Σε νέο χαμηλό δύο δεκαετιών- στα 0,99 έναντι του δολαρίου- διαπραγματεύεται σήμερα το ευρώ, με τους αναλυτές να προβλέπουν ότι το ενιαίο νόμισμα θα συνεχίσει να υποχωρεί.
«Το ευρώ σημειώνει νέο χαμηλό 20ετίας λόγω των σκοτεινών οικονομικών προοπτικών», γράφουν στο κύριο άρθρο τους οι Financial Times. «Βλέπουμε περαιτέρω υποτίμηση του ευρώ από εκεί που βρισκόμαστε τώρα», δήλωσε ο Λούις Κόστα, επικεφαλής στρατηγικής στη Citibank, μιλώντας στο CNBC.
Το ευρώ διαπραγματεύεται πλέον σε επίπεδα που δεν έχουμε δει από τα τέλη του 2002. Οι φόβοι για περιοριστικές πολιτικές της ΕΚΤ, την ακόμη μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού ,καθώς και τα ράλι στη ενέργεια, ευνοούν το δολάριο, που εμφανίζεται όλο και περισσότερο ως ασφαλές καταφύγιο. «Σε αντίθεση με την πρώτη φορά που το ευρώ υποχώρησε κάτω από το ένα δολάριο στις 14 Ιουλίου, το ενιαίο νόμισμα δεν φαίνεται πλέον να επιστρέφει πάνω από το 1 προς 1, παραμένοντας κάτω από αυτό το όριο, ακόμη και στο 0,9900, σε ένα είδος ελεύθερης πτώσης που φαίνεται να είναι ανησυχητική», σχολίασαν αναλυτές της ActivTrades, χαρακτηρίζοντας μάλιστα τη σιωπή της ΕΚΤ ως «εκκωφαντική».
«Το τελευταίο ανάχωμα για το ευρώ ήταν το 0,8225 δολάρια, το 2000, ενάμιση χρόνο μετά τη γέννηση του ενιαίου νομίσματος, το οποίο εξακολουθούσε να θεωρείται εικονικό νόμισμα από τους περισσότερους επενδυτές», προσθέτουν.
Ο Ρέλοφ-Γιαν φαν ντερ Άκκερ, στρατηγικός αναλυτής της ING, βλέπει επίσης περαιτέρω αποδυνάμωση του ενιαίου νομίσματος και να υποχωρεί «μεταξύ 0,80 και 0,75 δολάρια τους επόμενους μήνες». Όπως είπε επίσης στο CNBC ,η εξέλιξη αυτή «επιβεβαιώνει ότι υπάρχει ισχύς του δολαρίου καθώς και αδυναμία του ευρώ».
Η επίθεση της Fed
Στην υποχώρηση του ευρώ συμβάλει άλλωστε και η επιθετική πολιτική επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed). Πολλοί επενδυτές αναμένουν αυτή τη στιγμή ότι η Fed θα αυξήσει ξανά τα επιτόκια κατά 75 μονάδες βάσης στις 21 Σεπτεμβρίου. Τα οικονομικά στοιχεία από τις Ηνωμένες Πολιτείες έδειχναν ότι η αμερικανική οικονομία παραμένει εύρωστη, γεγονός που αυξάνει τα περιθώρια της Fed για απότομες αυξήσεις επιτοκίων.
Οι ΗΠΑ μπορεί βέβαια να βρίσκονται «τεχνικά σε μια μικρή ύφεση τώρα, και η Ευρώπη να μην είναι ακόμη. Αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν τα ενεργειακά προβλήματα και τις εκτοξευόμενες τιμές ενέργειας που έχει η Ευρώπη. Η ενεργειακή κρίση είναι πιθανό να πλήξει τους Ευρωπαίους πολύ πιο σκληρά από τους Αμερικανούς τους επόμενους μήνες.
Η Fed έχει ήδη αυξήσει απότομα τα επιτόκια, και πιθανότατα θα το κάνει ξανά τον Σεπτέμβριο. Με αυτόν τον τρόπο, κάνει το δολάριο ΗΠΑ πολύ πιο ελκυστικό, γεγονός που στην πραγματικότητα αποδυναμώνει το ευρώ. Γενικά, αναμένονται υψηλότερες αυξήσεις επιτοκίων στις ΗΠΑ για την καταπολέμηση του υψηλού πληθωρισμού από ό,τι στην ευρωζώνη, δίνοντας στο δολάριο ένα πλεονέκτημα στις συναλλαγές με το ευρώ.
Ο επικεφαλής της Fed στο Σεντ Λούις, Τζέιμς Μπούλαρντ, μιλώντας στη «Wall Street Journal», τάχθηκε υπέρ της αύξησης των βασικών επιτοκίων κατά 75 μονάδες βάσης στην επόμενη συνεδρίαση. «Δεν καταλαβαίνω γιατί οι αυξήσεις των επιτοκίων θα πρέπει να καθυστερήσουν μέχρι το επόμενο έτος», τόνισε ο Μπούλαρντ. Οι ειδικοί της Helaba επεσήμαναν ότι πολλοί εκπρόσωποι της Fed έχουν ταχθεί ομόφωνα υπέρ των περαιτέρω αυξήσεων των επιτοκίων – ακόμη και αν προκληθεί ύφεση.
Αδύναμο μπροστά σε άλλα νομίσματα
Εάν το ευρώ ήταν αδύναμο μόνο έναντι του δολαρίου ,θα μπορούσε κανείς να αποδώσει την τάση στην απότομη αύξηση των επιτοκίων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όμως τα στοιχεία εδώ και 12 μήνες, δείχνουν αδυναμία του ευρώ σε ευρεία βάση. Οι απώλειες του ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ τους τελευταίους 12 μήνες ανέρχονται στο -15,9%, έναντι της βρετανικής λίρας είναι στο -1,1%, έναντι της κορώνας Νορβηγίας στο -5,6% , του ελβετικού φράγκου στο -11% και του δολαρίου Καναδά στο -12,7
Εκτός από τη νομισματική πολιτική της Fed, το ευρώ υποφέρει και από τη δική του αδυναμία. Προέρχεται από τις μικρές και πολύ διστακτικές αυξήσεις επιτοκίων και λόγω του γεγονότος ότι η Ευρώπη βρίσκεται επί του παρόντος στο κατώφλι της ύφεσης. Ο υψηλός πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας ασκούν πίεση στην οικονομία. Η Ευρώπη δημιουργεί πλέον εμπορικά ελλείμματα. Η ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην αδυναμία του κοινού νομίσματος: οι φόβοι για διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου ,συνεχίζουν να ανεβάζουν τις τιμές της ενέργειας. Οι αυξανόμενες τιμές της ενέργειας με τη σειρά τους, τροφοδοτούν τις ανησυχίες ότι θα μπορούσε να υπάρξει πιο σοβαρή οικονομική ύφεση: «Ο φόβος μιας ύφεσης στην Ευρώπη κάνει τους επενδυτές να αποφεύγουν να επενδύσουν στο ευρώ. Και όσο πιο σοβαρή είναι η οικονομική οπισθοδρόμηση, τόσο λιγότερες πιθανότητες έχει η ΕΚΤ να αυξήσει απότομα τα επιτόκια», γράφει η ιταλική Il Sole 24 Ore.
Υποχώρηση του PMI
Μέχρι τον περασμένο Μάιο, οι αγορές έβλεπαν ότι η ΕΚΤ θα υιοθετήσει τη «γραμμή των γερακιών» ,σύμφωνα με Λούις Κόστα, αλλά αυτά τα σχέδια έχουν «καταρρεύσει» τους τελευταίους μήνες. «Είναι απολύτως ολοφάνερο ότι το περιθώριο της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια θα είναι ελάχιστο», τονίζει ο επικεφαλής στρατηγικής στη Citibank . «Οι προβλέψεις απηχούν τις ανησυχίες ότι ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να αυξάνεται και ότι η ύφεση στην Ευρώπη είναι πλέον αναπόφευκτη», προσθέτει.
Τα στοιχεία για την ευρωπαϊκή μεταποίηση επιβεβαιώνουν άλλωστε τους κινδύνους ύφεσης για τη Γηραιά Ήπειρο. Τον Αύγουστο καταγράφηκε για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, πτώση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ, με περαιτέρω μείωση των νέων παραγγελιών. Οι πιέσεις στο κόστος ζωής μείωσαν τη ζήτηση στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ ο μεταποιητικός κλάδος συνέχισε να υποχωρεί στα μέσα του τρίτου τριμήνου. Ο εποχικά προσαρμοσμένος δείκτης παραγωγής S&P Global PMI Composite Production της Ευρωζώνης υποχώρησε στο 49,2 τον Αύγουστο από 49,9 τον Ιούλιο.
Με το βλέμμα στην Κίνα
Για την πλήρη εικόνα, πρέπει επίσης να κοιτάξουμε πέρα από την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες, λέει ο Λούις Κόστα, επικεφαλής στρατηγικής στη Citibank .«Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει ένα επιπλέον επίπεδο πολυπλοκότητας, λόγω της επιβράδυνσης στην Κίνα, που προφανώς πλήττει την Ευρώπη πολύ περισσότερο ,σε σύγκριση με τον αντίκτυπο στις Ηνωμένες Πολιτείες», είπε. Η Κίνα κατέγραψε μια αναιμική ανάπτυξη μόλις 0,4% το δεύτερο τρίμηνο, καθώς η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο έχει ακόμη να παλέψει με τις επιπτώσεις της πανδημίας από τις αρχές του 2020.