Στην συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, ο πρωθυπουργός έδωσε μάχη με την λογική και το αυτονόητο. Και την έχασε. Όταν βρίσκεσαι σε πολιτικά δεινή θέση και έχεις υποσχεθεί “όλα στο φως” ο κόσμος περιμένει να ακούσει από εσένα κάτι περισσότερο από το τίποτα. Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη.
Πέραν όσων διατυπώνονται στις αποτιμήσεις αυτής της αντιπαράθεσης σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών –ακριβέστερα: όλοι εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη-, αξίζει, νομίζω, να αναδειχθούν δύο σημεία που αποτέλεσαν σε μεγάλο βαθμό την γραμμή αμύνης του πρωθυπουργού.
Πρώτον, ο κ. Μητσοτάκης επικαλέστηκε την “κανονικότητα της σύγχρονης τεχνολογίας” όσον αφορά τα νέα κακόβουλα λογισμικά που κυκλοφορούν στην διεθνή αγορά (ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης δημοσιοποίησε, μάλιστα, τιμολόγιο της Intellexa που κοστολογεί τις υπηρεσίες (…) της στα 8 εκατ. ευρώ), και είπε πως ακόμα και ο Ισπανός (σοσιαλιστής) ομόλογός του Πέδρο Σάντσεθ έπεσε θύμα τους.
Γιατί το έκανε: Είναι, αναμφίβολα, βολικότερο να αμύνεσαι για το σκάνδαλο των εγχώριων υποκλοπών, ως τμήμα μιας κατάστασης που εδραιώνεται διεθνώς, όπου προσφέρονται προς χρήση 500 –όπως είπε ο πρωθυπουργός– συστήματα παρακολούθησης νέας γενιάς, όπως το Predator.
Η παραπλάνηση: Η ουσία του σκανδάλου των υποκλοπών στην Ελλάδα δεν είναι, όμως, η “παγκοσμιοποίηση” του φαινομένου. Εάν οι Νίκος Ανδρουλάκης και Θανάσης Κουκάκης (πιθανώς και άλλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι, όπως επίμονα έγραψε η “Καθημερινή” και δεν διαψεύσθηκε) είχαν πέσει θύματα μόνο του Predator, ίσως το επιχείρημα του πρωθυπουργού θα άντεχε σε κάποια συζήτηση. Στην χώρα μας, όμως, έχουμε κάτι πολύ διαφορετικό.
Είναι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, ο επίσημος, δηλαδή, κρατικός βραχίονας με ευθεία σύνδεση με το Μέγαρο Μαξίμου και τον ίδιο τον πρωθυπουργό, που (εκτός του κακόβουλου λογισμικού) παρακολουθούσε τον ευρωβουλευτή και υποψήφιο αρχηγό του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος και ένας δημοσιογράφο που ερευνούσε όζουσες υποθέσεις τραπεζιτών.
Αυτό συνιστά μία μάλλον μοναδική, ή, έστω, πολύ σπάνια περίπτωση και αλλάζει τα δεδομένα. Εάν το γεγονός πως με τις κατάλληλες επαφές αγοράζεις ή κάνεις χρήση (outsourcing) κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης θεωρείται (ΚΑΚΩΣ) “κανονικότητα”, οι συνακροάσεις και επισυνδέσεις σε βάρος πολιτικών και δημοσιογράφων, όχι δεν είναι. Γι’ αυτό, άλλωστε, η Ελλάδα βρίσκεται στο στόχαστρο του Ευρωκοινοβουλίου, ευρωπαϊκών θεσμών και του διεθνούς Τύπου…
Η δικαιολογία που διατυπώθηκε επ΄ αυτού ήταν διττή: α. οι επισυνδέσεις ήταν “νόμιμες”, β. δεν το απαγορεύει το Σύνταγμα, όπως το ερμηνεύει ο εκτελεστικός νόμος του 1994. Και τα δύο έχουν απαντηθεί από σχεδόν όλους του συνταγματολόγους και νομικούς της χώρας, και όχι μόνο από τον Ευάγγελο Βενιζέλο, οι παρεμβάσεις του οποίου, είναι αλήθεια, ενόχλησαν περισσότερο το Μέγαρο Μαξίμου για ευνόητους πολιτικούς λόγους. Ο πρωθυπουργός οχυρώθηκε πίσω από την “γνωμάτευση” Γεραπετρίτη, με την διαφορά πως η ιδιότητα του τελευταίου που υπερτερεί στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι αυτή του υπουργού Επικρατείας και στενού συνεργάτη του πρωθυπουργού και όχι εκείνη του καθηγητή συνταγματικού δικαίου.
Συμπέρασμα: Δεν είναι μόνο το Predator το επίκεντρο του πολιτικού σεισμού που κλονίζει την κυβέρνηση και καταβυθίζει την καλή φήμη του πρωθυπουργού διεθνώς, σε τέτοιο βαθμό που από τους New York Times και την Washington Post, μέχρι το Politico, το Bloomberg, τον Guardian και το Reuters η Ελλάδα να αναδεικνύεται σε failed state ως προς τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου. Είναι, βασικά και πάνω απ΄ οτιδήποτε άλλο, το γεγονός πως η επίσημη κρατική μυστική υπηρεσία -για άγνωστους λόγους δήθεν “εθνικής ασφάλειας”- παρακολουθούσε πολιτικούς και δημοσιογράφους και, πιθανώς, να συνεχίζει να το πράττει.
Δεύτερον, για να αμυνθεί πολιτικά ως προς την προσωπική ευθύνη που έχει σε όλα τα παραπάνω (λόγω της αντικειμενικής πολιτικής ευθύνης, κυρίως, όμως, ως πολιτικός προϊστάμενος και υπεύθυνος για την ΕΥΠ, την οποία ο ίδιος υπήγαγε στις άμεσες αρμοδιότητές του), ο κ. Μητσοτάκης δήλωσε πως όχι μόνο δεν γνώριζε εάν η μυστική υπηρεσία παρακολουθούσε πολιτικούς του αντιπάλους -ίσως και υπουργούς του- και δημοσιογράφους, αλλά και ότι…ΔΕΝ ΕΠΡΕΠΕ να γνωρίζει!
“Εγώ δεν γνωρίζω ποιους παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών”, είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός, πετώντας το γάντι στον Αλέξη Τσίπρα.
Εδώ εγείρεται μείζον ζήτημα που επισημάνθηκε μεν, όχι, όμως, στον βαθμό που του αξίζει. Διότι, δι’ αυτού του δήθεν ελαφρυντικού, ο πρωθυπουργός ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Εάν ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ (εν προκειμένω ο ίδιος) δεν έχει, και δεν πρέπει να έχει, την παραμικρή γνώση σχετικά με το ποιούς παρακολουθεί και για ποιούς λόγους, ανακύπτει θέμα πολιτικής λογοδοσίας.
Δημιουργείται, δηλαδή, η εξής αντίφαση: ο κάθε τυχάρπαστος κύριος Κοντολέων (εθισμένος, ως πρώην σεκιουριτάς, να κάνει τέτοιες “δουλειές”, και δίχως καν το επιστημονικό υπόβαθμο και την αίσθηση θεσμικής ευθύνης) δεν ενημερώνει τον πολιτικό του προϊστάμενος και δρα ασύδοτα. Ο δε πολιτικός του προϊστάμενος, σε μία κρίσιμη στιγμή, όπως αυτή που ζούμε, μη γνωρίζοντας τι πράττει ο κάθε Κοντολέων δεν δύναται (;) να λογοδοτήσει στην Βουλή, τα κόμματα, την Δικαιοσύνη και, εν τέλει, στον ελληνικό λαό που τον εξέλεξε.
Οι πολίτες, όμως, ψηφίζουν πρωθυπουργό και όχι διοικητή της ΕΥΠ. Στις εκλογές δεν εκτέθηκαν ο Κοντολέων, ο Ρουμπάτης, ο Δραβίλλας, ή παλαιότερα ο Γρυλλάκης, ο Μαυρίκης, ο Τόμπρας και τόσοι άλλοι. Εκτέθηκαν και ζήτησαν την ψήφο του λαού ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας, ο Σαμαράς και οι προκάτοχοί τους.
Σε μία τέτοια ελαστική ερμηνεία της έννοιας της λογοδοσίας, ο Νίξον δεν θα δεχόταν την παραμικρή μομφή για το Watergate.
Και όχι μόνο αυτό: Εάν θεωρηθεί λογικό να δρα ασύδοτα και χωρίς καν να ενημερώνει για τόσο σημαντικά θέματα τον πολιτικό του προϊστάμενο (υπουργό ή πρωθυπουργό) ο διοικητής της ΕΥΠ, και αυτό εδραιωθεί ως αντίληψη, τότε ο τελευταίος γίνεται πολλαπλώς ευάλωτος σε αυτό ακριβώς που καλείται να προστατεύσει: την ασφάλεια της χώρας.
Διότι, ο διοικητής της ΕΥΠ που δεν λογοδοτεί πολιτικά, που δεν βρίσκεται υπό κοινοβουλευτικό έλεγχο, που μπορεί να ερμηνεύει ακόμα και το Σύνταγμα και τους νόμους κατά το δοκούν, είναι εύκολο να στήσει ένα “μαγαζάκι συμφερόντων” μέσα ή έξω από την μυστική υπηρεσία και να προσφέρει “υπηρεσίες”, είτε για …ιδία χρήση, είτε υπό την πίεση, ακόμα και τον εκβιασμό ημεδαπών και αλλοδαπών. Κατανοητό, φαντάζομαι.
Δεν θα ζητούσε, φυσικά,κανείς από τον πρωθυπουργό να έχει απομνημονεύσει μία προς μία τις 15.000 επισυνδέσεις για λόγους “εθνικής ασφάλειας” (ο πρώην διοικητής της υπηρεσίας, αξιοσέβαστος διπλωμάτης Παύλος Αποστολίδης είπε πως είναι τρομακτικά μεγάλος αυτός ο αριθμός, αλλά ας το αντιπαρέλθουμε), ούτε να γνωρίζει ονόματα, αριθμούς τηλεφώνων και διευθύνσεις. Δεν μιλά, όμως, κανείς γι αυτό. Όταν πρόκειται για πολιτικό ή δημοσιογράφο, δεν νοείται ο πολιτικός προϊστάμενος της ΕΥΠ να μην έχει ενημερωθεί για την απόφαση του διοικητή (ερώτηση: ο υποδιοικητής της ΕΥΠ είχε γνώση;- κρατήστε το θα προκύψει ως θέμα σύντομα) και για τους λόγους εθνικής ασφαλείας που “νομίμως” επιβάλλουν την επισύνδεση.
Φανταστείτε να είναι, όντως, “sleeper” κινεζικών, ουκρανικών, ρωσικών (!) ή άλλων συμφερόντων (όπως η ανόητη προπαγάνδα του πανικού επιχείρησε να τον παρουσιάσει) ο Νίκος Ανδρουλάκης, και ο πρωθυπουργός, ως μη ενημερωθείς -αφού, όπως διατείνεται, δεν πρέπει να ενημερώνεται– να συζητά μαζί του εμπιστευτικά θέματα στο πλαίσιο της επικοινωνίας των πολιτικών αρχηγών, ή σε ένα Συμβούλιο Αρχηγών (π.χ για τα ελληνοτουρκικά) υπό την Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οπερετικές καταστάσεις…
Κατακλείδα: Το “όλα στο φως” που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός, αλλά δεν το τήρησε κατά την αντιπαράθεση στη Βουλή, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με έναν τρόπο επί του παρόντος. Τα θεσμικά που προτείνονται είναι θετικά, αλλά είναι για μετά. Κι αυτός ο τρόπος είναι η αλλαγή της τροπολογίας που απαγορεύει σε όποιον υποπτεύεται πως παρακολουθείται να ενημερώνεται από την ΑΔΑΕ.
[Και επ΄ αυτού ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ οφείλει να επιμείνει και να συνταχθεί πλήρως και αυστηρά με την υπόλοιπη αντιπολίτευση, για να διορθώσει και το λάθος του κόμματός του που την ψήφισε].
Χωρίς την άρση της τροπολογίας, καμία ουσιαστική κίνηση δεν μπορεί να γίνει. Λέγεται πως ελάχιστοι πολιτικοί –σε γνώση μας είναι τα ονόματα ενός πρώην και ενός νυν ευρωβουλευτή– έχουν απευθυνθεί στην ανεξάρτητη αρχή. Οι πολλοί διστάζουν γιατί το θεωρούν μάταιο, γιατί φοβούνται πως θα εκτεθούν, ή διότι προτιμούν να μην γνωρίζουν. Εάν, όμως, παύσει να ισχύει η τροπολογία, και η εισαγγελική έρευνα θα προχωρήσει, και η Εξεταστική επιτροπή θα λειτουργήσει ουσιαστικά, και η ΑΔΑΕ θα αποκτήσει τον θεσμικό ρόλο που πρέπει να έχει ως αντίβαρο στις σκοτεινές μεθόδους κάθε Κοντολέοντος.