “απαραβίαστη” αλλά προσθέτει και τον όρο “απολύτως”» και ταυτόχρονα ότι «δεν επιφυλάσσει στην εξουσία του κοινού νομοθέτη να ορίσει αυτός ποιοι είναι οι λόγοι για τους οποίους επιτρέπεται η άρση του απορρήτου, αλλά ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα περιοριστικά ότι αφορούν την εθνική ασφάλεια ή τη διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων».
Η συνταγματική προστασία του απορρήτου λοιπόν στοχεύει στο να μην καταστεί η εξαίρεση κανόνας. Γιατί αν συνέβαινε αυτό, «Τα πρόσωπα θα έχουν επίγνωση ότι ανά πάσα στιγμή μπορεί να παραβιάζεται το απόρρητο της επικοινωνίας τους, όχι μόνο με βάση όσα τα ίδια (τα πρόσωπα) έχουν πράξει, αλλά και εξαιτίας αυτών με τους οποίους επικοινωνούν, συζητούν ή συναναστρέφονται. Αν το άρθ. 19 Σ. ερμηνευόταν ώστε να νομιμοποιούνταν η συνθήκη στην οποία ο καθένας χρειάζεται να κρύβεται και να μιλά μυστικά, επειδή φοβάται ότι τον κρυφακούν, εφόσον δοθεί η έγκριση του εισαγγελέα για άρση του απορρήτου, τότε η κανονιστική ισχύς του Συντάγματος όπως τη σχεδίασε ο συντακτικός νομοθέτης θα είχε πλήρως ανατραπεί».
Πώς αδρανοποίησαν την ΑΔΑΕ
Σύμφωνα με τη μελέτη, ο νομοθέτης δεν μπορεί να αποκλείσει την ΑΔΑΕ «από το σύστημα των υποστηρικτικών εγγυήσεων της δικαστικής κρίσης για ζητήματα εθνικής ασφάλειας, το οποίο επιβάλλει το άρθρο 19 Σ.». Γιατί αν συμβεί αυτό, «η εθνική ασφάλεια τείνει όχι μόνο να στεγανοποιηθεί οργανωτικά αλλά και να θέσει υπό ομηρεία (με δεδομένο το τελείως αόριστο και ελαστικό περιεχόμενό της) το απόρρητο της επικοινωνίας το οποίο βρίσκεται στη βάση της αναγκαίας διαβούλευσης για τη συμμετοχή των ανθρώπων στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή της χώρας, όπως την εγγυάται το άρθ. 5 παρ. 1 Σ».
Είναι άλλωστε σαφές πως «δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο πλήρης αποκλεισμός της ανεξάρτητης αρχής από την ενημέρωση του ενδιαφερόμενου για την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας του, επειδή μια τέτοια πρόβλεψη νόμου θα αποτελούσε σοβαρό και ακραίο περιορισμό του εγγυητικού ρόλου της ανεξάρτητης αρχής τον οποίο επιτάσσει και κατοχυρώνει το Σύνταγμα». Δεν πρέπει επίσης να παραγνωριστεί ότι η ΑΔΑΕ «δεν αποκλείεται να προσφύγει ακόμη και δικαστικά σε περίπτωση που περιορίζεται η αρμοδιότητά της ή όταν κρίνει ότι διάταξη νόμου που εφαρμόζει η εποπτευόμενη διοίκηση περιορίζει το απόρρητο της επικοινωνίας σε αντίθεση προς το Σύνταγμα. Βέβαια το κράτος δικαίου και η δημοκρατία στην Ελλάδα απέχουν παρασάγγας από το σημείο αυτό αλλά καλό είναι να το επισημαίνουμε».
Πώς ελέγχει η «συνάδελφος» εισαγγελέας
Και έπειτα είναι ο εισαγγελέας της ΕΥΠ, που από το 2020 είναι η Βασιλική Βλάχου. Σύμφωνα με όσα ορίζονται από τον ν. 2225 του 1994, ο εκάστοτε αρμόδιος εισαγγελέας, δηλαδή την εποχή εκείνη ένας οποιοσδήποτε εισαγγελέας εφετών και σήμερα ο αποσπασμένος «εισαγγελέας της ΕΥΠ» αλλά και άλλοι αποσπασμένοι εισαγγελείς, μέσα σε 24 ώρες αποφασίζει για την άρση ή όχι του απορρήτου με διάταξή του στην οποία περιέχονται: «α) το όργανο που διατάσσει την άρση, β) η αρχή που τη ζητά, γ) ο σκοπός της επιβολής της άρσης, δ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, ε) η εδαφική έκταση εφαρμογής και η χρονική διάρκεια της άρσης».
Οι αρμοδιότητες που έχει ο εισαγγελέας της ΕΥΠ δημιουργούν εύλογα ερωτήματα που καταγράφονται και στη μελέτη: «Η απόσπαση του εισαγγελέα στον θεσμό που έχει ως αποστολή να ελέγχει δεν αμβλύνει τη λειτουργία του ως αντίβαρου της εξουσίας και εγγυητή των δικαιωμάτων των πολιτών;».
Αλλωστε, όπως χαρακτηριστικά αναρωτιέται ο Γ. Τασόπουλος, «όταν γνωρίζεις προσωπικά τον άλλο στο διπλανό γραφείο και συνεργάζεσαι καθημερινά μαζί του, δεν είναι επόμενο να δημιουργηθεί μια οιονεί συναδελφική σχέση στο πλαίσιο της ίδιας υπηρεσίας;». Οπως γλαφυρά αναφέρεται στη μελέτη, «χάνεται αυτό που βλέπουμε στα κινηματογραφικά αμερικανικά δικαστικά θρίλερ, δηλαδή η περίσκεψη των διωκτικών αρχών στην ιδέα ότι θα πρέπει να εμφανισθούν ενώπιον των δικαστικών αρχών χωρίς επαρκή στοιχεία, για να ζητήσουν δικαστική άδεια προς άρση της προστασίας ατομικού δικαιώματος». Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία περίσκεψη. Ο «εισαγγελέας της ΕΥΠ» είναι συνάδελφος.
Ενα ερώτημα που επίσης χρήζει απάντησης είναι πώς είναι δυνατόν ένας εισαγγελέας να μπορεί να αποφανθεί αν πρέπει ή όχι να αρθεί το απόρρητο για περισσότερες από 15.000 περιπτώσεις. Και μάλιστα να το πράξει αυτό εντός 24ωρου για κάθε διάταξη ξεχωριστά. Είναι ανθρωπίνως αδύνατον. Η μόνη λογική απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι ο εισαγγελέας βάζει τυπικά τη σφραγίδα του σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις που η ΕΥΠ ή η αστυνομία ζητάει μια άρση απορρήτου. Πώς μπορεί να προστατεύεται το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της προστασίας του απορρήτου όταν ο αρμόδιος εισαγγελέας, το γραφείο του οποίου είναι εντός της ΕΥΠ, λειτουργεί σαν να κάνει απλώς μια διοικητική δουλειά; Κι όλα αυτά ενώ βάσει ασφαλών πληροφοριών του Documento κάθε χρόνο η εισαγγελέας απορρίπτει περίπου μόλις 500 αιτήματα από τις πολλές χιλιάδες που λαμβάνει για άρση απορρήτου.
Κι όλα αυτά παρότι «η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για το άρθ. 8 της ΕΣΔΑ, το οποίο κατοχυρώνει την ιδιωτική ζωή και περιλαμβάνει την προστασία του απορρήτου, ερμηνεύεται από το Δικαστήριο του Στρασβούργου σύμφωνα με τις βασικές αρχές που ισχύουν σε σχέση με τους περιορισμούς των δικαιωμάτων της ΕΣΔΑ (πρόβλεψη του περιορισμού από τον νόμο με ασφάλεια δικαίου και αναγκαιότητά του υπό την προϋπόθεση ότι είναι αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία)». Και μπορεί «το απόρρητο της επικοινωνίας» να «συγκρούεται με το απόρρητο των πληροφοριών», εντούτοις «η πρόβλεψη διαδικαστικών εγγυήσεων συνιστά το αντίβαρο και την απάντηση στις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες της στάθμισης του απορρήτου της επικοινωνίας με τους λόγους εθνικής ασφάλειας». Σκοπός του δικαιώματος της προστασίας του απορρήτου «δεν είναι να κρίνεται εκ του αποτελέσματος η βασιμότητα της παραβίασής του αλλά να αποτρέπεται η προσβολή του εκτός και αν υπάρχουν σοβαροί αποχρώντες λόγοι που δικαιολογούν την άρση του απορρήτου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις».
Κι ακριβώς γι’ αυτό τον λόγο είναι υψίστης σημασίας ο ρόλος της ΑΔΑΕ: επειδή «είναι σαφές ότι διαφέρει ουσιαστικά η εγγύηση που απορρέει από τους δημοκρατικά εκλεγμένους φορείς (π.χ. τον πρωθυπουργό), υπό τον έλεγχο των οποίων μπορεί να τίθενται οι κρατικές υπηρεσίας εθνικής ασφάλειας, από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που αποφασίζουν την άρση του απορρήτου κατόπιν εισήγησης ενός διοικητικού οργάνου και από μία ανεξάρτητη αρχή».
«Αυταρχικό πρωθυπουργο-κεντρικό σύστημα»
Επομένως, η ανεξάρτητη αρχή πρέπει να «αποτελεί ασφαλιστική δικλίδα του πολιτεύματος η οποία δεν διαμεσολαβεί ευθέως μεταξύ του κράτους και του ατόμου, όπως ο εισαγγελέας που αποφασίζει για την άρση του απορρήτου, αλλά εγγυάται ότι δεν συγχέεται ανεπίτρεπτα το εθνικό συμφέρον με εκείνο των κυβερνώντων και εποπτεύει τη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών ώστε να γίνεται σεβαστό το σύστημα προστασίας των δικαιωμάτων των πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου και εκείνου στην ασφάλεια σε δικαιοκρατικό καθεστώς ελευθερίας, ισονομίας και ισοπολιτείας». Παράλληλα, «η ανεξάρτητη αρχή πρέπει να γνωρίζει και να εποπτεύει το σύνολο της διοικητικής λειτουργίας και δράσης των εσωτερικών διαδικασιών στις λεπτομέρειές τους αναφορικά με την άρση του απορρήτου της επικοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό του συνταγματικού ρόλου της ανεξάρτητης αρχής εντάσσεται και η γνωστοποίηση στον πολίτη κατά τη διακριτική ευχέρειά της, εκ των υστέρων και υπό τις προϋποθέσεις του νόμου, ότι είχε λάβει χώρα η άρση του απορρήτου της επικοινωνίας του».
Το πρόβλημα λοιπόν στην Ελλάδα έγκειται βάσει της μελέτης στο ότι δεν αναγνωρίζεται «με την ένταση που αρμόζει η αναγκαιότητα της ανεξάρτητης αρχής για την αμερόληπτη και αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων των πολιτών με όρους διαφάνειας και κράτους δικαίου. Από το σημείο αυτό ξεκινά σε μεγάλο βαθμό η άκαρπη προστασία του δικαιώματος του άρθ. 19 Σ».
Κι έτσι «στο πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, η εκάστοτε κυβέρνηση έχει ευρύτατα περιθώρια να ασκήσει αυταρχικά τη δημόσια εξουσία». Κάτι που γίνεται αφειδώς από την κυβέρνηση του Κυρ. Μητσοτάκη, αφού όπως αναγράφεται: «Δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που έχουν καταργήσει την εγγύηση γνωστοποίησης της άρσης του απορρήτου στον θιγόμενο πολίτη είναι χώρες που διακρίνονται για το έλλειμμα δημοκρατίας και σεβασμού των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών». Αυτές οι χώρες είναι μόνο η Βουλγαρία, η Ρωσία και η Ουγγαρία. Ο Κυρ. Μητσοτάκης μπορεί να συγκριθεί μόνο με τον Πούτιν και τον Ορμπάν.
Ο νόμος που δεν εφαρμόζεται
Το σημαντικότερο ζήτημα που ανακύπτει όμως από τη δυσώδη ιστορία των παρακολουθήσεων αφορά τη μη εφαρμογή των νόμων, τη μη ψήφιση προβλεπόμενων ΚΥΑ και τη δημιουργία ενός τεχνητού νομικού αλαλούμ. Αυτή η συνθήκη οδηγεί σε μια «παρανομία» και κυριότερα στο μπλοκάρισμα των δημοκρατικών εγγυήσεων που θέτει ο νόμος, ώστε να μην παραβιάζεται η συνταγματική προστασία του δικαιώματος της προστασίας της επικοινωνίας των πολιτών.
Οπως αναφέρει και ο Γ. Τασόπουλος, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 4 του ν. 2225/1994 προβλέπεται ότι «παραδίδεται στην ΑΔΑΕ ηλεκτρονικό κωδικοποιημένο μήνυμα το οποίο περιέχει όλο το κείμενο της διάταξης που επιβάλλει την άρση του απορρήτου. Η σχετική αλληλογραφία είναι απόρρητη και τηρείται σε ειδικό ηλεκτρονικό αρχείο περιορισμένης πρόσβασης σε ψηφιοποιημένη μορφή. Ο Πρόεδρος της ΑΔΑΕ ενημερώνει σε κάθε περίπτωση τον Πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και κοινοποιεί τη διάταξη στον Υπουργό Δικαιοσύνης».
Το πρώτο που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι τα όσα αναφέρονται αποτελούν προσθήκη που υπήρξε στον ν. 2225/1994 με τον ν. 4786 που εκδόθηκε στις 23 Μαρτίου του 2021. Ενώ λοιπόν φαίνεται βάσει νόμου πως η διάταξη έπρεπε να κοινοποιείται στον υπουργό Δικαιοσύνης Κώστα Τσιάρα σε ψηφιοποιημένη μορφή, κάτι τέτοιο, όπως διαμήνυσαν στο Documento ανώτατες πηγές του υπουργείου Δικαιοσύνης, δεν έχει συμβεί ποτέ. Ο λόγος είναι απλός: ο ν. 4786 προβλέπει ότι για να ισχύσει η διάταξη σύμφωνα με την οποία κοινοποιείται στον υπουργό Δικαιοσύνης σε ψηφιοποιημένη μορφή η άρση του απορρήτου πρέπει να εκδοθεί ΚΥΑ από τον υπουργό Δικαιοσύνης και τον υπουργό Ψηφιακής Διακυβέρνησης, δηλαδή από τον Κ. Τσιάρα και τον Κυριάκο Πιερρακάκη. Παρότι από την έκδοση του νόμου έχει παρέλθει σχεδόν ενάμισης χρόνος, η σχετική ΚΥΑ ακόμη δεν έχει εκδοθεί.
Και το κρίσιμο ερώτημα που γεννάται είναι το εξής: γιατί δεν ακολουθείται η διαδικασία που προβλέπεται βάσει νόμου; Η μη εφαρμογή αυτού του νόμου συμβάλλει στο να επιτρέπεται στην ΕΥΠ να έχει μια παρακρατική δράση που οδηγεί σε φαινόμενα ακόμη και όπως αυτό της παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη.
«Ζητάμε επίμονα την ψηφιοποίηση»
Οπως ενημέρωσαν το Documento πηγές της ανεξάρτητης αρχής: «Σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος, διαβιβάζεται από την εισαγγελία και τα δικαστικά συμβούλια στην ΑΔΑΕ –που είναι το αρμόδιο όργανο– το σύνολο των διατάξεων. Οταν ξεκίνησε να συμβαίνει αυτό, το 2003, το σύνολο των διατάξεων που λάμβανε η ΑΔΑΕ ήταν κάτω από 1.000. Στην πορεία ο αριθμός αυτός εκτινάχθηκε. Αρα είναι φυσικό η ΑΔΑΕ να παριστάνει τον διακομιστή εγγράφων μεταξύ υπουργού Δικαιοσύνης και Βουλής».
Ως αποτέλεσμα, οι ίδιες πηγές σχολίασαν στο Documento αναφορικά με τη μη έκδοση της ΚΥΑ που αφορά την ψηφιοποίηση των αρχείων ότι «η ΑΔΑΕ επιμένει στην ανάγκη έκδοσης ΚΥΑ για την ψηφιοποίηση, ώστε να μπορεί να προβαίνει σε πληρέστερη ενημέρωση. Καταλαβαίνετε ότι 20.000 διατάξεις, καθεμία από τις οποίες μπορεί να περιλαμβάνει υποσύνολα, δεν είναι δυνατόν να είναι σε έγχαρτη μορφή. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι ότι η ΑΔΑΕ ενημερώνει με την ετήσια έκθεσή της τον πρόεδρο της Βουλής και με συγκεντρωτικές επιστολές τον υπουργό Δικαιοσύνης. Επίσης, η ΑΔΑΕ ενημερώνει ότι είναι στη διάθεσή τους ανά πάσα στιγμή να διαβιβάσει όπως προβλέπεται βάσει νόμου. Ομως αυτό δεν είναι επαρκές. Το πνεύμα της διάταξης του νόμου ήταν να ενημερώνεται το αρμόδιο όργανο, δηλαδή η ΑΔΑΕ. Αν η αρχή είχε σήμερα ηλεκτρονικό αρχείο, θα μπορούσε να διαβιβάσει και σε όλους τους υπόλοιπους. Να διαβιβάσει δηλαδή, όπως προβλέπει ο νόμος, το σώμα της κάθε διάταξης στον υπουργό Δικαιοσύνης και να ενημερώσει για την ύπαρξη των διατάξεων τον πρόεδρο της Βουλής και τους αρχηγούς των κομμάτων».
Δύο φορές εντολή για παρακολούθηση Ανδρουλάκη
Η σκοτεινή υπόθεση όμως δεν τελειώνει εδώ, αφού φαίνεται πως η εντολή της ΕΥΠ για παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη είχε δοθεί όχι μία αλλά δύο φορές. Πρόκειται άλλωστε για κάτι που γράφτηκε και σε ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα», όπου αναγράφεται βάσει πηγών πως ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πιθανότατα δεν τέθηκε υπό παρακολούθηση για ένα ενιαίο τρίμηνο από τα μέσα Σεπτεμβρίου 2021 έως τα μέσα Δεκεμβρίου 2021 (και ακολούθως διακόπηκε), αλλά αντιθέτως είναι «σχεδόν βέβαιο ότι υπήρξε, όπως συμβαίνει σε όλες τις περιπτώσεις, αρχικά αίτημα παρακολούθησής του για το δίμηνο Σεπτεμβρίου – Νοεμβρίου 2021 με βάση την αρχική εντολή της εισαγγελέως και ακολούθως υπήρξε νέο έγγραφο από την πλευρά της ΕΥΠ προς την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας να παραταθεί η παρακολούθησή του για άλλον ένα μήνα τουλάχιστον. Δηλαδή ζητήθηκε δύο φορές η παρακολούθησή του».
Οι ίδιες πηγές ανέφεραν στην εφημερίδα «Τα Νέα» πως θεωρούν πιθανό ότι η παράταση ζητήθηκε για δύο επιπλέον μήνες όμως υπήρξε διακοπή της αμέσως μετά την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη ως προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στα μέσα Δεκεμβρίου 2021.
Πράγματι στην παρ. 6 του ισχύοντα ν. 2225/1994 προβλέπεται ότι η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο μήνες. Ισόχρονες ή μικρότερης διάρκειας παρατάσεις μπορούν να διαταχθούν υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης, αλλά δεν μπορούν να υπερβαίνουν συνολικά τη διάρκεια δέκα μηνών. Οταν λήξει η διάρκεια της άρσης ή παρέλθει το επιτρεπόμενο ανώτατο χρονικό όριό της παύει αυτοδικαίως η άρση του απορρήτου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι το ανώτατο χρονικό όριο της άρσης του απορρήτου δεν ισχύει στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η άρση διατάσσεται για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον Ι. Τασόπουλο, ότι σε περιπτώσεις όπου η άρση γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας «μπορεί να παρατείνεται και να διαρκεί για απεριόριστο χρόνο. Κάτω από τις περιστάσεις αυτές αποκτά ιδιαίτερη σημασία η γνωστοποίηση στον ενδιαφερόμενο ότι παρακολουθείται». Αρα οποιοσδήποτε πολίτης μπορεί να παρακολουθείται εσαεί από την ΕΥΠ με το επιχείρημα ότι συντρέχουν λόγοι εθνικής ασφάλειας, οι οποίοι όμως ποτέ δεν τεκμηριώνονται και κανείς δεν ενημερώνεται γι’ αυτούς. Τρομακτικό.
Η ΚΥΑ που δεν εκδόθηκε ποτέ
Το σημαντικότερο πρόβλημα που έχει δημιουργηθεί, όπως προανέφεραν και οι πηγές της ΑΔΑΕ, αφορά τη μη ψηφιοποίηση των αρχείων που λαμβάνει η αρχή αναφορικά με τις διατάξεις άρσης απορρήτου. Γεγονός ιδιαιτέρως σημαντικό εφόσον συνυπολογιστεί ότι κάθε χρόνο εκδίδονται πολλές χιλιάδες διατάξεις που είναι αδύνατον να εξεταστούν σε χειρόγραφη μορφή. Χαρακτηριστικά, η παρ. στο άρθ. 5 του ν. 2225/1994 που προστέθηκε με το άρθρο 37 του ν. 4786/2021 προβλέπει ότι «όλες οι διατάξεις περί άρσεως του απορρήτου που έχουν αποθηκευτεί σε φυσικά αρχεία στην αρχή από την ίδρυσή της, ψηφιοποιούνται και μετατρέπονται σε ηλεκτρονικά αρχεία».
Μόνο που στην παρ. 12 του άρθρου 37 του ν. 4786/2021, που προστέθηκε στον ν. 2225/1994, προβλέπεται ρητά ότι «με κοινή απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθορίζονται όλες οι […] λεπτομέρειες για […] την παράδοση του αποσπάσματος της διάταξης με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα». Αυτή η κοινή υπουργική απόφαση όμως δεν έχει ακόμη εκδοθεί. Ο επίμαχος νόμος αποτελεί κενό γράμμα. Η ψηφιοποίηση των αρχείων που ζητάει επισταμένως η ΑΔΑΕ δεν έχει ακόμη εκδοθεί και ως αποτέλεσμα οι διατάξεις της άρσης του απορρήτου δεν ελέγχονται από κανέναν.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει και ο Γ. Τασόπουλος, η μη έκδοση της επίμαχης ΚΥΑ έχει ως αποτέλεσμα «να είναι ανεπαρκής η αναλυτική στατιστική επεξεργασία των διατάξεων άρσης του απορρήτου προκειμένου να καλύπτεται το κριτήριο που έχει αναδείξει και η νομολογία του ΕΔΔΑ για το ποσοστό των αιτημάτων που γίνονται δεκτά ή απορρίπτονται, ώστε να αποτυπώνεται στατιστικά, αναλυτικά και κατά κατηγορία λόγων εθνικής ασφαλείας, η σχέση της διενεργούμενης στάθμισης του ατομικού δικαιώματος με το δημόσιο συμφέρον και να είναι δυνατή η ποιοτική ανάλυση των στατιστικών δεδομένων».
Ο Μητσοτάκης στα πρότυπα Πούτιν και Ορμπάν
Υπάρχει όμως και συνέχεια. Στη μελέτη του Γ. Τασόπουλου συμπεριλαμβάνεται αντίδραση που είχε εκδηλωθεί από τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ Χρήστο Ράμμο (φωτό) και από δύο ακόμη μέλη της ανεξάρτητης αρχής εξαιτίας της κατάργησης «της δυνατότητας γνωστοποίησης στον ενδιαφερόμενο ότι έγινε άρση του απορρήτου της επικοινωνίας του». Σύμφωνα με όσα είχαν αναφερθεί σε αυτή την αντίδραση, «αν, λοιπόν, δεν προβλέπεται άλλως απαγορεύεται η επίμαχη γνωστοποίηση, με συνέπεια ο θιγόμενος ουδέποτε να πληροφορηθεί ότι ήρθη στο παρελθόν το απόρρητο των επικοινωνιών του, είναι ευνόητο ότι ο τελευταίος στερείται πλήρως κάθε δυνατότητας να ζητήσει αποτελεσματική προστασία, κατά τα ανωτέρω».
Μάλιστα, σύμφωνα με τον κ. Ράμμο, σε αυτές τις περιπτώσεις κρίθηκε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ «από τις Βουλγαρία, Ρωσία και Ουγγαρία αντίστοιχα διότι στις νομοθεσίες τους δεν προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, και δυνατότητα εκ των υστέρων γνωστοποίησης προηγηθείσης άρσεως απορρήτου των επικοινωνιών των πολιτών τους, όπως συμβαίνει και με την προαναφερθείσα προσφάτως ψηφισθείσα διάταξη του άρθρου 87 του νόμου 4790/2021, σε ό,τι αφορά τις άρσεις του απορρήτου που έχουν λάβει χώρα κατ’ επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας».
πηγή: Documento